Συγγραφέας Μήνυμα
Ευγενία Σαρηγιαννίδη
ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Δευ Μάϊ 12, 2025 4:42 pm    Θέμα δημοσίευσης: Από την αποϊεροποίηση των συνειδήσεων στην μαφιοποίηση της κ

Από την αποϊεροποίηση των συνειδήσεων στην μαφιοποίηση της κοινωνίας



Της Ευγενίας Σαρηγιαννίδη


Αρκετοί σχολιαστές του δυτικού κόσμου επισημαίνουν ότι η «χριστιανική εκκλησία είναι ένα προβληματικό απολίθωμα σε παρακμή». Δύσκολα θα μπορούσε να διαφωνήσει κανείς με αυτήν τη διαπίστωση. Όμως δεν θα πρέπει εμμέσως να συγχέεται ο πολιτικός, θεσμικός ρόλος των επίσημων εκκλησιών, σχεδόν πάντα υπέρ της εκάστοτε κοινωνιοπολιτικά και συμβολικά κυρίαρχης τάξης (μέχρι και υπέρ της ιστορικά πρόσφατης μετανεωτερικής πολιτικής θρησκείας του νομικού δικαιωματισμού) και το αρχέγονο στις ανθρώπινες κοινωνίες συναίσθημα του ιερού που οργανώνει τις σχέσεις τόσο μεταξύ των ατόμων, όσο και μεταξύ των ομάδων και των κοινοτήτων. Ένα άλλο σχετικό, αλλά διαφορετικό ερώτημα αφορά στις μορφές (τα σημαίνοντα στοιχεία) της παραπάνω καθιέρωσης των σημασιών που με τη βοήθεια του ηγεμόνα ή της εκάστοτε ελίτ γίνονται παραδειγματικές και αποκτούν την ισχύ του μοντέλου σκέψης και συμπεριφοράς των ανθρώπων της κάθε εποχής.

Για να βγούμε όμως από το θεολογικό πλαίσιο του χριστιανισμού, ας υπενθυμίσουμε ότι στον ταοϊσμό, η συμπόνια, η λιτότητα (δηλαδή το αντίθετο της επίδειξης, της σπατάλης και της υπερβολής) και η ταπεινοφροσύνη (δηλαδή «να μην τολμάς να είσαι ή να θεωρείς τον εαυτό σου πρώτος στον κόσμο σε τίποτα»), είναι τα τρία «ηθικά κοσμήματα» (οι αρετές σε ιδεαλιστική, φιλοσοφική διάλεκτο), που ως οργανωτές της ατομικής συμπεριφοράς, υποδηλώνουν όλα μια ιδεατή μορφή οργάνωσης των συγκεκριμένων ατόμων, με την συγκεκριμένη κοινωνία εντός της οποίας ζουν. Τα ίδια στοιχεία, τα ίδια «ηθικά κοσμήματα» ξαναβρίσκουμε όχι μόνο στην αρχαιοελληνική φιλοσοφική παράδοση, αλλά και στην χριστιανική, ιδιαίτερα μάλιστα στην ορθόδοξη παράδοση, καθώς και σε άλλες θρησκευτικές παραδόσεις.

Διότι το ιερό αποτελεί ένδειξη μιας συγκεκριμένης οργάνωσης της κοινωνικής ζωής, ορίζοντας ως απαραβίαστο όριο το πλαίσιο μέσα στο οποίο το ενάρετο άτομο συμβιώνει με τους άλλους, αναζητώντας την προσωπική ευτυχία του, όχι σε μόνιμη σύγκρουση με τους συνανθρώπους του, αλλά εντός αυτής της αρμονικής συμβίωσης, η οποία βέβαια ενέχει ιστορικά τόσο συλλογικές όσο και διατομικές συγκρούσεις. Τα ίδια εξάλλου «ηθικά κοσμήματα» ξαναβρίσκουμε και στην ψυχοπολιτική ηθική του κλασσικού αναρχισμού, παράλληλα με την άρνηση των εξουσιαστικών σχέσεων που υπό την μορφή ενός σχετικιστικού μηδενισμού θα υπονόμευε τις προσπάθειες απελευθέρωσης και αυτοσυντήρησης των θυμάτων της εκμετάλλευσης. Διότι το ιερό οργανώνει τα όρια και τα περιθώρια εντός των οποίων μπορεί μια κοινωνία να είναι λειτουργική και να επιβιώσει. Διότι το ιερό συνιστά οργανωτή κάθε κοινωνίας και καθορίζει το σημείο πέραν από το οποίο δεν μπορεί να πάει κανείς χωρίς να διαπράξει ύβρη και χωρίς να απειλήσει η πράξη του ή η στάση του την ύπαρξη και την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας.

