Περιοδικό Πολιτικής Και Πολιτισμικής Παρέμβασης


Σε εποχές που βασιλεύει το ψέμα, η διάδοση της αλήθειας είναι πράξη επαναστατική
ΑΡΧΑΙΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

< Επισκόπηση προηγούμενης Θ.Ενότητας | Επισκόπηση επόμενης Θ.Ενότητας > 
Συγγραφέας Μήνυμα
ΓΙΑΝΝΗΣΜ



Ένταξη: 03 Ιούλ 2006
Δημοσιεύσεις: 463

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Παρ Ιούν 29, 2007 10:56 pm    Θέμα δημοσίευσης: ΑΡΧΑΙΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ Απάντηση με παράθεση αυτού του μηνύματος
[b]Για λόγους λειτουργικούς, ανοίγω αυτή την θεματική ενότητα, στην οποία θα παραθέτω κείμενα, ολόκληρα ή αποσπάσματα, αρχαίων Ελλήνων. Προτρέπω και των οποιωνδήποτε άλλο να καταχωρεί κάθε αξιόλογο κείμενο των προγόνων μας.

Παρακαλώ την διαχείρηση να αποσύρει την προηγούμενη δημοσιεύση μου με την απολογία του Πλάτωνα. Απο δώ και στο εξής εγώ προσωπικά θα τοποθετώ τους αρχαίους εδώ. Ας κάνουν το ίδιο και οι φίλοι, που επιθυμούν να δημοσιεύσουν κείμενα αρχαίων.

"...απάντων τιμιώτερων πατρίς εστί".Πλάτωνος Κρίτων(51α)




ΠΛΑΤΩΝ

Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ


Δεν ξέρω, άνδρες Αθηναίοι, αν οι κατήγοροί μου σας επηρέασαν. Γιατί κι εμένα, λίγο ακόμα και θα με έκαναν να ξεχάσω ποιος είμαι. Τόσο πειστικά μιλούσαν. Αν και, εδώ που τα λέμε, δεν είπαν τίποτα το αληθινό. Πιο μεγάλη εντύπωση όμως από όλα τα ψέματα που είπαν μου έκανε αυτό: που έλεγαν ότι πρέπει να με προσέχετε, για να μην σας εξαπατήσω επειδή είμαι τάχα δεινός ρήτορας.

Αυτό μου φάνηκε το πιο αδιάντροπο ψέμα, γιατί είναι βέβαιο ότι θα διαψευσθούν ευθύς αμέσως έμπρακτα, καθώς θα αποδειχθεί ότι δεν είμαι τρομερός στο να μιλάω, εκτός αν αυτοί λένε δεινό ρήτορα όποιον λέει την αλήθεια. Αν λοιπόν θέλουν να πουν αυτό θα συμφωνούσα πως είμαι ρήτορας, αλλά όχι με τον τρόπο το δικό τους. Έτσι λοιπόν σας λέω, αυτοί είπαν, ελάχιστα ή και καθόλου, την αλήθεια, εσείς όμως από εμένα θα την ακούσετε ολόκληρη. Όχι, μα το Δία, άνδρες Αθηναίοι με δημηγορίες σαν τις δικές τους, ούτε καλλωπισμένα λόγια με κομψές φράσεις και λέξεις.

Αλλά θα ακούσετε τα σωστά λόγια, όπως μου έρθουν στο μυαλό, γιατί πιστεύω ότι είναι δίκαια όσα λέγω. Και κανείς σας να μην περιμένει τίποτε άλλο. Γιατί δεν είναι σωστό, άνδρες, σε αυτήν την ηλικία που βρίσκομαι, να έρθω σε σας πλάθοντας όμορφα λόγια σαν να ήμουν νεαρός. Και πρέπει να σας ζητήσω, άνδρες Αθηναίοι, μια χάρη από εσάς. Αν με ακούσετε να μιλάω με τα ίδια λόγια που έχω συνηθίσει να μιλάω και στην αγορά και στα τραπέζια, να μην απορήσετε και να μην θορυβηθείτε.

