Περιοδικό Πολιτικής Και Πολιτισμικής Παρέμβασης


Σε εποχές που βασιλεύει το ψέμα, η διάδοση της αλήθειας είναι πράξη επαναστατική
Σύγχρονες Στρατηγικές Εξαφάνισης του «Αντίλογου»

< Επισκόπηση προηγούμενης Θ.Ενότητας | Επισκόπηση επόμενης Θ.Ενότητας > 
Συγγραφέας Μήνυμα
Ευγενία Σαρηγιαννίδη
Επισκέπτης





ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Δευ Μάρ 08, 2021 7:12 pm    Θέμα δημοσίευσης: Σύγχρονες Στρατηγικές Εξαφάνισης του «Αντίλογου» Απάντηση με παράθεση αυτού του μηνύματος
Φολκλοροποίηση, Ποινικοποίηση, Αποσιώπηση (Α’ Μέρος)
Σύγχρονες Στρατηγικές Εξαφάνισης του «Αντίλογου»

Της Ευγενίας Σαρηγιαννίδη



Ο συστημικός λόγος, ως κυρίαρχος λόγος, λόγος εξουσίας, από όπου κι αν εκπορεύεται κάθε φορά, επιδιώκει αφενός να ασκεί τη μέγιστη δυνατή κοινωνική επιρροή, αφετέρου επιχειρεί την εξαφάνιση οποιασδήποτε τάσης, άποψης, θέσης ή ακόμα και ομάδας που παράγει αντίλογο και επιδιώκει να αποτελέσει το ανάχωμα σε αυτήν την επιρροή. Βεβαίως, ο πόλεμος σε επίπεδο ρητορικής και προπαγάνδας κατέχει εξέχουσα θέση μέσα στην εργαλειοθήκη της εκάστοτε εξουσίας, πολλώ δε μάλλον σήμερα, που τα όπλα (με την κυριολεκτική και όχι μεταφορική σημασία τους), περισσότερο χρησιμοποιούνται σαν επιχειρήματα στα πλαίσια μιας προπαγάνδας – διαφήμισης ισχύος, παρά για τη διεξαγωγή πραγματικών αναμετρήσεων. (Η τεράστια ισχύς των σύγχρονων όπλων αποτελεί το κύριο επιχείρημα της αποτροπής των πραγματικών πολεμικών συρράξεων).

Ποιες είναι λοιπόν οι στρατηγικές που εφαρμόζει ο λόγος της εξουσίας για να αποδομήσει τον αντίλογο απ’ όπου και απ’ όποιον κι αν εκφέρεται; Θα επικεντρωθούμε σε τρεις βασικές στρατηγικές, η αξία των οποίων έχει ναι μεν διαχρονική ισχύ, παρόλα αυτά, τα τελευταία χρόνια φαίνεται να γίνονται όλο και πιο δημοφιλείς στις προτιμήσεις των φορέων της εξουσίας, με αποκορύφωμα ίσως την σημερινή περίοδο της υγειονομικής κρίσης του κορωνοϊού:

Φολκλοροποίηση

Η στρατηγική αυτή επιχειρεί να δημιουργήσει συγκεκριμένες ψυχοκοινωνιολογικές παραστάσεις για όλους αυτούς που αντιδρούν στην (ή διαφοροποιούνται από την) επικρατούσα πολιτική ορθότητα. Οι εν λόγω παραστάσεις, αξιοποιώντας όλα τα στερεότυπα με τα οποία ο «μορφωμένος- προοδευτικός» κόσμος αποδίδει στον «παλαιό, συντηρητικό, αναχρονιστικό» κόσμο, συνθέτουν ένα ψυχοκοινωνικό προφίλ που αποτελείται εν όλω ή εν μέρει από τα ακόλουθα πάνω κάτω κοινωνιο-συμπεριφορικά, διανοητικά και ψυχολογικά στοιχεία:

