Περιοδικό Πολιτικής Και Πολιτισμικής Παρέμβασης


Σε εποχές που βασιλεύει το ψέμα, η διάδοση της αλήθειας είναι πράξη επαναστατική
Κι όμως τον έλεγαν Μπάμπη (εξαιρετικό)

< Επισκόπηση προηγούμενης Θ.Ενότητας | Επισκόπηση επόμενης Θ.Ενότητας > 
Συγγραφέας Μήνυμα
ΕΞΟΡΙΣΤΟΣ
Επισκέπτης





ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Σαβ Φεβ 01, 2014 5:43 pm    Θέμα δημοσίευσης: Κι όμως τον έλεγαν Μπάμπη (εξαιρετικό) Απάντηση με παράθεση αυτού του μηνύματος
Κι όμως τον έλεγαν Μπάμπη (εξαιρετικό)
Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη



Δεν υπήρχε στενό, δεν υπήρχε δέντρο μήτε σκυλί αδέσποτο μήτε άνθρωπος που να μη γνώριζε το Μπάμπη.

Αμμοβολιστής, από τους πιο παλιούς και τους πιο καλούς, ζούσε μόνος του στη μικρή γκαρσονιέρα που είχε καταφέρει να αγοράσει, τότε που είχε λεφτά, τότε που είχε δουλειά, τότε που είχε ζωή.


Τα τελευταία τρία χρόνια, ζήτημα να είχε κάνει τριάντα μεροκάματα καθώς το ναυπηγείο στο οποίο δούλευε, έκλεισε ένα πρωί και καμιά πενηνταριά νοματαίοι πετάχτηκαν στο δρόμο.

Είχε κάτι οικονομίες στην άκρη και μ’ αυτές μπορούσε και τα έφερνε βόλτα, τον πρώτο χρόνο μετά την απόλυσή του.

Στο διπλανό διαμέρισμα έμενε ο Σταύρος με τη γυναίκα του την Άννα και τα δυο τους παιδιά. Πέντε ετών η Ρηνούλα και ο Γιαννάκης, μόλις είχε χρονίσει.

«Γιατί έκλαιγε χθες το βράδυ ο Γιαννάκης;» ρώτησε την Άννα κάποια μέρα.

«Τον ενοχλούν τα δόντια που βγάζει» του απάντησε εκείνη κι έφυγε βιαστική.

Σε μία άλλη γκαρσονιέρα, έναν όροφο πιο κάτω από του Μπάμπη, ζούσε ο κυρ-Σταύρος με τη γυναίκα του την κυρά-Σταυρούλα. Συνταξιούχοι και οι δύο, προσπαθούσαν να περάσουν όσα χρόνια τους είχαν απομείνει με τις μικρές τους συντάξεις. Είχαν και κάτι προβλήματα υγείας που τους ταλαιπωρούσαν. Λίγο το άσθμα, λίγο τα πόδια που πονούσαν…Τα παράσημα των κόπων μιας ζωής!

Τον τελευταίο χρόνο ο Μπάμπης δεν ζούσε. Μόνο ανάσαινε, με ανάσες βαριές λες και δεν ρουφούσε αέρα αλλά βαρίδια σιδερένια που του πλάκωναν το στήθος.

Το ρεύμα στο σπίτι του ήταν εδώ και μήνες κομμένο.

Για θέρμανση, ούτε λόγος. Όλη τη μέρα γυρνούσε στους δρόμους μπας και βρει κανένα μεροκάματο. Κάποιες φορές στεκόταν τυχερός. Ήταν ελάχιστες όμως οι φορές αυτές.

Τα βράδια, γυρνούσε στο σπίτι, άναβε το κερί και προσπαθούσε, ντυμένος σαν κρεμμύδι, να διαβάσει κάποιο βιβλίο. Τον έπαιρνε ο ύπνος και δεν ήταν λίγες οι φορές που έβλεπε όνειρα. Όμορφα όνειρα, όχι για άλλο λόγο απλά επειδή στα όνειρά του, δεν ανάσαινε απλά αλλά ζούσε.