Γιατί συμβαίνει αυτό: Αν και είμαι εβδομήντα χρονών για πρώτη φορά ανεβαίνω σε βήμα δικαστηρίου. Δεν ξέρω λοιπόν την τέχνη της γλώσσας που χρησιμοποιείτε εδώ. Έτσι λοιπόν, όπως εάν πραγματικά ήμουν ξένος θα μου συγχωρούσατε το ότι θα μίλαγα με τη γλώσσα και με τον τρόπο που θα είχα ανατραφεί, έτσι και τώρα αυτό ακριβώς σας ζητώ, γιατί αυτό είναι δίκαιο, να με αφήσετε να εκφραστώ με τον τρόπο που θέλω, ίσως ωραία, ίσως άσχημα, όμως εσείς τούτο να προσέχετε και να έχετε στο νου σας, αν μιλάω δίκαια ή όχι. Γιατί αυτή είναι του δικαστή η αρετή, του ρήτορα δε είναι να λέγει τα αληθινά. Πρώτα λοιπόν είναι σωστό να απολογηθώ, άνδρες Αθηναίοι, για τις παλιότερες κατηγορίες που είπαν για μένα άδικα οι πρώτοι μου κατήγοροι, και μετά για τις επόμενες και τους επόμενους κατηγόρους.

Γιατί πολλοί κατήγοροί μου ήρθαν σε σας και στα περασμένα χρόνια, χωρίς να λένε τίποτα το αληθινό, και τους οποίους εγώ φοβάμαι περισσότερο παρά αυτούς που βρίσκονται τώρα γύρω από τον Άνυτο, αν και αυτοί εδώ είναι αρκετά επικίνδυνοι με τον τρόπο τους. Αλλά εκείνοι, οι παλιοί, είναι φοβερότεροι, άνδρες, οι οποίοι αφού παρέλαβαν πολλούς από εσάς από παιδιά ακόμη, σας έπειθαν και με κατηγορούσαν χωρίς να λένε καμιά αλήθεια, ότι τάχα υπάρχει κάποιος Σωκράτης, σοφός άνδρας, που ασχολείται με τα ουράνια φαινόμενα και έχει ψάξει όλα όσα βρίσκονται κάτω από τη γη, και κάνει τα άδικα λόγια να φαίνονται δίκαια.

Αυτοί, άνδρες Αθηναίοι, που έχουν διαδώσει αυτή τη φήμη, αυτοί είναι οι πιο φοβεροί μου κατήγοροι. Γιατί όσοι τους ακούνε νομίζουν ότι αυτοί που αναζητούν αυτά τα πράγματα δεν πιστεύουν ότι υπάρχουν θεοί. Έπειτα αυτοί οι κατήγοροι είναι πολλοί και με κατηγορούν επί πολλά χρόνια, και ακόμη αυτά τα έλεγαν σε σας όταν ήσασταν σε μια ηλικία που εύκολα τους πιστεύατε, επειδή πολλοί από εσάς ήσασταν παιδιά, και μάλιστα μερικοί μωρά. Και κατηγορούσαν έναν απόντα που δεν μπορούσε να απολογηθεί για καμιά κατηγορία. Το πιο παράλογο από όλα είναι ότι ούτε τα ονόματά τους δεν γνωρίζω να πω εκτός από κάποιον ποιητή κωμωδιών. Όσοι δε με έχουν διαβάλλει από φθόνο και σας έπειθαν, και όσοι έχοντας οι ίδιοι πεισθεί μετά έπειθαν κι άλλους, αυτοί είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπισθούν. Γιατί δεν μπορώ ούτε να φέρω εδώ κανέναν από αυτούς ούτε να τον ελέγξω αλλά πρέπει να απολογούμαι σαν να παλεύω με σκιές και να κάνω ερωτήσεις χωρίς να παίρνω απάντηση. Θεωρήστε λοιπόν κι εσείς, σαν δεδομενο, αυτό που λέω κι εγώ, ότι οι κατήγοροί μου είναι δυο ειδών, αυτοί που με κατηγόρησαν τώρα τελευταία, κι εκείνοι που με κατηγορούν από παλιά, για τους οποίους σας μίλησα πριν λίγο.

Και να καταλάβετε ότι για εκείνους πρώτα πρέπει να απολογηθώ, γιατί κι εσείς εκείνους είχατε ακούσει πρώτα να με κατηγορούν, και μάλιστα για πολύ περισσότερο καιρό, απ' ότι αυτοί εδώ οι πρόσφατοι. Ας είναι. Πρέπει λοιπόν, άνδρες Αθηναίοι, να απολογηθώ και να επιχειρήσω να εξαφανίσω την ψεύτικη κατηγορία που τόσο πολύ χρόνο ακούγατε για μένα, μέσα σε τόσο λίγο χρόνο που έχω στη διάθεσή μου.