Ο σύγχρονος «αντιδραστικός», δεν είναι μόνο «γραφικός». Είναι λίγο ή πολύ «χοντράνθρωπος», πιθανότατα και «αμόρφωτος». Αρέσκεται σε θεωρίες συνωμοσίας, συνεπώς, λίγο ή πολύ, έχει μαγική σκέψη και διακρίνεται από ένα είδος πολιτισμικής και πολιτικής «καθυστέρησης». Οι στάσεις και οι συμπεριφορές του κάποιες φορές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πρωτόγονες ή /και βάρβαρες. Η παράσταση που δημιουργείται αναφορικά με το φύλο αφήνει να εννοηθεί πως είναι άντρας με «brutal» κινησιολογία και φρασεολογία. Αν δε είναι γυναίκα, υποτίθεται ότι υποτάσσεται και προσαρμόζεται στα παραδοσιακά πατριαρχικά πρότυπα.Παίρνει θέσεις που η κυρίαρχη πολιτική ορθότητα (η οποία εκπορεύεται από τις λεγόμενες ελίτ και όλα τα μέσα διαμόρφωσης κοινής γνώμης που εξυπηρετούν τα συμφέροντά της,) τις χαρακτηρίζει συλλήβδην ως ακροδεξιές˙ τάσσεται κατά πάσα πιθανότητα κατά της λαθρομετανάστευσης και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έως και «ρατσιστής»˙ δηλώνει ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς με το έδαφος καταγωγής και εργασίας που αποκαλεί πατρίδα του και την ιστορία της, άρα κινδυνεύει να χαρακτηριστεί πατριώτης, ακόμα και εθνικιστής˙ δεν είναι ιδιαίτερα ανοιχτός στην εξατομικεύουσα διαφορετικότητα, δηλαδή υποστηρίζει τα επιχειρήματα που προβάλλουν την κοινωνική και πολιτισμική συνεκτικότητα των πραγματικών ιστορικών κοινωνιών˙ θεωρεί τις βιολογικές μεταβλητές του φύλου των έμβιων όντων από υπαρκτές έως και απαραβίαστες˙ θα μπορούσε να ταξινομηθεί ακόμα και στους ομοφοβικούς, σίγουρα πάντως διατυπώνει πολλές επιφυλάξεις γύρω από τον «εκσυγχρονισμό» των οικογενειακών ηθών, την κατάργηση των προσδιορισμών φύλου για τους δύο γονείς ή και την υιοθεσία παιδιών από ομοφυλόφιλα ζευγάρια˙ δεν είναι ιδιαίτερα ψύχραιμος και διαλεκτικός στην επίλυση των προβλημάτων του, δεν «λειαίνει τις γωνίες», ούτε επιδεικνύει ιδιαίτερη ανεκτικότητα˙ κινητοποιείται περισσότερο από το θυμικό και φέρεται συχνά παρορμητικά˙ δεν έχει πολύ καλή σχέση με τον αυτοέλεγχο και σίγουρα – για να έρθουμε στα «ψυχολογικώς καθ’ ήμας» – δεν είχε πιθανότατα στη ζωή του πολύ καλή σχέση με τους ψυχολόγους και τα «ψυχολογικής φύσης θέματα»... Αναφορικά δε με τη δημοσιογραφική επικαιρότητα περί σεξουαλικών παρενοχλήσεων που βλέπουν ετεροχρονισμένα το φως της δημοσιότητας, κυρίως μέσα από αποκαλύψεις λίγο ή πολύ διάσημων γυναικών, είναι εκείνος που, ακόμα και αν δεν το διατυπώσει φωναχτά είναι πολύ πιθανό να σκεφτεί: «Καλά τώρα το θυμήθηκαν όλες αυτές! Μου φαίνεται από περίεργο έως και ύποπτο! Και οι άλλες, που δεν ενέδωσαν τι απέγιναν, άραγε;».