Εκείνο το βράδυ, τον είχε πάρει ο ύπνος με το βιβλίο στο χέρι αλλά τον ξύπνησαν απότομα δυνατές φωνές. Γρήγορα κατάλαβε ότι οι φωνές ήταν της Άννας, από το διπλανό διαμέρισμα. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε να δει τι συμβαίνει.

Η Άννα ζητούσε απεγνωσμένα βοήθεια.
Είχε ανοίξει την πόρτα και καπνοί έβγαιναν μέσα από το διαμέρισμά της. Ο Μπάμπης όρμησε μέσα. Πάνω στο τραπέζι της κουζίνας το πλαστικό τραπεζομάντιλο πήρε φωτιά από το κερί που βρισκόταν πάνω του. Άρπαξε μια πετσέτα που βρήκε μπροστά του, την έβρεξε και κουκούλωσε μ’ αυτή τη φωτιά που ευτυχώς δεν είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις.

Τα μικρά είχαν ξυπνήσει και άρχισαν να κλαίνε βλέποντας τη μαμά τους να κλαίει και να οδύρεται.

Προσπάθησε να ηρεμήσει την Άννα, έφερε τα μικρά κοντά στη μάνα τους, και άνοιξε τις μπαλκονόπορτες για να βγει ο καπνός και να μπει καθαρός αέρας. Μόνο που ο αέρας εκτός από καθαρός ήταν και κρύος. Ένα δεύτερο κερί στον πάγκο της κουζίνας φώτιζε αχνά το χώρο.

«Που είναι ο Σταύρος;» ρώτησε με αγωνία την Άννα.
«Πήγε για μία λάντζα. Τσικνοπέμπτη απόψε και τον χρειάστηκαν στην ταβέρνα του Μιχάλη», του απάντησε κρατώντας αγκαλιά τα δύο μικρά, προσπαθώντας να τα ζεστάνει. «Πήγε για 15 ευρώ. Τι να κάνει κι αυτός;»

«Γιατί είχες το κερί και δεν άναψες το φως;»

«Να! Ξέχασε ο Σταύρος να πληρώσει το ρεύμα και μας το κόψανε».

«Μάλιστα! Κατάλαβα. Εντάξει Άννα. Να σας αφήσω τώρα να ησυχάσετε», είπε ο Μπάμπης και γύρισε βιαστικά στο σπίτι του.

Έψαξε τις τσέπες
του μπουφάν του καθώς θυμόταν ότι σε κάποια τσέπη είχε ξεμείνει ένα τσιγάρο. Το άναψε με το κερί και εισέπνευσε βαθιά. Η νικοτίνη του έφερε μια μικρή ζαλάδα. Βλέπεις, είχε καιρό να καπνίσει. Ούτε που θυμόταν πόσο.

Τέλειωσε το τσιγάρο και, κρατώντας το κερί στο χέρι, πήγε στα συρτάρια της κουζίνας. Άνοιξε το τελευταίο κάτω-κάτω, έψαξε για λίγο και τράβηξε από μέσα ένα πιστόλι. Πλαστικό, αποκριάτικο. Το είχε βρει τις περασμένες Απόκριες στο δρόμο και το μάζεψε.

Μετά, πήγε σε μια μικρή ντουλάπα που είχε και βρήκε μια κουκούλα αντιανεμική. Από αυτές που καλύπτουν όλο το πρόσωπο εκτός από τα μάτια. Τη φορούσε όταν χρησιμοποιούσε πού και πού το μηχανάκι κατά τη διάρκεια του χειμώνα.

Ξάπλωσε στο κρεβάτι και προσπάθησε να κοιμηθεί αλλά δεν τον έπιανε ύπνος.