Θα ήθελα λοιπόν να γίνει έτσι, αν το θεωρείτε σωστό και για σας και για μένα, και να απολογηθώ με επιτυχία. Ξέρω όμως ότι είναι δύσκολο και βλέπω αρκετά καλά γιατί. Ας γίνει όμως όπως θέλει ο θεός. Εγώ πρέπει να υπακούσω στο νόμο και να απολογηθώ. Ας εξετάσουμε λοιπόν από την αρχή ποια είναι η κατηγορία από την οποία ξεκίνησε η διαβολή εναντίον μου, στην οποία πιστεύοντας ο Μέλητος έκανε αυτή την καταγγελία. Ας δούμε τι έλεγαν οι κατήγοροί μου εκείνοι. Πρέπει λοιπόν, σαν να ήταν αληθινοί κατήγοροι, να σας διαβάσω το κατηγορητήριό τους. "Ο Σωκράτης είναι ένοχος και ερευνά ψάχνοντας αυτά που βρίσκονται κάτω από τη γη και στον ουρανό, επίσης κάνει τον άδικο λόγο να φαίνεται δίκαιος, και αυτά τα διδάσκει και σε άλλους".

Κάπως έτσι είναι. Γιατί αυτά βλέπετε και σεις οι ίδιοι στην κωμωδία του Αριστοφάνη, δηλαδή κάποιον Σωκράτη να περιφέρεται εκεί, να συζητά, να αεροβατεί και να φλυαρεί, πράγματα για τα οποία εγώ δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Και δεν τα λέω αυτά για να υποτιμήσω την επιστήμη αυτή, αν κάποιος είναι σοφός σε τέτοια ζητήματα - ούτε βέβαια για να αποφύγω αυτές τις κατηγορίες του Μελήτου - αλλά επειδή εγώ, άνδρες Αθηναίοι, δεν έχω καμιά σχέση με αυτά.

Έχω για μάρτυρες τους περισσότερους από εσάς, και σας παρακαλώ να πληροφορήσετε ο ένας τον άλλον και να μιλήσουν όσοι με άκουσαν ποτέ να συζητάω. Και υπάρχουν πολλοί ανάμεσά σας τέτοιοι. Πείτε λοιπόν μεταξύ σας, αν κανείς από σας με άκουσε να συζητάω ποτέ, έστω και για λίγο, γι' αυτά τα θέματα. Και απ' αυτό θα καταλάβετε ότι τέτοιου είδους είναι και τα άλλα που λέει για μένα ο κόσμος. Τίποτα όμως από αυτά δεν είναι αλήθεια ούτε και αυτό αν το ακούσατε είναι αληθινό, ότι δηλαδή εγώ εκπαιδεύω ανθρώπους και παίρνω χρήματα γι' αυτή τη δουλειά.

Παρόλο που και αυτό μου φαίνεται ότι είναι καλό, αν δηλαδή κάποιος είναι ικανός να εκπαιδεύσει ανθρώπους, όπως ο Γοργίας, ο Λεοντίνος και ο Πρόδικος ο Κείος και ο Ιππίας ο Ηλείος. Γιατί ο καθένας από αυτούς άνδρες Αθηναίοι, μπορεί, πηγαίνοντας από πόλη σε πόλη, να πείθει τους νέους - οι οποίοι έχουν την δυνατότητα, χωρίς να πληρώσουν τίποτα να συναναστρέφονται οποιονδήποτε θέλουν από τους συμπολίτες τους - να αφήνουν τις παρέες τους για να συναναστρέφονται αυτούς, πληρώνοντας χρήματα, και να τους χρωστούν από πάνω και ευγνωμοσύνη.

Επίσης υπάρχει κι ένας άλλος άνδρας σοφός εδώ, από την Πάρο καταγόμενος, που έμαθα ότι βρίσκεται στην πόλη μας. Έτυχε κάποτε να συναντήσω κάποιον άνθρωπο που έχει πληρώσει στους σοφιστές πολύ περισσότερα χρήματα από όσα όλοι οι άλλοι μαζί, τον Καλλία του Ιππονίκου. Τον ρώτησα λοιπόν - επειδή έχει και δυο γιους - : "Καλλία, αν αντί για τους δυο γιους σου είχες δυο πουλάρια ή δυο μοσχαράκια, δεν θα ήταν δύσκολο να βρούμε σε ποιον να τα εμπιστευτούμε και ποιον να μισθώσουμε για να μεγαλώσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Θα ήταν κάποιος εκπαιδευτής αλόγων ή κάποιος κτηματίας. Τώρα όμως που πρόκειται για ανθρώπους, σε ποιον πρόκειται να τους εμπιστευτείς; Ποιος είναι γνώστης αυτής της αρετής, που ταιριάζει στον άνθρωπο και στον πολίτη; Φαντάζομαι ότι θα έχεις σκεφτεί, αφού έχεις παιδιά. Υπάρχει κάποιος κατάλληλος ή όχι;

- Και βέβαια, μου είπε.

