Ευγενία Σαρηγιαννίδη Επισκέπτης
|
Δημοσιεύθηκε: Σαβ Απρ 26, 2025 7:04 pm Θέμα δημοσίευσης: Αποϊεροποίηση και Ορθοδοξία |
|
|
|
Αποϊεροποίηση και Ορθοδοξία
«Εξισορροπώντας τη σκιά με το φως»…
Της Ευγενίας Σαρηγιαννίδη*
Η αίσθηση της παρακμής της Δύσης (σωστή ή καταχρηστική) συναρτάται κυρίως με την κατάρρευση του δυτικού, χριστιανικής ιδίως πολιτισμικής καταγωγής, αξιακού της συστήματος. Εμφανίζεται μέσα από την αποϊεροποίηση και την απομάγευση των δυτικών συνειδήσεων (αυτό που ο Νίτσε στην εποχή του ονόμαζε ευρωπαϊκό μηδενισμό), δηλαδή το νεωτερικό θάνατο του θεού που συνδέεται με τις αναγνώσεις του διαφωτισμού και προεκτάθηκε στον μετανεωτερικό θάνατο της ιστορίας της γηραιάς Ηπείρου (είναι γηραιά ακριβώς επειδή έχει ιστορία). Πιο απλά, προεκτάθηκε στις διάφορες αποδομήσεις της ιστορικής συνέχειας και μνήμης των συλλογικών υποκειμένων.
Λόγω ακριβώς αυτής της αλλαγής νοοτροπιών σε κοσμοθεωρητικό επίπεδο, τα υπερβατικά πρότυπα της προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο απαξιώθηκαν μαζί με τα μοντέλα του Ήρωα και του Αγίου. Η εποχή μας έχει ωστόσο τόσο ανάγκη από ήρωες που αναγκάζεται να στραφεί στους αθλητές για να τους ανακαλύψει. Έχει βέβαια ανάγκη και από Αγίους, αλλά εκεί τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα. Εντωμεταξύ, οι δυτικές κοινωνίες εξατομικεύονται και εξαγριώνονται. Η αστυνόμευση και η διαρκής επιτήρηση των πολιτών από τους κατέχοντες την εξουσία, χωρίς τα ηθικά πρότυπα (των αγίων που θα διατηρούσαν την συνεκτικότητα της κοινωνίας), δεν μπορούν να κάνουν και πολλά πράγματα για την εσωτερική ειρήνευση των κοινωνιών. Πράγματι, τα συλλογικά υποκείμενα (έθνη και κοινωνικές τάξεις) αποτελούν κοινότητες πεπρωμένου. Ο νεοφιλελεύθερος μεταμοντέρνος γκλομπαλισμός αποδόμησε αυτό το αίσθημα της κοινότητας και οι δυτικές κοινωνίες παραδόθηκαν σε πολλαπλές μειονοτικές αντιπαλότητες και εξατομικευμένες συγκρούσεις.