Όταν χάραξε, ετοιμάστηκε στα γρήγορα, έβαλε το πλαστικό πιστόλι στη μία τσέπη από το μπουφάν και την κουκούλα στην άλλη, κατέβηκε στο δρόμο και πήγε κατευθείαν στην τράπεζα που ήταν πέντε τετράγωνα πιο πέρα.

Σε λίγη ώρα, η πόρτα της τράπεζας άνοιξε και αρκετοί άνθρωποι άρχισαν να μπαίνουν μέσα. Κάποιοι εξυπηρετούνταν από το ΑΤΜ που βρισκόταν στον προθάλαμο της τράπεζας.

Ο Μπάμπης, έστεκε λίγα μέτρα πιο πέρα και παρατηρούσε τους ανθρώπους.

Κάποια στιγμή, ανασκίρτησε. Ο Μιχάλης ο ταβερνιάρης, έφτασε στην πόρτα της τράπεζας και κινήθηκε προς το μηχάνημα. Πήρε τα χρήματα, 200 ευρώ, από το μηχάνημα, τα έβαλε στην τσέπη του σακακιού του και πήρε το δρόμο για να φύγει.

Ο Μπάμπης τον πήρε στο κατόπι και σαν βρέθηκαν σε έναν, κάπως πιο ερημικό δρόμο, φόρεσε την κουκούλα, τον πλησίασε από πίσω και του κόλλησε το πλαστικό πιστόλι στην πλάτη.

«Δώσε μου γρήγορα τα λεφτά που πήρες από την τράπεζα, αλλιώς σε σκότωσα», είπε στο Μιχάλη αγριεμένος. Ο Μιχάλης σάστισε και φοβήθηκε μαζί.

Γρήγορα, βρήκε την ψυχραιμία του και του απάντησε.

«Δεν πήρα χρήματα. Μια ενημέρωση πήγα να κάνω»

«Δώσε μου γρήγορα τα χρήματα γιατί χάνω την υπομονή μου».

«Δεν έχω να σου δώσω τίποτα»

«Μιχάλη, δώσε μου τα χρήματα. Είναι ανάγκη σου λέω» του ξέφυγε του Μπάμπη και πριν προλάβει ο Μιχάλης να αντιδράσει, έβαλε το χέρι στο σακάκι, πήρε τα 200 ευρώ και άρχισε να τρέχει.

«Κλέφτης! Βοήθεια! Πιάστε τον, μου πήρε τα λεφτά», άρχισε να φωνάζει ο Μιχάλης αναζητώντας με το βλέμμα του κάποιον περαστικό.

Κόσμος άρχισε να μαζεύεται σιγά-σιγά και να περικυκλώνει το Μιχάλη που προσπαθούσε να συνέλθει από το σοκ.

Κάποιος ειδοποίησε την αστυνομία και σε λίγα λεπτά μια ομάδα τεσσάρων μοτοσικλετιστών, είχε καταφτάσει.
«Τον αναγνώρισα», πετάχτηκε κάποιος, «Τον αναγνώρισα τον κλέφτη. Ορίστε το πιστόλι και η κουκούλα. Τον πέτυχα καθώς τα πετούσε στα σκουπίδια. Ο Μπάμπης ήταν, ναι ο Μπάμπης».

«Τι λες μωρέ;» του είπε ένας άλλος και τον άρπαξε από το γιακά. «Ο Μπάμπης ο αμμοβολιστής;»

«Ναι αυτός»

«Αποκλείεται. Δεν θα είδες καλά. Όλοι τον ξέρουμε τον Μπάμπη. Ξέρουμε τι άνθρωπος είναι. Ποτέ δεν θα έκανε κάτι τέτοιο».

Εν τω μεταξύ, ο Μπάμπης, τρέχοντας, με τα χρήματα στο χέρι, έφτασε στο σπίτι του. Ανέβηκε πάνω και χτύπησε την πόρτα του Σταύρου. Του άνοιξε η Άννα.
«Που είναι ο Σταύρος;»

«Κοιμάται. Πριν από δύο ώρες γύρισε».