- Ποιος είναι, του είπα. Από πού κατάγεται; Και με πόσα χρήματα διδάσκει;

- Ο Εύηνος, απάντησε, Σωκράτη, από την Πάρο, με πέντε μνες.

Κι εγώ μακάρισα τον Εύηνο, αν όντως κατέχει αυτήν την τέχνη και διδάσκει τόσο καλά. Εγώ ο ίδιος θα υπερηφανευόμουν πολύ αν είχα δεξιότητες και γνώσεις τέτοιου είδους. Αλλά δεν έχω, άνδρες Αθηναίοι. Θα με ρωτούσε ίσως κάποιος από σας: "Μα Σωκράτη, εσύ με τι ασχολείσαι; Πως γεννήθηκαν αυτές οι κατηγορίες εναντίον σου; Γιατί βέβαια αν δεν σε απασχολούσαν πράγματα που δεν απασχολούν άλλους δεν θα δημιουργούσες τόση φήμη, ούτε θα γινόταν τόσος λόγος για σένα, αν δεν έκανες πράγματα που οι πολλοί δεν τα κάνουν. Πες μας λοιπόν τι είναι αυτό, για να μην υποθέτουμε εμείς διάφορα πράγματα για σένα".

Μου φαίνεται ότι σωστά θα μιλούσε όποιος έλεγε αυτά, και θα προσπαθήσω κι εγώ να βρω τι είναι αυτό που δημιούργησε τη φήμη μου και τις εναντίον μου κατηγορίες. Ακούτε λοιπόν προσεκτικά. Ίσως φανεί σε μερικούς από εσάς ότι αστειεύομαι. Να ξέρετε καλά όμως ότι θα σας πω όλη την αλήθεια. Εγώ λοιπόν, άνδρες Αθηναίοι, απέκτησα αυτό το όνομα απ' τη σοφία μου και μόνο. Και ποια είναι αυτή η σοφία; Αυτή που είναι, νομίζω, η ανθρώπινη σοφία. Πράγματι ίσως να την κατέχω αυτή τη σοφία. Ενώ αυτοί, για τους οποίους μιλούσα πριν λίγο, είναι σοφοί με μια σοφία ανώτερη από την ανθρώπινη, αλλιώς δεν ξέρω τι να πω.

Γιατί εγώ δεν τη γνωρίζω αυτή τη σοφία, τη δική τους, και όποιος ισχυρίζεται το αντίθετο λέει ψέματα και το κάνει για να με διαβάλει. Και μην διαμαρτυρηθείτε με φωνές, άνδρες Αθηναίοι, αν σας φανεί ότι σας λέω κάτι υπερβολικό. Γιατί δεν είναι δικά μου τα λόγια που θα πω αλλά κάποιου πολύ αξιόπιστου. Γιατί της δικής μου σοφίας, αν έχω κάποια σοφία, όποια κι αν είναι, θα παρουσιάσω για μάρτυρα τον θεό των Δελφών. Γνωρίζετε βέβαια τον Χαιρεφώντα.

Αυτός ήταν παιδικός μου φίλος και ήταν και δικός σας φίλος, του λαού, και είχε εξοριστεί τότε μαζί σας, και ξαναγύρισε μαζί σας εδώ. Και ξέρετε βέβαια τι χαρακτήρα είχε ο Χαιρεφώντας, πόσο υπερβολικός ήταν σε ό,τι έκανε. Κάποτε λοιπόν που πήγε στους Δελφούς, τόλμησε να ρωτήσει το μαντείο το εξής: - γι' αυτό που θα πω μην βάλετε τις φωνές, άνδρες - ρώτησε λοιπόν αν υπάρχει κάποιος σοφότερος από μένα. Απάντησε τότε η Πυθία ότι κανένας δεν είναι σοφότερος. Και γι' αυτά τα πράγματα είναι μάρτυρας αυτός εδώ, ο αδελφός του, γιατί εκείνος έχει πεθάνει.