Δύσκολα λοιπόν θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τον σημερινό μηδενισμό και τον εξατομικευμένο εγωισμό με τις ανταγωνιστικές του διαθέσεις, ή ακόμα τον κυνισμό ή τον δογματικό αξιακό υποκειμενικό σχετικισμό ή και τον κούφιο φανφαρονισμό της παρακμάζουσας Δύσης και της πολιτικής θρησκείας του δικαιωματισμού, ως ενδείξεις μιας ηθικοπολιτικής και ιδεολογικής προόδου και όχι μιας καταστροφικής πολιτισμικής και πολιτικής οπισθοδρόμησης.

Ας πάψουμε λοιπόν να λειτουργούμε ως επιδειξίες, νεόπλουτοι «πτωχοί τω πνεύματι». Ας σταματήσουμε, χωρίς καμία ιστορική αυτογνωσία, χωρίς καν ένα κάποιο συναίσθημα του γελοίου (που απορρέει συνήθως από το συναίσθημα της μετριοφροσύνης) να επιδεικνύουμε πανάρχαια φιλοσοφικό-πολιτικά τιμαλφή σαν να ήταν δικά μας ατομικά κοσμήματα και προσωπικές μας κατασκευές. Ας θυμηθούμε ότι από τον Θουκυδίδη ήδη, δημοκρατία («κράτος του Δήμου») αποκαλείται όποιο πολιτικό καθεστώς αντιστέκεται με όλους τους ηθικούς και πολιτικούς τρόπους στην τυραννία και στην ολιγαρχία. Ας θυμηθούμε ότι ο Κολοκοτρώνης που δεν δίσταζε να επικαλείται την υπόσχεση της Παναγίας σχετικά με την απελευθέρωση των Ελλήνων, έλεγε το ίδιο ακριβώς για το έθνος: υπάρχει μόνον όταν ο λαός το υπερασπίζεται απέναντι σε κάθε δυνάστη. Γιατί σε κάθε άλλη περίπτωση θα υποπέσουμε σε αυτό που σημείωνε ο Eliade M. (2002) στο βιβλίο του «Το ιερό και το βέβηλο» (Εκδ. Αρσενίδη, σ. 97) «Η κενή από το θρησκευτικό της νόημα επανάληψη, οδηγεί αναγκαστικά σε μια πεσιμιστική υπαρξιακή άποψη [..] ο αποϊεροποιημένος κυκλικός χρόνος παίρνει μια φρικτή προοπτική: γίνεται ένας κύκλος που κινείται απαρέγκλιτα γύρω από τον εαυτό και επαναλαμβάνεται αιώνια». Με άλλα λόγια, οι αποϊεροποιημένες συνειδήσεις οδηγούνται μαζικά στην απουσία νοήματος (τόσο συχνή στην εποχή μας) και στην γενικευμένη ψυχική δυσφορία που αυτή συνεπάγεται.