Τα παραπάνω προφανώς χαρακτηρίζουν τις στρατηγικές διαμόρφωσης και χειραγώγησης της κοινής γνώμης από τις λεγόμενες ελίτ. Σε αυτό το παιχνίδι, οι λέξεις έχουν χάσει προ πολλού το νόημα τους, αλλά όχι τη δυνατότητα να διαμορφώνουν τους τρόπους σκέψης των πολιτών.

Το ανωτέρω ψυχοκοινωνιολογικό προφίλ θα μπορούσαμε να το συναντήσουμε είτε αυτούσιο, είτε να αναγνωρίσουμε πολλά ή κάποια από τα στοιχεία του σε διάφορους ανθρώπους που γνωρίζουμε ή και αλληλεπιδρούμε μαζί τους καθημερινά. Η χρήση του από την κυρίαρχη πολιτική ορθότητα είναι να οικοδομεί μια ανθρώπινη φιγούρα «σκιάχτρο» ως μέτρο σύγκρισης και αξιολόγησης των ανθρώπινων συμπεριφορών. Κάθε ένας από εμάς λοιπόν, εφόσον επιθυμεί να ενταχθεί με επιτυχία στα κοινωνικά δρώμενα, να χαίρει σεβασμού και εκτίμησης και να θεωρείται ένας ανοιχτόμυαλος, πολιτισμένος, πεπαιδευμένος άνθρωπος, με λίγα λόγια να έχει μια ευκαιρία να επενδύσει στην κοινωνική του διάκριση αφενός και αναγνώριση κατ’ επέκταση, οφείλει να αντιπαραβάλλει τα στοιχεία του εαυτού του με εκείνα του ψυχοκοινωνιολογικού προφίλ που περιγράψαμε το οποίο θα λειτουργεί τότε στο αξιακό επίπεδο ως ιδανικό αντιπαράδειγμα συμπεριφοράς και σκέψης. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει όπως είναι γνωστό για τον κάθε πολιτικά και πολιτισμικά αποικιοκρατούμενο που προσαρμόζεται, για να ανέλθει κοινωνικά, στα πρότυπα συμπεριφοράς του αποικιοκράτη ή του αφέντη του. Άλλωστε, το ίδιο βεβαίως – και μάλιστα με μεγάλη προσοχή, οφείλει να κάνει το άτομο, όχι μόνον για τον εαυτό του, αλλά και για τους οικείους του, διότι το «δείξε μου τον φίλο σου να σου πω ποιος είσαι», τώρα μάλιστα, που έγινε μέσω covid της μόδας η «χαρτογράφηση επαφών», μπορεί να αποκτήσει πολλαπλά νοήματα.

Καταληκτικά, θα σημειώναμε ότι η πολιτική ορθότητα ωθεί τις λαϊκές και πληβειακές μάζες να εγκαταλείψουν αυτό που έως τώρα θεωρούνταν κοινή λογική και να υιοθετήσουν πρότυπα σκέψης και συμπεριφοράς που τις «ελιτοποιούν» πολιτισμικά και κοινωνικά, συνεπώς ιδεολογικά, ως «προοδευτικές». Έτσι, οι «ελίτ» εικονικά διευρύνονται και γίνονται ένας νέος «παγκοσμιοποιημένος λαός». Είναι αυτή ακριβώς η διαδικασία που ορίζεται και αναλύεται από τον Γ. Παπαμιχαήλ, ως «ελιτοποίηση των πληβείων» (Αυτοκρατορία και Συνειδήσεις, εκδ. Gutenberg, 2005). Πρόκειται για την άμεση ή έμμεση προσαρμογή των πολιτισμικά αποικιοκρατούμενων, συνήθως κοινωνικά υποδεέστερων και πολιτικά ανίσχυρων πολιτών, στα αξιακά πρότυπα σκέψης και συμπεριφοράς που οι εκάστοτε κυρίαρχοι και ισχυροί καθοδηγητές θεωρούν κατάλληλα για το εξατομικευμένο πλήθος των ιδιωτών – υπηκόων. Εάν λοιπόν αυτό που ισχυρίζονται ορισμένοι πολιτικοί στοχαστές αληθεύει, αν δηλαδή οι «ελίτ» έχουν καταντήσει οι ίδιες αμόρφωτες και ημιμαθείς, θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι δεν είναι σε αυτές τις ελίτ που θα έπρεπε να απευθύνεται όποιος θέλει να πει κάτι που υπερβαίνει τα όρια της ισχύουσας πολιτικής ορθότητας, αλλά σε άλλους ευαισθητοποιημένους κοινωνικά και πολιτικά πολίτες, ιδίως αναγνώστες, που μάλλον βρίσκονται έξω από τον στενό κύκλο του πανεπιστημίου και μακριά από τον επίσημο κόσμο των πολιτιστικών κινήσεων.