Προσέξτε τώρα γιατί σας τα λέω αυτά. Γιατί πρόκειται να σας εξηγήσω πως γεννήθηκε η ψεύτικη κατηγορία εναντίον μου. Όταν τα άκουσα λοιπόν αυτά, σκέφτηκα έτσι: "Τι είναι αυτά που λέει ο θεός και τι να εννοεί; Γιατί εγώ ξέρω πως δεν είμαι καθόλου σοφός. Τι λέει λοιπόν πως είμαι πιο σοφός απ' όλους; Δεν μπορεί βέβαια να λέει ψέματα. Δεν είναι δυνατόν αυτό". Και για πολύν καιρό απορούσα τι ήθελε να πει. Πολύ αργότερα άρχισα να εξετάζω το ζήτημα με τον τρόπο που θα σας πω. Πήγα σε κάποιον απ' αυτούς που θεωρούνται σοφοί, γιατί ίσως εκεί θα μπορούσα να ελέγξω το μαντείο και να πω στον χρησμό: "Αυτός εδώ είναι σοφότερος από μένα, ενώ εσύ είπες ότι εγώ είμαι". Εξετάζοντάς τον λοιπόν σε βάθος αυτόν - δεν χρειάζεται να πω το όνομά του, - ήταν κάποιος από τους πολιτικούς - εξετάζοντάς τον λοιπόν και συζητώντας μαζί του, έπαθα το εξής, άνδρες Αθηναίοι: μου φάνηκε ότι αυτός ο άνδρας φαινόταν σοφός και σε πολλούς άλλους ανθρώπους και προπαντός στον εαυτό του, ενώ δεν ήταν. Και έπειτα προσπαθούσα να του αποδείξω ότι νόμιζε πως ήταν σοφός, ενώ δεν ήταν. Μ' αυτόν τον τρόπο όμως με αντιπάθησε και αυτός και πολλοί από τους παρόντες.

Εγώ λοιπόν καθώς έφευγα σκεφτόμουν ότι: "Απ' αυτόν τον άνθρωπο εγώ είμαι σοφότερος. Γιατί, όπως φαίνεται, κανένας από τους δύο μας δεν γνωρίζει τίποτα σπουδαίο. Όμως αυτός νομίζει ότι γνωρίζει ενώ δεν γνωρίζει. Ενώ εγώ δεν γνωρίζω βέβαια τίποτα, αλλά ούτε και νομίζω ότι γνωρίζω. Φαίνεται ότι από εκείνον, γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, είμαι λίγο σοφότερος, γιατί εκείνα που δεν γνωρίζω δεν νομίζω ότι τα γνωρίζω. Μετά πήγα σε κάποιον άλλον, από εκείνους που θεωρούνται σοφότεροι απ' αυτόν, και κατάλαβα ότι συμβαίνει και μ' αυτόν ακριβώς το ίδιο. Έτσι με αντιπάθησε κι εκείνος και πολλοί άλλοι.

Μετά απ' αυτά συνέχισα να πηγαίνω και σε άλλους, παρ' όλο που ένιωθα - και λυπόμουν και φοβόμουν - πως γινόμουν μισητός, ωστόσο μου φαινόταν ότι ήταν αναγκαίο να προτιμήσω να ερευνήσω τα λόγια του θεού. Έπρεπε λοιπόν να πάω, εξετάζοντας τι θέλει να πει ο χρησμός, σε όλους που θεωρούνταν ότι γνωρίζουν κάτι.

Και μα τον κύνα, άνδρες Αθηναίοι, - γιατί πρέπει να σας πω την αλήθεια - να τι μου συνέβη: Οι πιο φημισμένοι μου φάνηκαν να ξέρουν σχεδόν τα λιγότερα, όταν τους εξέταζα σύμφωνα με τα λόγια του θεού, ενώ άλλοι, που φαίνονταν κατώτεροι, ήταν πιο συνετοί άνδρες. Πρέπει λοιπόν αυτή την περιπλάνησή μου να σας τη διηγηθώ, σαν άθλους που κατόρθωσα να πραγματοποιήσω, για να μην αφήσω ανεπιβεβαίωτο το χρησμό. Μετά λοιπόν από τους πολιτικούς, πήγα στους ποιητές, κι εκείνους των τραγωδιών κι εκείνους των διθυράμβων και τους άλλους, με σκοπό να πιάσω εδώ τον εαυτό μου να είμαι αμαθέστερος απ' αυτούς. Φέρνοντας λοιπόν μαζί μου εκείνα από τα ποιήματά τους που μου φαινόταν ότι τα έχουν δουλέψει περισσότερο, τους ζητούσα να μου εξηγήσουν τι λένε, για να μάθω ταυτόχρονα και κάτι απ' αυτούς. Ντρέπομαι λοιπόν να σας πω, άνδρες, την αλήθεια. Πρέπει όμως να σας την πω. Με λίγα λόγια, σχεδόν όλοι όσοι είναι παρόντες θα μπορούσαν να μιλήσουν καλύτερα για τα έργα τους απ' αυτούς τους ίδιους. Δεν άργησα να αντιληφθώ ότι και για τους ποιητές ισχύει αυτό εδώ, ότι δηλαδή δεν δημιουργούν με τη σοφία, αλλά με κάποιο φυσικό χάρισμα, με κάποια έμπνευση ανάλογη μ' εκείνη των μάντεων και των χρησμωδών.