Διότι στην χώρα μας τουλάχιστον, αυτήν την λεγόμενη «γενέτειρα της δημοκρατίας» ίσως το μείζον πρόβλημα σήμερα να μην είναι πια η γενίκευση της διαφθοράς των λεγόμενων ελίτ. Να είναι ότι ο πλουτισμός της διεφθαρμένης ελίτ έχει πάψει να απαξιώνεται ηθικά από την πλειοψηφία των πολιτών. Δεν αποτελεί «αμάρτημα», παρά για μια μειοψηφία του λαού. Αντίθετα, τείνει να γίνει μοντέλο προς μίμηση από ευρύτερα εξατομικευμένα και κατά δήλωση άθεα λαϊκά στρώματα που νιώθουν πως είναι τα «αδικημένα κορόιδα». Ας θυμηθούμε επίσης την ροβεσπιερική αντίληψη για την αθεΐα ως χρηστοήθεια της τότε αριστοκρατίας και των εχθρών του λαού των «αβράκωτων».

Ας προσεγγίσουμε την ιστορία του παρόντος χωρίς τους αναρχοφιλελεύθερους μύθους και τα μεταμοντέρνα στερεότυπα, αποδομώντας το νεοθετικιστικό υπόβαθρο των νοηματοδοτήσεων του έλλογου, καθώς και τα μεταμοντέρνα φληναφήματα του τέλους της ιστορίας και της διεθνογένεσης μιας «παγκόσμιας κοινωνίας πολιτών», δηλαδή μιας μάζας ιδιωτών που επιβιώνουν όπως όπως, έστω με τη βοήθεια επιδομάτων, αντικαταθλιπτικών σκευασμάτων και ναρκωτικών ουσιών. Ας πάψουμε να επικαλούμαστε ένα αφελή ορθολογισμό για να απαξιώσουμε λόγου χάρη τις ιερές εικόνες του Εσταυρωμένου που κοσμούσαν τις σχολικές τάξεις ως βίαιες και δήθεν ακατάλληλες για τα παιδιά, όπως ισχυρίζονται με πολλή σοβαρότητα πολλές σημερινές δασκάλες και νηπιαγωγοί που σπουδάζοντας παιδαγωγικά και ψυχολογία είχαν την ατυχία να αντικαταστήσουν τα παραδοσιακά αξιακά συστήματα στα οποία τις ενέτασσαν η μικροαστική τους ιδιαίτερα καταγωγή με τα ιδεολογήματα και τις μπουρδολογίες μιας προεπιστημονικής «ψυχολογίας».

Όπως έγραφε ο Γ. Παπαμιχαήλ στον επίλογο στο «Ανυπόφορο Βουητό του Κενού», εκδ. Αγγελάκης: «Οι κοινωνίες, τα έθνη, οι λαοί, οι τάξεις που για κάποιους λόγους δεν μπορούν ή δεν θέλουν να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους τα χάνουν και χάνονται ή εξαφανίζονται ως συλλογικότητες μαζί τους. […] Παρόμοιες εξελίξεις μπορεί να συμβούν σιωπηρά, χωρίς να δημιουργήσουν πολιτικό πάταγο και αξιοπρόσεκτες ανησυχίες στη δυτική κοινή γνώμη. Μπορεί να συμβούν τραγικά γεγονότα, χωρίς να συνοδεύονται αναγκαστικά από μεγάλες αφηγήσεις, αλλά μόνο από πολλές αδόμητες, μικρές ιστοριούλες ξεχασμένες στα τρίσβαθα, σκοτεινά καθημερινά κατάστιχα μιας κοινής ιστορίας του παρόντος που βιώνεται από όλους μεν, αλλά από τον καθένα διαφορετικά. «Και λοιπόν;» Ίσως αναρωτηθεί σε αυτό το σημείο ο δήθεν κυνικός μεταμοντέρνος στοχαστής. Προσλαμβάνοντας αυτό το «και λοιπόν» στην κυριολεξία του, ως υπόλοιπο ή ως συμπέρασμα που μένει στην σκέψη, μετά το τέλος μιας συζήτησης, ένας ακόμα πιο κυνικός, ριζικά αντιμεταμοντέρνος, αλλά επίσης βαριεστημένος πολιτικός σχολιαστής που έχει κουραστεί από όλους αυτούς τους ανούσιους διαξιφισμούς, θα μπορούσε να απαντήσει σαρκαστικά: «Λοιπόν, τίποτα!».»

