Περιοδικό Πολιτικής Και Πολιτισμικής Παρέμβασης


Σε εποχές που βασιλεύει το ψέμα, η διάδοση της αλήθειας είναι πράξη επαναστατική
Η κραυγή της σιωπής (ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ)

< Επισκόπηση προηγούμενης Θ.Ενότητας | Επισκόπηση επόμενης Θ.Ενότητας > 
Συγγραφέας Μήνυμα
ΘΑΛΕΙΑ
Επισκέπτης





ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Δευ Νοέ 25, 2013 9:34 am    Θέμα δημοσίευσης: Η κραυγή της σιωπής (ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ) Απάντηση με παράθεση αυτού του μηνύματος
Η κραυγή της σιωπής (ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ)
Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη



Είναι στιγμές που ο θυμός, σου φουσκώνει τις φλέβες στους κροτάφους ανεβάζοντάς σου την πίεση σε επικίνδυνες τιμές.

Είναι στιγμές που η οργή σου δεν μπορεί να περιοριστεί με τους απλούς κανόνες ευγενείας, αλλά χρειάζεται να επιστρατεύσεις όση λογική διαθέτεις για να μπορέσεις να την κουλαντρίσεις.


Είναι, πάλι, στιγμές που νιώθεις τόσο δυνατός ώστε να θεωρείς πως μπορείς να καταφέρεις τα πάντα ακόμη και στις πιο δύσκολες συνθήκες.

Είναι, όμως, και φορές που η θλίψη, η στενοχώρια και η απογοήτευση μαζί, έχουν διαποτίσει τόσο το κορμί και το μυαλό σου, ώστε να μην μπορείς ούτε μία λέξη να αρθρώσεις, ούτε μία βρισιά, ούτε ένα σιχτίρισμα. Το μόνο που μπορείς και το μόνο που θέλεις, είναι να κλάψεις.

Να κλάψεις για να ξεσπάσεις, για να εκτονωθείς, για να πάρεις δύναμη.

Όποιος είδε μαυροφορεμένη και ηλικιωμένη γυναίκα να κλαίει έξω από το φούρνο επειδή διαπίστωσε ότι δεν έχει ούτε 2 ευρώ για να πάρει το γάλα και το ψωμί της ημέρας, καταλαβαίνει τι εννοώ.

Όποιος συνάντησε 26χρονο πτυχιούχο να δουλεύει με 280 ευρώ βασικό και να μην μπορεί να χαρεί τη ζωή επειδή δεν μπορεί να ονειρευτεί, είναι σε θέση να καταλάβει την ψυχολογία της κατεστραμμένης νεολαίας.

Όποιος παρατήρησε τους μαθητές που αποφεύγουν να πλησιάζουν το κιλικίο του σχολείου τους γιατί δεν μπορούν να αγοράσουν κάτι από αυτό, μπορούν να συνειδητοποιήσουν πόσο βαρύ φορτίο που κουβαλούν οι ίδιοι και οι γονείς τους.

Δεν είναι μόνο η φτώχια, δεν είναι μόνο η ανέχεια και η εξαθλίωση. Το κυριότερο είναι η ψυχολογική ισοπέδωση την οποία έχουν υποστεί μεγάλες ομάδες του ελληνικού πληθυσμού.


Είναι η απαξίωση της ίδιας τους της ύπαρξης και η αδυναμία τους να εξηγήσουν πώς βρέθηκαν στη σημερινή κατάσταση χωρίς να ευθύνονται σε τίποτα οι ίδιοι.

Στην εφορία, τις προάλλες, μία συνταξιούχος, με πόνο ψυχής, εξηγούσε στην υπάλληλο πόσο άσχημα νιώθει που δεν μπορεί να πληρώσει την τελευταία δόση του χαρατσιού. Άλλο ήθος και φιλότιμο που περισσεύει σε μια συνταξιούχο, τόσο όσο λείπει από τα καθώς πρέπει λαμόγια που με τα χρωστούμενα στο κράτος εξαργύρωναν τις ακριβές ζωές τους και από όσους τόσα χρόνια τους ανάθρεψαν, τους κάλυψαν και συνεχίζουν να τους θρέφουν και να τους καλύπτουν.