Γιατί πράγματι αυτοί λένε πολλά και καλά, αλλά δεν γνωρίζουν τίποτα γι' αυτά που λένε. Αυτό μου φαίνεται ότι έχουν πάθει και οι ποιητές. Και ταυτόχρονα κατάλαβα ότι εξαιτίας του ποιητικού τους ταλέντου νομίζουν ότι και στα άλλα είναι οι πιο σοφοί από τους ανθρώπους, ενώ δεν είναι. Έφυγα λοιπόν και από εκεί με τη σκέψη ότι έχω το ίδιο πλεονέκτημα απέναντί τους, όπως και με τους πολιτικούς. Στο τέλος πήγα στους χειροτέχνες. Γιατί ήξερα ότι εγώ δεν γνωρίζω τίποτα, ήξερα όμως ότι αυτούς θα τους εύρισκα να γνωρίζουν πολλά και καλά. Και σ' αυτό δεν διαψεύστηκα, γιατί γνώριζαν αυτά που εγώ δεν γνώριζα και ως προς αυτά ήταν σοφότεροι από εμένα. Αλλά, άνδρες Αθηναίοι, μου φάνηκαν να έχουν το ίδιο ελάττωμα με τους ποιητές και οι καλοί καλλιτέχνες. Επειδή ασκούσε καλά την τέχνη του ο καθένας απ' αυτούς, νόμιζε ότι και στα άλλα είναι πάρα πολύ σοφός, και αυτό το σφάλμα τους σκίαζε κι εκείνη τη σοφία που πράγματι κατείχαν.

Έτσι λοιπόν κατέληξα να αναρωτιέμαι - για να δικαιώσω το χρησμό - τι από τα δύο θα προτιμούσα, να είμαι όπως είμαι, δηλαδή να μην είμαι ούτε σοφός με τη δικιά τους σοφία αλλά ούτε και αμαθής με τη δικιά τους αμάθεια, ή να είμαι και σοφός και αμαθής όπως εκείνοι. Απαντούσα λοιπόν και στον εαυτό μου και στον χρησμό ότι είναι καλύτερα να είμαι όπως είμαι. Από αυτήν τη συνήθεια, άνδρες Αθηναίοι, γεννήθηκαν πολλές έχθρες εναντίον μου και μάλιστα τόσο δυσάρεστες και βαριές, ώστε να γεννηθούν απ' αυτές πολλές συκοφαντίες και να μου βγει η φήμη ότι είμαι σοφός. Γιατί κάθε φορά που αποδεικνύω την άγνοια κάποιου, νομίζουν οι παρόντες ότι είμαι σοφός σ' αυτά που εκείνος δεν γνωρίζει. Όπως φαίνεται όμως, άνδρες, ο θεός μόνο είναι πράγματι σοφός και μ' αυτόν το χρησμό αυτό λέει, ότι η ανθρώπινη σοφία έχει μικρή αξία, ίσως και καμία. Και πιθανόν να υποδεικνύει τον Σωκράτη, και να χρησιμοποιεί το όνομά μου φέροντάς με για παράδειγμα, σα να ήθελε να πει: "Εκείνος από σας είναι, άνθρωποι, ο σοφότερος που, σαν το Σωκράτη, γνωρίζει ότι στην πραγματικότητα δεν μπορεί να είναι διόλου σοφός". Όλα αυτά λοιπόν εγώ ακόμα και τώρα τα στριφογυρίζω στο μυαλό μου, τα εξετάζω και τα ερευνώ, ακολουθώντας τα λόγια του θεού, κάθε φορά που νομίσω ότι κάποιος είναι σοφός, είτε συμπολίτης μας είτε ξένος. Και όταν έχω την αίσθηση ότι δεν είναι σοφός, βοηθώ τον θεό αποδεικνύοντάς το. Έτσι, όντας απασχολημένος μ' αυτό το έργο δεν ευκαιρώ ούτε για την πόλη να κάνω τίποτα αξιόλογο ούτε για την οικογένειά μου, αλλά βρίσκομαι σε φοβερή φτώχεια υπηρετώντας το θεό.