Για να αντιμετωπιστεί η παραπάνω κοινωνική κατάσταση θα χρειαζόταν να οικοδομηθεί (ή κάποτε να διασωθεί, να συντηρηθεί, ενδεχομένως να επανέλθει), ένα συλλογικό ασυνείδητο που θα έκανε τους σημερινούς λαούς, τις δυτικές κοινωνίες, να αγαπήσουν τον εαυτό τους, τόσο όσο χρειάζεται, για να μην υπονομεύουν διαρκώς τους συνεκτικούς τους δεσμούς και την στοιχειώδη πολιτική και ηθική αλληλεγγύη με εγωκεντρικές, μονίμως ανταγωνιστικές συμπεριφορές. Πίσω λόγου χάρη από την επιφανειακή υπερηφάνεια, όπως συνήθως προβάλλεται, των σημερινών νεοελλήνων για το ιστορικό παρελθόν τους, διακρίνουμε όλο και πιο συχνά μια έλλειψη πραγματικού σεβασμού του συλλογικού εαυτού και μια οικειόφοβη απαξίωση, αν όχι αντιπάθεια για τους πολιτισμικά ομοίους «συμπατριώτες». Σε τέτοιες ψυχοπολιτικές συνθήκες θα ήταν βέβαια μάταιο να περιμένει κανείς αυτοϋπερβατικές πράξεις και θυσίες από την πλευρά των ατόμων, των πολιτών για την υπεράσπιση δημόσιων πολιτικών αγαθών, όπως η ελευθερία, ή πιο γενικά, των ιερών και οσίων που συνδέονται με την έννοια της πατρίδας ή/και της θρησκείας. Η παρούσα γενιά δεν μοιάζει και τόσο πρόθυμη για θυσίες το ίδιο μεγάλες που έκαναν για τα παιδιά τους και για την χώρα τους οι προηγούμενες. Ίσως σε λίγο, δεν θα γίνονται ούτε καν οι απαραίτητες οικονομικού τύπου θυσίες, για να ζήσει καλύτερα ή κατά μείζονα λόγο για να ζήσει πολιτικά ελεύθερη και ακηδεμόνευτη, η επόμενη γενιά.
Ας αναρωτηθούμε λοιπόν: Μπορεί άραγε να αλλάξει αυτό το κλίμα; Να δημιουργηθούν, έστω σε επίπεδο ιδεολογικής μόδας και lifestyle, οι απαραίτητες πατριωτικές, ας πούμε εν συντομία, χρηστοήθειες; Ίσως ναι – αν λόγου χάρη οι κοινωνικές «μικροελίτ» αρχίσουν να εκπέμπουν ως διαμορφωτές της κοινής γνώμης τα ανάλογα μηνύματα προς τις ευρύτερες λαϊκές μάζες: επί παραδείγματι δίκαιοι και αποφασισμένοι. Σύγχρονοι και μοντέρνοι, αλλά με σεβασμό στις παραδόσεις. Με σοβαρότητα, αλλά όχι με τυραννικό τρόπο. Θα πρέπει συνεπώς να δημιουργηθούν πρότυπα που θα λειτουργούσαν κατ’ εικόνα και ομοίωση σαν ιδεολογικοί και πολιτισμικοί κλώνοι, θεμέλια σκέψης για τον ευρύτερο πληθυσμό.
Διότι μέχρι σήμερα, παρά την παρατηρούμενη συντηρητικοποίηση μεγάλων τμημάτων της δυτικής κοινής γνώμης, οι ελίτ συνεχίζουν να ταυτίζουν τη δημοκρατία με την ανάδειξη και την ανοχή των μειονοτήτων όλων των ειδών, τον κατακερματισμό της κοινωνίας και την προβολή της κάθε είδους «διαφορετικότητας» ή ιδιαιτερότητας, ως αυτομάτως προοδευτικής και συνυφασμένης με τον εκσυγχρονισμό των ηθών και των εθίμων της κοινωνίας. Η απάντηση που φαίνεται να δίνει μια μερίδα της κοινωνίας απέναντι σε αυτόν τον προσχηματικό, διαλυτικό για τις κοινωνίες, εκσυγχρονισμό, είναι να επιδεικνύει συντηρητικά αντανακλαστικά, να ανατρέχει στις αξίες της ορθόδοξης πίστης, να επιχειρεί να οικοδομήσει εκ νέου μια ζώσα σχέση με την πατρίδα και το έδαφος των προγόνων. Και αυτό είναι ελπιδοφόρο! Αλλά σε κάθε ελπιδοφόρο εγχείρημα, ελλοχεύουν πάντα κίνδυνοι να καταστραφεί το εγχείρημα εκ των έσω. Από τους ίδιους που αγωνίζονται και αγωνιούν για την επιτυχή υλοποίησή του. Για τον λόγο αυτό, θεωρούμε σκόπιμο να επισημάνουμε δύο πιθανές εκτροπές της επαναφοράς της σχέσης -ειδικά του ελληνικού λαού- με την παράδοσή του. Του λαού εκείνου για τον οποίο ο Αλμπέρ Καμύ έγραφε «Η ελληνική σκέψη οχυρώθηκε πάντα πίσω από την ιδέα των ορίων. Δεν εξώθησε τίποτα στα άκρα, ούτε τα ιερά, ούτε τη λογική. Μετρίασε το απόλυτο, εξισορροπώντας τη σκιά και το φως».