Ενδεχομένως, από την πλευρά μας θα προσθέταμε ότι κλείνοντας την συζήτηση με τους κατά δήλωση άθεους και άθρησκους «ορθολογιστές», θα μπορούσε ο παραπάνω πολιτικός σχολιαστής να συμπληρώσει ευγενικά «καλή σας νύχτα»!
Ευγενία Σαρηγιαννίδη
ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Σαβ Απρ 26, 2025 7:04 pm    Θέμα δημοσίευσης: Αποϊεροποίηση και Ορθοδοξία

Αποϊεροποίηση και Ορθοδοξία



«Εξισορροπώντας τη σκιά με το φως»…


Της Ευγενίας Σαρηγιαννίδη*

Η αίσθηση της παρακμής της Δύσης (σωστή ή καταχρηστική) συναρτάται κυρίως με την κατάρρευση του δυτικού, χριστιανικής ιδίως πολιτισμικής καταγωγής, αξιακού της συστήματος. Εμφανίζεται μέσα από την αποϊεροποίηση και την απομάγευση των δυτικών συνειδήσεων (αυτό που ο Νίτσε στην εποχή του ονόμαζε ευρωπαϊκό μηδενισμό), δηλαδή το νεωτερικό θάνατο του θεού που συνδέεται με τις αναγνώσεις του διαφωτισμού και προεκτάθηκε στον μετανεωτερικό θάνατο της ιστορίας της γηραιάς Ηπείρου (είναι γηραιά ακριβώς επειδή έχει ιστορία). Πιο απλά, προεκτάθηκε στις διάφορες αποδομήσεις της ιστορικής συνέχειας και μνήμης των συλλογικών υποκειμένων.

Λόγω ακριβώς αυτής της αλλαγής νοοτροπιών σε κοσμοθεωρητικό επίπεδο, τα υπερβατικά πρότυπα της προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο απαξιώθηκαν μαζί με τα μοντέλα του Ήρωα και του Αγίου. Η εποχή μας έχει ωστόσο τόσο ανάγκη από ήρωες που αναγκάζεται να στραφεί στους αθλητές για να τους ανακαλύψει. Έχει βέβαια ανάγκη και από Αγίους, αλλά εκεί τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα. Εντωμεταξύ, οι δυτικές κοινωνίες εξατομικεύονται και εξαγριώνονται. Η αστυνόμευση και η διαρκής επιτήρηση των πολιτών από τους κατέχοντες την εξουσία, χωρίς τα ηθικά πρότυπα (των αγίων που θα διατηρούσαν την συνεκτικότητα της κοινωνίας), δεν μπορούν να κάνουν και πολλά πράγματα για την εσωτερική ειρήνευση των κοινωνιών. Πράγματι, τα συλλογικά υποκείμενα (έθνη και κοινωνικές τάξεις) αποτελούν κοινότητες πεπρωμένου. Ο νεοφιλελεύθερος μεταμοντέρνος γκλομπαλισμός αποδόμησε αυτό το αίσθημα της κοινότητας και οι δυτικές κοινωνίες παραδόθηκαν σε πολλαπλές μειονοτικές αντιπαλότητες και εξατομικευμένες συγκρούσεις.