Δεν είναι τυχαίο που όλο και περισσότεροι άνθρωποι γύρω μας, όπου κι αν κοιτάξουμε είναι σκυφτοί, σκυθρωποί βουτηγμένοι στις σκέψεις και στη σιωπή.

Μια σιωπή τόσο εκκωφαντική που σου τρυπάει τα τύμπανα και την ψυχή.

Δεν είναι ότι δεν έχουν τίποτα να πουν, δεν είναι ότι δεν έχουν τον τρόπο να τα πουν, είναι ότι δεν έχουν ούτε αυτό το λίγο κουράγιο που χρειάζεται κάποιος, για να αρθρώσει μια λέξη.

Μιλάει κάποιος όταν ξέρει ότι κάποιος άλλος τον ακούει, έστω και είναι ο ίδιος τους ο εαυτός.

Όταν αισθάνονται ότι κανένας δεν τους ακούει, όταν τους έχουν κλέψει τον ίδιο τους τον εαυτό, όταν είναι νέοι και τους έχουν ακρωτηριάσει τα όνειρά τους, τότε η σιωπή δεν είναι άμυνα, είναι επίθεση.

Επίθεση στα μεγάλα λόγια, στις ψεύτικες ελπίδες, στα απανωτά ξεπουλήματα, στην έλλειψη προοπτικής.


Είναι φτύσιμο και απαξίωση στους «δήθεν», στους εμπόρους ελπίδων, στους όψιμους «προστάτες» τους, στους τηλεοπτικούς υποκριτές και στους «πονόψυχους» βουλευτές, υπουργούς και πρωθυπουργούς.

Είναι προσπάθεια να ξαναποκτήσουν τη χαμένη τους υπερηφάνεια και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια για να μπορέσουν να συμμαζέψουν τα συντρίμμια τους και να πορευτούν.

Είναι η αρχή μιας παρατεταμένης ανάτασης, γιατί όποιος δεν μιλάει σκέφτεται και όποιος σκέφτεται ανακαλύπτει.


Ανακαλύπτει αιτίες, φταίχτες και κυρίως τρόπους ανάκαμψης και αντεπίθεσης.

Ανακαλύπτει πως δεν είναι μόνος αλλά ένας από τους πολλούς που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση.

Έτσι, όχι μόνο αισθάνεται αλλά γίνεται και πιο δυνατός, φοβάται λιγότερο μέχρι που διώχνει το φόβο και τον στέλνει στους δυνάστες του, τον στέλνει στους φταίχτες.

Είναι τόσο επικίνδυνη για το σύστημά τους, αυτή η σιωπή όσο ακίνδυνα αποδεικνύονται τα βελάσματα των αρνιών πριν την επικείμενη σφαγή τους.


Καταλαβαίνουν πολύ καλά, όλοι αυτοί που σχεδιάζουν την ισοπέδωσή μας ότι τα αρνιά μετατρέπονται σιγά-σιγά σε κριάρια.

Και τα κριάρια, όταν αποφασίσουν να επιτεθούν στον αντίπαλο, δεν βελάζουν ποτέ. Κάνουν την επίθεσή τους πάντα σιωπηλά.