Ποινικοποίηση

Η επόμενη στρατηγική, εκείνη της ποινικοποίησης, αφορά όλους αυτούς που δεν ελέγχονται ιδεολογικά από την πρώτη, αφού δεν φαίνεται να επενδύουν με τόσο συμπλεγματικό τρόπο στο lifestyle τους. Ίσως μάλιστα, η στρατηγική της ποινικοποίησης να απευθύνεται ειδικά και κυρίως σε αυτούς οι οποίοι χωρίς να ντρέπονται, δηλώνουν έμμεσα ή άμεσα πως ανήκουν στην κατηγορία των πολιτών που εν μέρει τουλάχιστον, επικροτούν απόψεις ή θέσεις που θα μπορούσαν ενδεχομένως να χαρακτηριστούν από «αντιδραστικές» έως και … «ψεκασμένες» από την υποθετικά αψέκαστη, δήθεν ορθολογική και προοδευτική πολιτική ορθότητα. Εδώ βεβαίως θα βρούμε τις πάσης φύσεως απαγορεύσεις, την τιμωρία τους από την αστυνομία, τα πρόστιμα, τις πάσης φύσεως διώξεις, τις φυλακίσεις κλπ. Γενικότερα, η ποινικοποίηση κάθε μορφής «ρητορικής μίσους», όπως ονομάζεται κάθε αμφισβήτηση της ψευδεπίγραφης ανεκτικότητας σχεδόν στα πάντα, δηλαδή της αδιάφορης αποστασιοποίησης από τα πάντα, που αντικατέστησε στις συνειδήσεις το παραδοσιακό χριστιανικό πρόταγμα μιας «αγάπης για τον πλησίον», που κάποτε έφτανε υπερβατικά μέχρι της αυτοθυσίας για τα ιερά και τα όσια της κοινότητας…

Αποσιώπηση

Θα αναλύσουμε την στρατηγική της αποσιώπησης, με κύρια εργαλεία της την λογοκρισία και την αυτολογοκρισία, στο επόμενο άρθρο.


Εικαστικά: Pierre Fichefeux
Επιστροφή στην κορυφή
Ευγενία Σαρηγιαννίδη
Επισκέπτης





ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Πεμ Μάρ 11, 2021 7:42 am    Θέμα δημοσίευσης: Σύγχρονες Στρατηγικές Εξαφάνισης του «Αντίλογου» Απάντηση με παράθεση αυτού του μηνύματος
Φολκλοροποίηση, Ποινικοποίηση, Αποσιώπηση (Β’ Μέρος)
Σύγχρονες Στρατηγικές Εξαφάνισης του «Αντίλογου»