Για να αντιμετωπιστεί η παραπάνω κοινωνική κατάσταση θα χρειαζόταν να οικοδομηθεί (ή κάποτε να διασωθεί, να συντηρηθεί, ενδεχομένως να επανέλθει), ένα συλλογικό ασυνείδητο που θα έκανε τους σημερινούς λαούς, τις δυτικές κοινωνίες, να αγαπήσουν τον εαυτό τους, τόσο όσο χρειάζεται, για να μην υπονομεύουν διαρκώς τους συνεκτικούς τους δεσμούς και την στοιχειώδη πολιτική και ηθική αλληλεγγύη με εγωκεντρικές, μονίμως ανταγωνιστικές συμπεριφορές. Πίσω λόγου χάρη από την επιφανειακή υπερηφάνεια, όπως συνήθως προβάλλεται, των σημερινών νεοελλήνων για το ιστορικό παρελθόν τους, διακρίνουμε όλο και πιο συχνά μια έλλειψη πραγματικού σεβασμού του συλλογικού εαυτού και μια οικειόφοβη απαξίωση, αν όχι αντιπάθεια για τους πολιτισμικά ομοίους «συμπατριώτες». Σε τέτοιες ψυχοπολιτικές συνθήκες θα ήταν βέβαια μάταιο να περιμένει κανείς αυτοϋπερβατικές πράξεις και θυσίες από την πλευρά των ατόμων, των πολιτών για την υπεράσπιση δημόσιων πολιτικών αγαθών, όπως η ελευθερία, ή πιο γενικά, των ιερών και οσίων που συνδέονται με την έννοια της πατρίδας ή/και της θρησκείας. Η παρούσα γενιά δεν μοιάζει και τόσο πρόθυμη για θυσίες το ίδιο μεγάλες που έκαναν για τα παιδιά τους και για την χώρα τους οι προηγούμενες. Ίσως σε λίγο, δεν θα γίνονται ούτε καν οι απαραίτητες οικονομικού τύπου θυσίες, για να ζήσει καλύτερα ή κατά μείζονα λόγο για να ζήσει πολιτικά ελεύθερη και ακηδεμόνευτη, η επόμενη γενιά.

Ας αναρωτηθούμε λοιπόν: Μπορεί άραγε να αλλάξει αυτό το κλίμα; Να δημιουργηθούν, έστω σε επίπεδο ιδεολογικής μόδας και lifestyle, οι απαραίτητες πατριωτικές, ας πούμε εν συντομία, χρηστοήθειες; Ίσως ναι – αν λόγου χάρη οι κοινωνικές «μικροελίτ» αρχίσουν να εκπέμπουν ως διαμορφωτές της κοινής γνώμης τα ανάλογα μηνύματα προς τις ευρύτερες λαϊκές μάζες: επί παραδείγματι δίκαιοι και αποφασισμένοι. Σύγχρονοι και μοντέρνοι, αλλά με σεβασμό στις παραδόσεις. Με σοβαρότητα, αλλά όχι με τυραννικό τρόπο. Θα πρέπει συνεπώς να δημιουργηθούν πρότυπα που θα λειτουργούσαν κατ’ εικόνα και ομοίωση σαν ιδεολογικοί και πολιτισμικοί κλώνοι, θεμέλια σκέψης για τον ευρύτερο πληθυσμό.

Διότι μέχρι σήμερα, παρά την παρατηρούμενη συντηρητικοποίηση μεγάλων τμημάτων της δυτικής κοινής γνώμης, οι ελίτ συνεχίζουν να ταυτίζουν τη δημοκρατία με την ανάδειξη και την ανοχή των μειονοτήτων όλων των ειδών, τον κατακερματισμό της κοινωνίας και την προβολή της κάθε είδους «διαφορετικότητας» ή ιδιαιτερότητας, ως αυτομάτως προοδευτικής και συνυφασμένης με τον εκσυγχρονισμό των ηθών και των εθίμων της κοινωνίας. Η απάντηση που φαίνεται να δίνει μια μερίδα της κοινωνίας απέναντι σε αυτόν τον προσχηματικό, διαλυτικό για τις κοινωνίες, εκσυγχρονισμό, είναι να επιδεικνύει συντηρητικά αντανακλαστικά, να ανατρέχει στις αξίες της ορθόδοξης πίστης, να επιχειρεί να οικοδομήσει εκ νέου μια ζώσα σχέση με την πατρίδα και το έδαφος των προγόνων. Και αυτό είναι ελπιδοφόρο! Αλλά σε κάθε ελπιδοφόρο εγχείρημα, ελλοχεύουν πάντα κίνδυνοι να καταστραφεί το εγχείρημα εκ των έσω. Από τους ίδιους που αγωνίζονται και αγωνιούν για την επιτυχή υλοποίησή του. Για τον λόγο αυτό, θεωρούμε σκόπιμο να επισημάνουμε δύο πιθανές εκτροπές της επαναφοράς της σχέσης -ειδικά του ελληνικού λαού- με την παράδοσή του. Του λαού εκείνου για τον οποίο ο Αλμπέρ Καμύ έγραφε «Η ελληνική σκέψη οχυρώθηκε πάντα πίσω από την ιδέα των ορίων. Δεν εξώθησε τίποτα στα άκρα, ούτε τα ιερά, ούτε τη λογική. Μετρίασε το απόλυτο, εξισορροπώντας τη σκιά και το φως».