ΠΗΓΗ:
http://kyrgiakischristos.wordpress.com/
Επιστροφή στην κορυφή
ΕΞΟΡΙΣΤΟΣ
Επισκέπτης





ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Τρι Νοέ 26, 2013 11:20 pm    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με παράθεση αυτού του μηνύματος
Μια αληθινά φανταστική ιστορία
Του Χρήστου Επαμ. Κυργιάκη



«Σαν έρθει η ώρα, η μεγάλη, η άγια, όλοι θα το καταλάβουν αφού ψηλότεροι θα έχουν γίνει και δυνατοί όσο ποτέ θα έχουν νιώσει»

Ήταν πρωί, θαρρώ φθινόπωρο γιατί μετά ήρθε ο χειμώνας και παρέμεινε.
Ήταν οι ίδιοι που είχαν ξανάρθει, κρατώντας λάβαρα, σημαίες και δώρα πολλά, τότε, κραδαίνοντας σπαθιά και γιαταγάνια, τούτη τη φορά.


Να πάρουνε τη σοδειά ζητούσαν, τη φετινή μα και ότι απέμεινε από πέρσι και πρόπερσι. Να πάρουνε και το χώμα και τα παιδιά μας σκλάβους να τα κάνουν, οπότε θα μας είχαν όλους σκλάβους.

Μετά ζητήσανε να πάρουν και τα ζώα, και τα ηνία, μέχρι και τα χάμουρα που ζεύαμε τ’ άλογα. Μέχρι και αυτά μας τα πήραν.

«Με τα χέρια» είπαν. «Με τα χέρια θα οργώνετε, με τα χέρια θα σπέρνετε και η σοδειά δική μας».

Είπαν στις γυναίκες
να μην κάνουν παιδιά και στα παιδιά να μην πάνε στο σχολείο.

Το έκλεισαν το σχολείο.
Το κλειδαμπάρωσαν, μαζί με τα βιβλία. Όσοι είχαν βιβλία στα σπίτια τους, τα έθαψαν βαθιά μην τα βρουν οι δυνάστες και τα ρίξουν στη φωτιά.

Έστειλαν τους δασκάλους εξορία. «Δεν χρειάζονται οι δάσκαλοι» είπαν. «Είναι επικίνδυνοι και όλο προβλήματα δημιουργούν. Άλλωστε τα χωράφια δεν θέλουν γράμματα».

Μάζεψαν τους κατσαπλιάδες των γύρω χωριών και τους έδωσαν αξιώματα μαζί με τα κλειδιά και τα τεφτέρια.

Έστειλαν τελάληδες παντού αναζητώντας τους πιο καλούς κλέφτες, που δεν τους έπιανε το μάτι σου για τέτοιους, που έκοβες το δεξί σου χέρι πως είναι άνθρωποι άγιοι. Τους έκαναν κυβερνήτες, κουμανταδόρους και αρχιεισπράκτορες.

Έβγαλαν φιρμάνι πως όποιος διαμαρτυρηθεί θα έχει μπελάδες μεγάλους. Θα του πάρουν ακόμη και το σπίτι και θα τον στείλουν στο διπλανό χωριό για να ζήσει. Εκεί που δεν είχαν οι κάτοικοι ούτε σπίτι, ούτε χωράφι μα ούτε και όνομα. Μόνο έναν αριθμό είχε ο καθένας.

Έφεραν παιδιά αμούστακα από μέρη μακρινά, τους έδωσαν από ένα σιδερένιο σπαθί και τους διέταξαν να εξουσιάσουν. Πήραν τα παιδιά τα σπαθιά στα χέρια τους και χτυπούσαν τα άλλα παιδιά, τα παιδιά του χωριού που ζητούσαν να ανοίξει το σχολείο και να γυρίσουν πίσω οι δάσκαλοι.

Χτυπούσαν
και τους γέρους που ζητούσαν λίγο από τον κόπο μιας ζωής.

Χτυπούσαν και τους χωρικούς που ήθελαν πίσω τον ιδρώτα τους.

Μέρες πολλές,
ούτε που θυμάμαι πόσες, κράτησε το κακό. Γλυκό ψωμί, εκείνες τις μέρες , δεν έφαγαν οι χωρικοί, όταν υπήρχε κι αυτό.