«Καλά δεν πειράζει. Πάρε αυτά τα χρήματα και να πας να πληρώσεις το ρεύμα για να στο ξανασυνδέσουν. Φτάνουν;»

«Έτσι νομίζω» του απάντησε σαστισμένη η Άννα κρατώντας τα 200 ευρώ στα χέρια της, «όμως, πού τα βρήκες;»

«Μη σε νοιάζει τώρα αυτό. Τα είχα φυλαγμένα. Θα σου εξηγήσω μια άλλη φορά. Άντε, φεύγω τώρα»
Δεν πρόλαβε να κατέβει στο δρόμο και οι μοτοσικλετιστές τον συνέλαβαν σχεδόν αμέσως.

Άλλωστε, δεν προσπάθησε καν να τους ξεφύγει.

Τον έβαλαν στο περιπολικό, που είχε καταφτάσει και τον πήγαν στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής, αφήνοντας πίσω του τους περαστικούς να αναρωτιούνται για το τι είχε συμβεί.

Όταν, σε λίγες ώρες, ξύπνησε ο Σταύρος, βρήκε την Άννα να κρατάει ακόμη τα λεφτά στα χέρια.
«Τι είναι αυτά; Πού τα βρήκες;»

«Μου τα έφερε
σήμερα το πρωί ο Μπάμπης και μου είπε να πάμε να πληρώσουμε το ρεύμα»

«Και που τα βρήκε ο Μπάμπης; Αυτός δεν έχει να πληρώσει το δικό του ρεύμα»

«Δεν ξέρω. Μου τα άφησε και έφυγε»

Ο Σταύρος πήρε τα λεφτά και βγήκε, σχεδόν τρέχοντας από το σπίτι. Στο περίπτερο της γωνίας, βρήκε ανθρώπους μαζεμένους να συζητούν έντονα και φωναχτά.

Λίγο ακόμη και θα έλεγε πως τσακώνονται.

«Τι τρέχει ρε παιδιά;» τους ρώτησε ο Σταύρος.

«Δεν τα έμαθες;»

«Όχι! Τι να μάθω;»

«Ο Μπάμπης. Έκλεψε 200 ευρώ από το Μιχάλη. Ότι τα είχε πάρει από την τράπεζα. Του την έστησε απ’ έξω και του τα πήρε»

«Στο είπα και πριν. Αποκλείεται ο Μπάμπης να έκανε κάτι τέτοιο»

«Τον είδες να φέρνει καμιά αντίρρηση όταν τον συνέλαβαν; Κι όταν τον ρωτούσαν τι τα έκανε τα χρήματα, εκείνος μιλιά δεν έβγαζε. Πάντως πάνω του δεν τα είχε. Τον έψαξαν και δεν βρήκαν τίποτα. Ίσως να τα βρουν στο σπίτι του τώρα που θα πάνε να ψάξουν»

«Δεν θα τα βρουν», πετάχτηκε ο Σταύρος.

«Κι εσύ που το ξέρεις;»


«Το ξέρω, γιατί τα έχω εγώ. Ορίστε», είπε ο Σταύρος δείχνοντας τα 200 ευρώ που κρατούσε στο χέρι του.

«Τα έδωσε σήμερα το πρωί στην Άννα για να πάμε να πληρώσουμε το ρεύμα. Που είναι ο Μιχάλης να του τα επιστρέψω, ν’ αφήσουν και τον άνθρωπο ελεύθερο. Δεν τα ήθελε για τον εαυτό του. Σε μας τα έδωσε»

Για αρκετή ώρα, κανένας δεν έλεγε τίποτα. Αμίλητοι, οι παρευρισκόμενοι, άλλος κοιτούσε τα χρήματα, άλλος κοιτούσε το Σταύρο και κάποιοι έβριζαν με σφιγμένα χείλια Θεούς και δαίμονες.