Ο πρώτος κίνδυνος αφορά την προσχηματική, κενή περιεχομένου, κούφια, επιφανειακή αναβίωση της σχέσης του Έλληνα πολίτη με την ιστορία και την θρησκευτική του παράδοση. Στην περίπτωση αυτή, η σχέση με το παρελθόν και τις αξίες της ορθόδοξης παράδοσης και πίστης θα συνιστούν έναν μηχανικό μιμητισμό κάποιων συμπεριφορών που άντλησαν από κάποιο σήριαλ, από κάποια ταινία, χωρίς πραγματικό ψυχικό αποτύπωμα, σαν ένα ρούχο που φορέθηκε, γιατί συγκυριακά, η μόδα της εποχής, έφερε ρετρό αναβιώσεις.

Ο δεύτερος αφορά τη δογματική υιοθέτηση αξιών του παρελθόντος με τρόπο ασυνεχή και ανιστόρητο. Συνδέεται με την πόλωση της κοινωνίας, το διχασμό της και την συγκέντρωση μεγάλων μερίδων του πληθυσμού στα άκρα. Πρόκειται για την αντικατάσταση του πατριωτισμού από τον εθνικισμό και για την μαζική «ταλιμπανοποίηση» των παραδοσιακά χριστιανών ορθόδοξων. Και αρκεί να διερωτηθούμε: Ποιον εξυπηρετεί άραγε αυτή η πόλωση; Ποιος ωφελείται από την απώλεια του μέτρου, του ορίου, της ισορροπίας; Ποιος «σπέρνει ανέμους, για να θερίζει θύελλες»;

Γιατί τελικά, με όλα τούτη την αντιφατική προπαγάνδα κινδυνεύουμε να χάσουμε την ικανότητα να σκεφτόμαστε λογικά και να χαθούμε ψυχοδιανοητικά, πολιτισμικά, αλλά και πολιτικά στην ομίχλη των προσχηματικών αντιφατικών ιδεών και ιδεολογημάτων με τα οποία βομβαρδιζόμαστε συστηματικά. Κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε πως ακριβώς επειδή η αρχαιοελληνική παράδοση εφηύρε τον Ξένιο Δία, δεν υπάρχει στη δική μας πολιτισμική μήτρα ο ρατσισμός ως ιδεολογία και στάση ζωής – και πως όλα τούτα δεν έχουν καμία σχέση με τον αναγκαίο σε κάθε κοινωνία, άξια αυτού του ονόματος, έλεγχο της λαθρομετανάστευσης και αποτροπής της μετατροπής της χώρας σε αποθήκη ψυχών (σήμερα κυρίως μουσουλμανικής προέλευσης). Με άλλα λόγια, την αποτροπή της αντικατάστασης της κοινωνίας αυτής από ετερόκλητους εισαγόμενους πληθυσμούς, με την συμβολή προφανώς του άλυτου δημογραφικού μας προβλήματος. Κοντολογίς, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε πως για να μπορώ να έχω φιλικά συναισθήματα προς τους άλλους, του «ξένους και διαφορετικούς», θα πρέπει να αισθάνομαι πρωταρχικά κάποια τρυφερότητα ή κάποια υπερηφάνεια γι’ αυτόν τον τόπο καταγωγής που είναι δικός μου, αλλά επίσης των δικών μου ανθρώπων, ζώντων ή νεκρών. Άρα, πως μόνον ο αληθινός πατριωτισμός μας ανοίγει στον Άλλο και είναι προϋπόθεση του διεθνισμού.