Της Ευγενίας Σαρηγιαννίδη





Αποσιώπηση

Η λογοκρισία, συμπεριλαμβανομένης της αυτολογοκρισίας εκείνων των ατόμων των οποίων οι απόψεις, οι ηθικές ή πολιτικές επιφυλάξεις, οι αμφιβολίες ή η κριτική σκέψη τείνουν να υπερβούν τα όρια της ισχύουσας πολιτικής ορθότητας, αλλά που ταυτόχρονα δεν επιθυμούν καθόλου να βρεθούν στο περιθώριο της κοινωνικής ή πολιτικής ζωής, συμβαδίζει με τον συστηματικό στιγματισμό κάθε άποψης ή γνώμης που για κάποιους λόγους ακούγεται ή ταξινομείται ως «αιρετική». Και σήμερα βεβαίως τείνει να ταξινομείται στις απαράδεκτες, οποιαδήποτε άποψη, η οποία λίγο καιρό πριν, ακόμα και πριν λίγες μόλις δεκαετίες, αντιστοιχούσαν σε γενικές γραμμές σε αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούσαν απλώς «κοινή λογική». Η πιο συνήθης πρακτική για τον αποκλεισμό τέτοιων «αιρετικών» δεν είναι βέβαια ο πραγματικός διάλογος, αλλά η αποσιώπηση ή η φολκλοροποίηση των απόψεων εκείνων που αποκλίνουν από την πολιτική ορθότητα είτε με ύβρεις, είτε με «επιχειρήματα» τόσο έωλα και παράλογα, τόσο αντιφατικά μεταξύ τους, που δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να τα συστηματοποιήσει ορθολογικά, έτσι ώστε να αντιπαρατεθεί μαζί τους βήμα προς βήμα. Η συγκεκριμένη στρατηγική αφορά περισσότερο (αν και όχι μόνο) όλους εκείνους που λίγο ή πολύ ταξινομούνται στην κατηγορία των ειδικών ή/και επιστημόνων. Είναι όλοι εκείνοι που χαίρουν κάποιου σεβασμού για τις ακαδημαϊκές τους περγαμηνές και γνώσεις, που επικαλούνται το ορθολογικό κύρος των απόψεών τους και που ενδεχομένως θεωρούν πως έχουν συγκροτημένα επιχειρήματα για να στοιχειοθετήσουν έναν σοβαρό αντίλογο.

Σήμερα οι «αιρετικοί», όσοι δηλαδή υπερβαίνουν τα όρια της πολιτικής ορθότητας της εποχής τους, δεν εξορίζονται πια εκτός της τοπικής γενέθλιας κοινωνίας τους, ούτε βέβαια καίγονται επί της πυράς, ούτε εκτελούνται δημοσίως για παραδειγματισμό. Απλώς, καταδικάζονται στον κοινωνικό θάνατο και οι απόψεις τους στη σιωπή. Ο επιστήμονας, όπως ίσως και ο καλλιτέχνης, για να επιβιώσουν κοινωνικά και επαγγελματικά, οφείλουν να παπαγαλίζουν πειθήνια αυτό που οι «πολιτικώς ορθά» σκεπτόμενοι της εποχής τους καθώς και η πολιτική εξουσία, περιμένουν από αυτούς. Γι’ αυτό άλλωστε, οι πιο σώφρονες πανεπιστημιακοί, για να πουν ορθά κοφτά αυτό που σκέφτονται, περιμένουν συνήθως να πάρουν πρώτα την σύνταξή τους… Άλλωστε η λογοκρισία δεν προέρχεται πια άμεσα από τους επίσημους μηχανισμούς της πολιτικής εξουσίας, αλλά από τα διάφορα λόμπυ, τις κλίκες, τις διαδικτυακές κοινότητες και τα αντίστοιχα δίκτυα. Εκτός από τα επίσημα δημοσιογραφικά και τηλεοπτικά λόμπυ, τεράστιες ιδιωτικές εταιρείες, όπως το facebook, το google, το twitter διαχειρίζονται τους μηχανισμούς της ανάδειξης ή αντίθετα της αποσιώπησης και της εξαφάνισης από το προσκήνιο, όχι μόνον ορισμένων ενοχλητικών απόψεων, αλλά και των ίδιων των προσώπων που τις εκφράζουν δημόσια. Έτσι, με τον φόβο της περιθωριοποίησης ή της φολκλοροποίησης, η εκ των προτέρων αυτολογοκρισία πήρε τη θέση της εκ των υστέρων λογοκρισίας… Σε αυτές τις συνθήκες, πως θα μπορούσε άραγε να υπάρξει, τώρα ή στο άμεσο μέλλον, μια σοβαρή και τεκμηριωμένη δημόσια συζήτηση για οποιοδήποτε σοβαρό θέμα διχάζει την κοινωνία;