«Τουλάχιστον αυτός έκανε κάτι για να βοηθήσει κάποιους που είχαν ανάγκη. Με λάθος τρόπο, αλλά έκανε. Θα είμαστε γαϊδούρια αν τον αφήσουμε τούτη την ώρα μόνο του, αν δεν του συμπαρασταθούμε. Εγώ, ξεκινάω για το αστυνομικό τμήμα. Όποιος θέλει ας ακολουθήσει. Όποιος δεν θέλει, ας πάει στο σπίτι του να λουφάξει στον καναπέ της, δήθεν, ηθικότητάς του κι ας παραμείνει ζωντανός-νεκρός».

Δειλά-δειλά οι περισσότεροι τον ακολούθησαν. Έπεσαν και τα σχετικά τηλέφωνα, με αποτέλεσμα να μαζευτούν έξω από το αστυνομικό τμήμα, κοντά στα χίλια άτομα.

Μέχρι κι ο Δήμαρχος ήρθε.
Από μόνος του ή αναγκάστηκε από τα γεγονότα, δεν έχει σημασία.

Αυτό που έχει σημασία είναι ότι, αργά το απόγευμα, ο Μπάμπης αφέθηκε ελεύθερος και ο Μιχάλης πείστηκε να μην υποβάλλει μήνυση.

«Ήταν αποκοτιά, το ξέρω, μα δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Αποκοτιά! Σωστά!

Και εξυπνάδα τι θα ήταν; Μήπως το να μην έκανα τίποτα;» ήταν τα λόγια του Μπάμπη, φεύγοντας από το τμήμα για το σπίτι του.

ΠΗΓΗ:
http://kyrgiakischristos.wordpress.com/

Επιστροφή στην κορυφή
Ροβεσπιέρος
Site Admin


Ένταξη: 13 Σεπ 2006
Δημοσιεύσεις: 3102

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Παρ Φεβ 07, 2014 10:29 am    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με παράθεση αυτού του μηνύματος
Τέρμα τα δίφραγκα
Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη



«Τέρμα τα δίφραγκα», ανακοίνωνε ο εισπράκτορας των παλιών αστικών λεωφορείων όταν έφταναν σε έναν συγκεκριμένο προορισμό μέχρι τον οποίο το εισιτήριο στοίχιζε τότε, ένα δίφραγκο, δηλαδή δύο δραχμές.

Όποιος δεν είχε για να συνεχίσει το ταξίδι με το λεωφορείο, έπρεπε να κατέβει και να το κόψει με τα πόδια για το υπόλοιπο της διαδρομής. Έτσι η φράση εκείνη του εισπράκτορα, καθιερώθηκε να σημαίνει αυτό που λέμε αλλιώς: «τα ψέματα τελείωσαν».


«Τέρμα τα δίφραγκα», αναφώνησε και η υπουργός της φωτοτυπημένης παιδείας και των κρύων αιθουσών, μαζί με το συνάδελφό της, υπουργό επί της οικονομικής φτώχιας για τους πολλούς και του οικονομικού υπερπλουτισμού για τους λίγους και μαζί, επίσης, με τον άλλο συνάδελφό της, αυτόν της ανεργίας για εκατομμύρια, πλέον, συμπολίτες μας.

Ξεκινάνε οι εφεδρείες-απολύσεις και στην εκπαίδευση.

Αρκετοί ήταν αυτοί που τα έλεγαν εδώ και δύο χρόνια αλλά κανείς δεν ήθελε να το πιστέψει.