Εκτός από αυτά όμως οι νέοι που με ακολουθούν με τη θέλησή τους - και είναι εκείνοι που έχουν τον περισσότερο χρόνο διαθέσιμο, οι πιο πλούσιοι - ευχαριστιούνται να με ακούνε να εξετάζω τους ανθρώπους και πολλές φορές με μιμούνται κι αυτοί. Προσπαθούν έπειτα, να εξετάσουν και οι ίδιοι, άλλους. Και βρίσκουν, όπως φαίνεται, μεγάλη αφθονία από ανθρώπους που νομίζουν ότι γνωρίζουν κάτι, ενώ λίγα πράγματα μόνο γνωρίζουν ή ακόμα και τίποτα. Τότε όσοι εξετάζονται εξοργίζονται με εμένα αλλά όχι μ' εκείνους. Λένε μάλιστα ότι υπάρχει κάποιος άθλιος Σωκράτης που διαφθείρει τους νέους.

Και όταν τους ρωτάει κανείς τι κάνει και τι διδάσκει για να πετυχαίνει κάτι τέτοιο, δεν έχουν τι να απαντήσουν γιατί δεν το ξέρουν. Για να μη φανεί όμως ότι δεν έχουν τι να πουν, λένε ό,τι έχουν πρόχειρο εναντίον των φιλοσόφων γενικώς, "πως ερευνά ό,τι συμβαίνει στον ουρανό και κάτω από τη γη", "ότι δεν πιστεύει σους θεούς" και "ότι κάνει αυτό που είναι λάθος να φαίνεται για σωστό". Γιατί την αλήθεια νομίζω, δεν θα ήθελαν να πουν, ότι δηλαδή προσποιούνται ότι γνωρίζουν, ενώ τίποτα δεν γνωρίζουν. Καθώς είναι λοιπόν φιλόδοξοι και φανατικοί και πολλοί, και μιλάνε όλοι μαζί και πειστικά για μένα, έχουν γεμίσει τα αυτιά σας και από παλιά και τώρα συκοφαντώντας με άγρια. Απ' αυτούς είναι και ο Μέλητος και ο Άνυτος και ο Λύκων που μου επιτέθηκαν, ο Μέλητος οργιζόμενος για λογαριασμό των ποιητών, ο Άνυτος υπερασπιζόμενος τους πολιτικούς και ο Λύκων τους ρήτορες.

Ώστε, όπως έλεγα στην αρχή, θα απορούσα αν κατόρθωνα να βγάλω από το μυαλό σας σε τόσο λίγο χρόνο αυτές τις συκοφαντίες που έχουν συσσωρευτεί. Αυτή είναι, άνδρες Αθηναίοι, η αλήθεια, και σας τη λέω χωρίς να σας κρύψω τίποτα απολύτως και χωρίς να παραποιήσω τίποτα. Παρ' όλο που ξέρω ότι για τον ίδιο λόγο σας γίνομαι μισητός. Αυτό άλλωστε είναι απόδειξη ότι λέω την αλήθεια και ότι από εδώ ξεκινούν οι συκοφαντίες και ότι αυτές είναι οι αιτίες τους.

Και είτε τώρα είτε άλλοτε να εξετάσετε αυτά, θα βρείτε ότι έτσι είναι. Για όσα λοιπόν με κατηγορούσαν οι πρώτοι μου κατήγοροι, αρκεί για σας αυτή μου η απολογία. Στον Μέλητο τώρα, τον καλό και αφοσιωμένο στην πόλη, όπως λένε, και στους πρόσφατους κατηγόρους μου, θα προσπαθήσω να απολογηθώ. Πάλι λοιπόν, επειδή πρόκειται για διαφορετικούς κατηγόρους, ας ακούσουμε το κατηγορητήριό τους. Λέει λοιπόν περίπου τα εξής: Λένε ότι ο Σωκράτης είναι ένοχος επειδή διαφθείρει τους νέους και δεν πιστεύει στους θεούς της πόλης, αλλά σε άλλες καινούργιες θεότητες.