Θα προσθέταμε επίσης ότι η διαδικασία της αποσιώπησης είναι ως προς την μακρόχρονη αποτελεσματικότητά της, πολύ πιο επιτυχημένη. Η πάταξη οποιασδήποτε μορφής αντίλογου μέσω διαδικασιών άμεσης βίας, τιμωρίας η οποία εκδηλώνεται ως ένα άμεσο «κυνήγι μαγισσών», δημιουργεί μεν στο παρόν μεγαλύτερο τρόμο και φαινομενικά επιτυγχάνει μεγαλύτερη καταστολή, όμως, όπως έχει φανεί ιστορικά, κάθε μορφή βίαιης απαγόρευσης θέτει τις βάσεις των εν δυνάμει αντιδράσεων, εξεγέρσεων, σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και επαναστάσεων. Όμως, η αποσιώπηση λειτουργεί λιγότερο εκρηκτικά, κάνει περισσότερο «δουλειά βάθους» θα λέγαμε και σίγουρα σαν διαδικασία «έχει τον χρόνο με το μέρος της». Παράλληλα, προκαλεί τον ναρκισσισμό του αποσιωπούμενου, ίσως και την παράσταση που έχει ο ίδιος για την αξία του εαυτού του και του έργου του. Στην εποχή της (αυτο) προβολής, των influencer, της κοινωνικής αναγνώρισης και της δημοφιλίας, το να καταδικάζεται κάποιος στην αφάνεια είναι σαν να «θανατώνεται», χωρίς βασανιστήρια, χωρίς πυρές και δήμιους. (Δεν ακούγεσαι; Δεν φαίνεσαι; Άρα δεν υπάρχεις!).

Η εν λόγω στρατηγική μπορεί να εφαρμοστεί πρακτικά με δύο τρόπους: ο πρώτος αφορά την έξωθεν και άνωθεν επιβολή της, ο δεύτερος αφορά την έσωθεν εφαρμογή της. Ο δεύτερος τρόπος, αμιγώς ψυχολογικός, αφορά όπως είπαμε την ίδια την εσωτερική λογοκρισία του ατόμου πάνω στις ιδεολογικές, πολιτικές, κοινωνικές κλπ. απόψεις του αναφορικά με τα κοινωνιοπολιτικά (και όχι μόνο), φλέγοντα ζητήματα της καθημερινής ζωής. Με άλλα λόγια, ο εκάστοτε ειδικός, επιστήμονας ή γενικότερα το κάθε άτομο, γνωρίζει (ή απλώς διαισθάνεται), τι πρέπει να πει για να είναι αρεστό, τι πρέπει να αποφεύγεται στο δημόσιο λόγο, τι κερδίζει τις εντυπώσεις της πολιτικής ορθότητας και των εκπροσώπων της. Γνωρίζει ή υποθέτει επίσης ποια θα πρέπει να είναι η στάση του και η δημόσια εικόνα του, αν θέλει να έχει επαγγελματική, κοινωνική και προσωπική αναγνώριση. Διότι, οι περισσότεροι, είτε το συνειδητοποιούν είτε όχι, αισθάνονται πως την σημερινή εποχή της «δημοκρατίας», των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και της «ελευθερίας του λόγου» καλό είναι κάποια πράγματα να αποσιωπούνται ή αν λέγονται, να ωραιοποιούνται, ώστε να μην στοχοποιείται κανείς και να μην κινδυνεύει από τις δύο άλλες στρατηγικές εξαφάνισης του «αντίλογου». Πρέπει λοιπόν να προσέχει τι λέει και τι γράφει, ιδίως αν έχει μια αναγνωρισμένη επαγγελματική, επιστημονική ιδιότητα, όχι για να μην μπουρδολογεί ακατασχέτως (πράγμα που θα ήταν κατανοητό και εύλογο), αλλά από φόβο μην τον φολκλοροποιήσουν ή μην έρθει αντιμέτωπος με ποινικές ευθύνες για όσα λέει και γράφει.