«Ωχ αδερφέ! Σιγά μην τολμήσουν να τα κάνουν αυτά εδώ στην Ελλάδα. Ούτε η χούντα δεν θα τολμούσε, να σκεφτεί, πόσο μάλλον να πράξει κάτι τέτοιο» έλεγαν οι «πράσινοι» σύντροφοί μας με ύφος παντογνώστη με τους «γαλάζιους» συναγωνιστές να σιγοντάρουν από δίπλα. Άλλο που δεν θέλαμε κι εμείς για να συνεχίσουμε να κοιμόμαστε ραχατεύοντας, όπως ο βάτραχος στο νερό που τώρα αρχίζει να ζεσταίνεται μέσα στη χύτρα.

Ήρθε το πολυνομοσχέδιο plus (προάγγελος του ΠαΣοΚ plus) της φιλόδοξης υπουργού για την παιδεία μας το οποίο κήρυξε την έναρξη των εργασιών κατεδάφισης της δημόσιας παιδείας όπως ακριβώς είχαν παραγγείλει οι δανειστές-τοκογλύφοι μας.

Μα και τότε δεν ξυπνήσαμε,
έστω για να προλάβουμε να πλυθούμε, να ανοίξει το μάτι μας από την τσίμπλα, παρά μόνο κοιτάζαμε να βρούμε άκρες «ιδιαιτέρως» μέχρι που μας πήρε και μας σήκωσε.

Αξιολόγηση, αυτοαξιολόγηση, Καλλικράτης στην εκπαίδευση, μειώσεις μισθών, καταργήσεις δώρων και επιδομάτων, συγχωνεύσεις σχολείων, καταργήσεις οργανικών θέσεων, αποσπάσεις εκτός ΠΥΣΔΕ, εκτός νομού ,ίσως και, λόγω μετανάστευσης, εκτός χώρας.

Και τώρα τι;

Ενιαίο μισθολόγιο-βαθμολόγιο που οδηγεί σε απώλεια χρημάτων μα και προϋπηρεσίας.


Και μιλάμε για προϋπηρεσία που μπορεί να αποκτήθηκε στην απομακρυσμένη και ξεχασμένη Ελλάδα, ξέρετε, αυτή που τη θυμούνται οι βουλευτές όταν τους πιάνει η προεκλογική τους ευαισθησία.

Και τι άλλο;

Εφεδρεία με απολύσεις.

Κάποιοι διέδιδαν, καλοπροαίρετα πάντα, πως το ενιαίο μισθολόγιο-βαθμολόγιο θα οδηγήσει μέχρι και σε αυξήσεις για πολλούς εκπαιδευτικούς. Αυτοί οι ίδιοι που διαβεβαίωναν πως στην εκπαίδευση δεν θα έχουμε εφεδρεία και που (τι σύμπτωση!), πριν από δύο χρόνια έβρισκαν πολλά θετικά και στο πολυνομοσχέδιο 3848/2010 πριν την κατάθεσή του.

Το χειρότερο είναι πως πολλοί από μας τους πίστεψαν.
Γιατί; Ίσως νόμιζαν πως θα μπορούσαν πάλι να βρουν άκρες «ιδιαιτέρως».

Θα είμαστε οι κυρίως υπεύθυνοι για ότι ακολουθήσει αν ακόμη και τώρα κοιτάξουμε να σώσουμε μόνο το καλύβι μας. Πλέον, έχει πάρει φωτιά και το δικό μας καλύβι, όχι μόνο του γείτονα.

Ανεχτήκαμε και ανεχόμαστε πολλά.

Μέχρι τον κύριο Πάγκαλο ανεχτήκαμε να μας βρίζει και τώρα τον ανεχόμαστε να σπάει πλάκα μαζί μας, παραδεχόμενος πως το μνημόνιο απέτυχε.


Ανεχθήκαμε τον κύριο Παπανδρέου να μας σπρώχνει και τελικά να μας ρίχνει στο γκρεμό και τώρα τον ανεχόμαστε να κάνει την αυτοκριτική του δίνοντας συνεντεύξεις και συνεχίζοντας να μας θεωρεί ηλίθιους.