Ο πρώτος κίνδυνος αφορά την προσχηματική, κενή περιεχομένου, κούφια, επιφανειακή αναβίωση της σχέσης του Έλληνα πολίτη με την ιστορία και την θρησκευτική του παράδοση. Στην περίπτωση αυτή, η σχέση με το παρελθόν και τις αξίες της ορθόδοξης παράδοσης και πίστης θα συνιστούν έναν μηχανικό μιμητισμό κάποιων συμπεριφορών που άντλησαν από κάποιο σήριαλ, από κάποια ταινία, χωρίς πραγματικό ψυχικό αποτύπωμα, σαν ένα ρούχο που φορέθηκε, γιατί συγκυριακά, η μόδα της εποχής, έφερε ρετρό αναβιώσεις.
Ο δεύτερος αφορά τη δογματική υιοθέτηση αξιών του παρελθόντος με τρόπο ασυνεχή και ανιστόρητο. Συνδέεται με την πόλωση της κοινωνίας, το διχασμό της και την συγκέντρωση μεγάλων μερίδων του πληθυσμού στα άκρα. Πρόκειται για την αντικατάσταση του πατριωτισμού από τον εθνικισμό και για την μαζική «ταλιμπανοποίηση» των παραδοσιακά χριστιανών ορθόδοξων. Και αρκεί να διερωτηθούμε: Ποιον εξυπηρετεί άραγε αυτή η πόλωση; Ποιος ωφελείται από την απώλεια του μέτρου, του ορίου, της ισορροπίας; Ποιος «σπέρνει ανέμους, για να θερίζει θύελλες»;
Γιατί τελικά, με όλα τούτη την αντιφατική προπαγάνδα κινδυνεύουμε να χάσουμε την ικανότητα να σκεφτόμαστε λογικά και να χαθούμε ψυχοδιανοητικά, πολιτισμικά, αλλά και πολιτικά στην ομίχλη των προσχηματικών αντιφατικών ιδεών και ιδεολογημάτων με τα οποία βομβαρδιζόμαστε συστηματικά. Κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε πως ακριβώς επειδή η αρχαιοελληνική παράδοση εφηύρε τον Ξένιο Δία, δεν υπάρχει στη δική μας πολιτισμική μήτρα ο ρατσισμός ως ιδεολογία και στάση ζωής – και πως όλα τούτα δεν έχουν καμία σχέση με τον αναγκαίο σε κάθε κοινωνία, άξια αυτού του ονόματος, έλεγχο της λαθρομετανάστευσης και αποτροπής της μετατροπής της χώρας σε αποθήκη ψυχών (σήμερα κυρίως μουσουλμανικής προέλευσης). Με άλλα λόγια, την αποτροπή της αντικατάστασης της κοινωνίας αυτής από ετερόκλητους εισαγόμενους πληθυσμούς, με την συμβολή προφανώς του άλυτου δημογραφικού μας προβλήματος. Κοντολογίς, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε πως για να μπορώ να έχω φιλικά συναισθήματα προς τους άλλους, του «ξένους και διαφορετικούς», θα πρέπει να αισθάνομαι πρωταρχικά κάποια τρυφερότητα ή κάποια υπερηφάνεια γι’ αυτόν τον τόπο καταγωγής που είναι δικός μου, αλλά επίσης των δικών μου ανθρώπων, ζώντων ή νεκρών. Άρα, πως μόνον ο αληθινός πατριωτισμός μας ανοίγει στον Άλλο και είναι προϋπόθεση του διεθνισμού.