Έτσι, τα άτομα για να διατηρήσουν την ψυχική τους ισορροπία και για να συνεχίσουν να θρέφουν ελπίδες κοινωνικής αναγνώρισης, εκλογικεύουν σταδιακά την άκριτη υιοθέτηση των θέσεων και αξιών που είναι κάθε φορά ιδεολογικοπολιτικά κυρίαρχες. Θα λέγαμε πως θα μπορούσαν να αντέξουν οποιαδήποτε ιδεολογικοπολιτική μεταστροφή, αρκεί με αυτήν να αισθάνονται πως εξαργυρώνουν την κοινωνική τους αναγνώριση, ενδεχομένως και αναβάθμιση και απομακρύνονται από το ενδεχόμενο να χαρακτηριστούν ως «κοινωνικά outsider». Για τον λόγο αυτό συχνά συμμορφώνονται με την πολιτική ορθότητα της εποχής, ακόμα και αν δεν αποδέχονται, έστω για λόγους συνειδησιακής αξιοπρέπειας σύγχρονου «ελεύθερου ανθρώπου» ότι η συμμόρφωση αυτή οφείλεται αφενός στην άκριτη, «δουλική» προσαρμογή τους, αφετέρου στον τρόπο που διαμορφώθηκαν από την συνολική εκπαίδευσή τους, οι απόψεις και οι αξίες στις οποίες δηλώνουν ότι πιστεύουν «αυθόρμητα και οικειοθελώς» ως εγγράμματοι και σκεπτόμενοι πολίτες.

Το πιο επώδυνο σε αυτήν την περίπτωση είναι η συνειδητοποίηση των κοινωνιοψυχολογικών και ιδεολογικών μηχανισμών που επέτρεψαν σε αυτή τη διανοητική και πολιτισμική κατάσταση να εδραιωθεί στις συλλογικές συνειδήσεις του δυτικού κόσμου ως «κανονική», δηλαδή η εξαφάνιση των κοινών σημείων αναφοράς και η κατάρρευση των προηγούμενων πολιτισμικών πλαισίων που οργάνωναν την συλλογική, ιστορική μνήμη, καθώς και η παράλληλη κατακόρυφη άνοδος της ασημαντότητας.

Σε τέτοιες συνθήκες, είναι ίσως καλύτερο να κρατά κανείς αποστάσεις από τα διάφορα φλέγοντα ζητήματα που αναδεικνύονται καθημερινά ως «πρώτης προτεραιότητας». Να μην εγκαταλείπει όση ακεραιότητα του εσωτερικού κόσμου του μπορεί να διατηρήσει. Να εργάζεται πρακτικά ή διανοητικά χωρίς να ασχολείται με την καταθλιπτική επικαιρότητα περισσότερο από όσο της αξίζει. Να αναλύει όσο πιο αντικειμενικά μπορεί την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, ώστε να κρατάει τα μάτια και τη συνείδησή του ανοιχτά, για να βλέπει και να προβλέπει όσο καλύτερα γίνεται, όχι μόνο το τι πραγματικά συμβαίνει, αλλά και το τι πρόκειται να συμβεί.



Εικαστικά: Pier Fichefeux
Επιστροφή στην κορυφή

 
Μετάβαση στη:  
Μπορείτε να δημοσιεύσετε νέο Θέμα σ' αυτή τη Δ.Συζήτηση
Μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
Δεν μπορείτε να επεξεργασθείτε τις δημοσιεύσεις σας σ' αυτή τη Δ.Συζήτηση
Δεν μπορείτε να διαγράψετε τις δημοσιεύσεις σας σ' αυτή τη Δ.Συζήτηση
Δεν έχετε δικαίωμα ψήφου στα δημοψηφίσματα αυτής της Δ.Συζήτησης

Όλες οι Ώρες είναι GMT + 2 Ώρες