Μέχρι που ένα πρωί ακούστηκε μια φωνή που τάραξε τις ψυχές και τα μυαλά των χωρικών και έκανε αυτούς με τα αξιώματα να τρέμουν.

«Φτάνει πια» είπε η φωνή. «Τα δρεπάνια στα χέρια και όλοι στην πλατεία. Ή αυτοί ή εμείς»



Σάστισαν οι χωρικοί, σάστισαν και οι κατσαπλιάδες και όλο το κλεφτολόι που είχε μαζευτεί στο χωριό και ζήτησαν από τα αμούστακα παιδιά με τα σπαθιά να χτυπήσουν στο ψαχνό.

Μα οι χωρικοί ήταν πολλοί. Δεν ήταν ούτε ένας ούτε δύο. Ήταν οι περισσότεροι. Κάποιοι έμειναν στις καλύβες τους, έκλεισαν πορτοπαράθυρα και περίμεναν να περάσει η μπόρα. Προσεύχονταν για να νικήσουν οι συγχωριανοί τους μα δεν βρήκαν το κουράγιο να βγουν έξω.

Σαν έφτασε το μεσημέρι, όλο το κλεφτολόι που ρήμαζε τόσες μέρες το χωριό, άρχισε να τρέχει για να προφτάσει να φύγει και να γλυτώσει από την οργή των χωρικών.

Οι περισσότεροι πήγαν στα διπλανά χωριά και κάποιοι άλλοι σε άγνωστα, για τους χωρικούς, μέρη.

Κάποιοι, πέταξαν τεφτέρια, σπαθιά, κλειδιά και ότι άλλο είχαν που να θυμίζει ποιοι ήταν και ανακατεύτηκαν με τους χωρικούς. Άρπαξαν ένα δρεπάνι στο χέρι και έκαναν πως έδιωχναν τους δυνάστες.

Είχαν κατά νου να αρχίσουν πάλι τις κλεψιές όταν τα χωράφια του χωριού θα γέμιζαν σοδειές, όταν το σχολείο θα λειτουργούσε ξανά και οι δάσκαλοι θα ήταν πάλι στις θέσεις τους.

Όμως άδικα περίμεναν και είχαν την ελπίδα.

Στη μνήμη των χωρικών χαράχτηκαν όλες οι μορφές των δυναστών, των κατσαπλιάδων, των κλεφτών και των αμούστακων παιδιών με τα σπαθιά. Όλοι οι χωρικοί, ήξεραν πλέον καλά, ποιος είναι με ποιον και κυρίως, την εποχή του κακού, ποιος ήταν με ποιον.
Κανένας χωρικός δεν τους έκανε παρέα. Μόνο στις επετείους της μεγάλης εξέγερσης τους άφηναν να πλησιάζουν και τους κερνούσαν, σε ένα απόμερο τραπέζι, ένα ποτήρι κρασί.

Σ.Σ
Η παραπάνω ιστορία είναι φανταστική (?) και καμία σχέση δεν έχει (?) με σημερινά πρόσωπα και καταστάσεις. Μου την αφηγούνταν ο παππούς μου όταν ήμουνα μικρός.

ΠΗΓΗ:
http://kyrgiakischristos.wordpress.com/

Επιστροφή στην κορυφή

 
Μετάβαση στη:  
Μπορείτε να δημοσιεύσετε νέο Θέμα σ' αυτή τη Δ.Συζήτηση
Μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
Δεν μπορείτε να επεξεργασθείτε τις δημοσιεύσεις σας σ' αυτή τη Δ.Συζήτηση
Δεν μπορείτε να διαγράψετε τις δημοσιεύσεις σας σ' αυτή τη Δ.Συζήτηση
Δεν έχετε δικαίωμα ψήφου στα δημοψηφίσματα αυτής της Δ.Συζήτησης

Όλες οι Ώρες είναι GMT + 2 Ώρες