Κινδυνεύουμε επίσης να ξεχάσουμε πως η δική μας ελληνική εκδοχή της ορθοδοξίας δεν ξεκίναγε σταυροφορίες, ούτε κατέσφαζε λαούς αναζητώντας το «Άγιο Δισκοπότηρο». Κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε πως η «Λαμπρή της Ρωμιοσύνης είναι μοναδική έννοια γιατί συνθέτει την αρχαία Ελλάδα με την Ορθοδοξία» στο πλαίσιο μιας διαρκούς ώσμωσης και ιστορικής συνέχειας, «ενώ ο διαχωρισμός τους είναι προτεσταντικής, δυτικόστροφης προσέγγισης», όπως μου επεσήμανε σε κάποιο σχόλιο ο κ. Γραβάνης. Κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε, πως η ορθόδοξη πίστη σε πολλές κρίσιμες ιστορικές περιόδους, της πρόσφατης ιστορίας μας, με πρωτοκαθεδρία βέβαια την επανάσταση του 1821, ένωνε τους Έλληνες. Και θα είναι ιδιαζόντως λυπηρό, πολλαπλή ένδειξη πως ο ελληνικός λαός μοιάζει να χάνει την αυτοσυντήρησή του, λειτουργώντας αυτοκαταστροφικά, το να δημιουργηθεί μια σχέση με την ορθόδοξη πίστη ιεροεξεταστική, καθολικοπροτεσταντική, πολωτική, δογματική, βαθιά ανθελληνική, τελικά σκοταδιστική, που θα εξυπηρετούσε μόνον το γνωστό, ρωμαϊκής και αγγλοσαξονικής εμπνεύσεως, «διαίρει και βασίλευε».

Το να είμαστε λοιπόν υποστηρικτικοί ο ένας με τον άλλο δεν αποτελεί απλή κοινωνική ευγένεια ή υποχρέωση, αλλά συνιστά τον μόνο τρόπο να συνεχίσουμε να υπάρχουμε ως κοινωνίες, αν δεν έχουμε αποφασίσει συλλογικά (άρα κατ’ επέκταση και ατομικά) να αφανιστούμε. Καμία κοινωνική συνεκτικότητα, καμία κοινωνική αλληλεγγύη, καμία κοινωνική ειρήνη δεν μπορεί να οικοδομηθεί στο πλαίσιο μιας οικειόφοβης σχέσης με τον συλλογικό και ατομικό εαυτό μας. Με άλλα λόγια, το να αγαπώ την πατρίδα μου και τους δικούς μου ανθρώπους, να την προασπίζω και να σέβομαι την παράδοση, τα ιερά και τα όσιά της, την ιστορία της δεν συνεπάγεται αυτόματα μια περίκλειστη «εθνικιστική, θρησκόληπτη προκατάληψη», αλλά το ακριβώς αντίθετο: τον μόνο αυθεντικό και ουσιαστικό τρόπο να διευρύνω τους δεσμούς αλληλεγγύης, επεκτείνοντας τους στη σχέση μου με τους πολιτισμικά ξένους και πολιτικά μη οικείους συνανθρώπους μου.

Όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Εντγκάρ Μορέν στο τελευταίο βιβλίο του «Ας Ξυπνήσουμε» (εκδ. 21ου, Αθήνα: 2023, σ. 56): «Καταλαβαίνοντας σε ποιες ανάγκες ανταποκρίνεται η ιδέα του έθνους δεν πρέπει πια να αντιτάσσουμε το οικουμενικό στις πατρίδες, αλλά να συνδέουμε ομόκεντρα τις πατρίδες μας, οικογενειακές, τοπικές, εθνικές, ευρωπαϊκές και να τις εντάσσουμε στο απτό σύμπαν της επίγειας πατρίδας.»


*Ψυχολόγου MSc

Φωτό. Henri Cartier Bresson 1954

Powered by phpBB © 2001,2002 phpBB Group