Κινδυνεύουμε επίσης να ξεχάσουμε πως η δική μας ελληνική εκδοχή της ορθοδοξίας δεν ξεκίναγε σταυροφορίες, ούτε κατέσφαζε λαούς αναζητώντας το «Άγιο Δισκοπότηρο». Κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε πως η «Λαμπρή της Ρωμιοσύνης είναι μοναδική έννοια γιατί συνθέτει την αρχαία Ελλάδα με την Ορθοδοξία» στο πλαίσιο μιας διαρκούς ώσμωσης και ιστορικής συνέχειας, «ενώ ο διαχωρισμός τους είναι προτεσταντικής, δυτικόστροφης προσέγγισης», όπως μου επεσήμανε σε κάποιο σχόλιο ο κ. Γραβάνης. Κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε, πως η ορθόδοξη πίστη σε πολλές κρίσιμες ιστορικές περιόδους, της πρόσφατης ιστορίας μας, με πρωτοκαθεδρία βέβαια την επανάσταση του 1821, ένωνε τους Έλληνες. Και θα είναι ιδιαζόντως λυπηρό, πολλαπλή ένδειξη πως ο ελληνικός λαός μοιάζει να χάνει την αυτοσυντήρησή του, λειτουργώντας αυτοκαταστροφικά, το να δημιουργηθεί μια σχέση με την ορθόδοξη πίστη ιεροεξεταστική, καθολικοπροτεσταντική, πολωτική, δογματική, βαθιά ανθελληνική, τελικά σκοταδιστική, που θα εξυπηρετούσε μόνον το γνωστό, ρωμαϊκής και αγγλοσαξονικής εμπνεύσεως, «διαίρει και βασίλευε».
Το να είμαστε λοιπόν υποστηρικτικοί ο ένας με τον άλλο δεν αποτελεί απλή κοινωνική ευγένεια ή υποχρέωση, αλλά συνιστά τον μόνο τρόπο να συνεχίσουμε να υπάρχουμε ως κοινωνίες, αν δεν έχουμε αποφασίσει συλλογικά (άρα κατ’ επέκταση και ατομικά) να αφανιστούμε. Καμία κοινωνική συνεκτικότητα, καμία κοινωνική αλληλεγγύη, καμία κοινωνική ειρήνη δεν μπορεί να οικοδομηθεί στο πλαίσιο μιας οικειόφοβης σχέσης με τον συλλογικό και ατομικό εαυτό μας. Με άλλα λόγια, το να αγαπώ την πατρίδα μου και τους δικούς μου ανθρώπους, να την προασπίζω και να σέβομαι την παράδοση, τα ιερά και τα όσιά της, την ιστορία της δεν συνεπάγεται αυτόματα μια περίκλειστη «εθνικιστική, θρησκόληπτη προκατάληψη», αλλά το ακριβώς αντίθετο: τον μόνο αυθεντικό και ουσιαστικό τρόπο να διευρύνω τους δεσμούς αλληλεγγύης, επεκτείνοντας τους στη σχέση μου με τους πολιτισμικά ξένους και πολιτικά μη οικείους συνανθρώπους μου.
Όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Εντγκάρ Μορέν στο τελευταίο βιβλίο του «Ας Ξυπνήσουμε» (εκδ. 21ου, Αθήνα: 2023, σ. 56): «Καταλαβαίνοντας σε ποιες ανάγκες ανταποκρίνεται η ιδέα του έθνους δεν πρέπει πια να αντιτάσσουμε το οικουμενικό στις πατρίδες, αλλά να συνδέουμε ομόκεντρα τις πατρίδες μας, οικογενειακές, τοπικές, εθνικές, ευρωπαϊκές και να τις εντάσσουμε στο απτό σύμπαν της επίγειας πατρίδας.»
*Ψυχολόγου MSc
Φωτό. Henri Cartier Bresson 1954
|
|