Ανεχόμαστε, στο όνομα της δημοκρατίας, να μας κυβερνούν οι συνεχιστές και υποστηρικτές του δικτάτορα Μεταξά, του δικτάτορα Παπαδόπουλου και όλων αυτών που κατέλαβαν την εξουσία με τανκς και γκρέμισαν, με τα ίδια τανκς τις πύλες του Πολυτεχνείου, αποπατώντας πάνω σε κάθε έννοια δημοκρατίας.

Τι σόι δημοκρατία είναι αυτή που στο όνομά της μπορούν να κυβερνούν αυτοί που υποστηρίζουν όσους, κατά καιρούς, την κατέλυσαν;

Τι σόι (νεο) δημοκράτες είναι αυτοί που τους ανέχονται δίπλα τους στην κυβέρνηση;

Το θέμα όμως δεν είναι τι έκαναν ή τι κάνουν εκείνοι αλλά τι κάνουμε ή τι δεν κάναμε εμείς.



Γνωρίζουν πάρα πολύ καλά όλοι αυτοί που εκβιάζουν και απειλούν, πως αν οι πολίτες το θελήσουν, όλα τα μνημόνια που υπέγραψαν, μπορούν, μέσα σε μία νύχτα, να μετατραπούν, κυριολεκτικά, σε κουρελόχαρτα.
Όσα παράγουν οι εργαζόμενοι, με βάση ακόμη και αυτά τα στοιχεία του δικού τους προϋπολογισμού, όχι μόνο φτάνουν, αλλά και περισσεύουν για να περνάμε. Αρκεί να σταματήσουμε να πληρώνουμε στους τοκογλύφους-δανειστές μας.

Λοιπόν; Τι απαντάμε;


Θα τους αφήσουμε να συνεχίσουν τη ληστεία σε βάρος μας;


Θα τους επιτρέψουμε να πίνουν «εις υγείαν των κορόιδων»;

Θα τους φοβηθούμε;

Θα τους αφήσουμε να μας μετατρέψουν σε δούλους;

Θα επιτρέψουμε, αυτοί να κοιμούνται ήσυχοι και μας να μη μας κολλάει ύπνος από την αγωνία και την ανασφάλεια για το αύριο;

Θα τους αφήσουμε να συνεχίζουν να πλουτίζουν ανενόχλητοι, απολαμβάνοντας τα προνόμιά τους;

Θα δεχτούμε να εξακολουθούν να θεωρούν την Ελβετία ως δεύτερη πατρίδα τους;

Αν ναι, είμαστε άξιοι των επιλογών μας.

Ας μην τους στείλουμε «μήνυμα» ετούτη τη φορά. Είναι καλύτερα να τους το πάμε εμείς οι ίδιοι, όπου κι αν βρίσκονται, όπου κι αν βρισκόμαστε.

Ας τους πούμε επιτέλους: «Τέρμα τα δίφραγκα! Κατεβείτε από το λεωφορείο»

ΠΗΓΗ:
https://kyrgiakischristos.wordpress.com/


_________________
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης μέσα
σε καπιταλιστικό καθεστώς, είτε είναι απραγματοποίητες,
είτε είναι αντιδραστικές»(Λένιν)
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος

 
Μετάβαση στη:  
Μπορείτε να δημοσιεύσετε νέο Θέμα σ' αυτή τη Δ.Συζήτηση
Μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
Δεν μπορείτε να επεξεργασθείτε τις δημοσιεύσεις σας σ' αυτή τη Δ.Συζήτηση
Δεν μπορείτε να διαγράψετε τις δημοσιεύσεις σας σ' αυτή τη Δ.Συζήτηση
Δεν έχετε δικαίωμα ψήφου στα δημοψηφίσματα αυτής της Δ.Συζήτησης

Όλες οι Ώρες είναι GMT + 2 Ώρες