Αυτή λοιπόν είναι η κατηγορία. Ας την εξετάσουμε λεπτομερώς. Λέει λοιπόν ότι είμαι ένοχος επειδή διαφθείρω τους νέους. Εγώ όμως, λέω, άνδρες Αθηναίοι, ότι είναι ένοχος ο Μέλητος, επειδή αστειεύεται σοβαρά, σέρνοντας με μεγάλη επιπολαιότητα ανθρώπους στα δικαστήρια, προσποιούμενος ότι ενδιαφέρεται και φροντίζει για πράγματα για τα οποία ποτέ δε νοιάστηκε. Και θα προσπαθήσω να σας αποδείξω ότι πράγματι έτσι είναι. Έλα λοιπόν, Μέλητε, και πες μας: Υπάρχει τίποτα άλλο που να σε ενδιαφέρει πιο πολύ από τη βελτίωση των νέων;

- Όχι βέβαια. Έλα λοιπόν, πες σ' αυτούς εδώ, ποιος τους κάνει καλύτερους; Γιατί είναι φανερό ότι το ξέρεις, αφού ενδιαφέρεσαι. Έχοντας βρει εκείνον που τους διαφθείρει, όπως λες, με φέρνεις εδώ ενώπιον των δικαστών και με κατηγορείς. Έλα, πες μας τώρα, ποιος τους κάνει καλύτερους. Φανέρωσέ τον σ' όσους μας ακούν.

Βλέπεις, Μέλητε, ότι σιωπάς, ότι δεν έχεις τι να πεις; Δεν νομίζεις ότι η σιωπή σου είναι ντροπή, ότι αποτελεί αρκετή απόδειξη για τον ισχυρισμό μου, ότι δε νοιάζεσαι καθόλου γι' αυτό το ζήτημα; Αλλά πες μας, φίλε μου, ποιος κάνει τους νέους καλύτερους;

- Οι νόμοι.

- Μα δεν ρωτάω αυτό, αγαπητέ μου, αλλά ποιος άνθρωπος, ο οποίος βέβαια θα έχει πρώτα μάθει και τους νόμους.

- Αυτοί, Σωκράτη, οι δικαστές.

- Τι λες, Μέλητε; Αυτοί εδώ είναι ικανοί να μορφώνουν τους νέους και να τους κάνουν καλύτερους;

- Ασφαλώς.

- Όλοι γενικά ή μόνο μερικοί απ' αυτούς;

- Όλοι γενικά.

- Καλά τα λες, μα την Ήρα. Μεγάλη έχουμε αφθονία από ωφέλιμους ανθρώπους. Και αυτοί εδώ οι ακροατές τους κάνουν καλύτερους ή όχι;

- Και αυτοί.

- Και οι βουλευτές;

- Και οι βουλευτές.

- Μήπως τότε, Μέλητε, τα μέλη της εκκλησίας του δήμου, οι εκκλησιαστές, διαφθείρουν τους νεότερους; Ή κι εκείνοι, όλοι γενικά, τους κάνουν καλύτερους;

- Κι εκείνοι.

- Όλοι λοιπόν, όπως φαίνεται, οι Αθηναίοι τους κάνουν καλούς και άξιους εκτός από μένα, και μόνον εγώ τους διαφθείρω. Έτσι λες;

- Έτσι ακριβώς.

- Πόσο δυστυχισμένο με θεωρείς! Απάντησέ μου όμως: νομίζεις ότι και με τα άλογα συμβαίνει το ίδιο ; Όλοι οι άνθρωποι μπορούν να τα κάνουν καλύτερα, και μόνο ένας είναι που τα χαλάει;

Ή συμβαίνει εντελώς το αντίθετο, και μόνο ένας μπορεί να τα κάνει καλύτερα, ή πολύ λίγοι μόνο, οι ιπποκόμοι; Ενώ οι άλλοι, οι πολλοί, όταν ασχολούνται με άλογα και τα χρησιμοποιούν, τα χαλάνε; Δεν ισχύει αυτό, Μέλητε, και για τα άλογα και για όλα τα άλλα ζώα; Ισχύει, είτε το παραδεχτείτε εσύ κι ο Άνυτος είτε όχι. Θα ήταν λοιπόν πολύ ευτυχισμένοι οι νέοι αν ένας μόνο τους διέφθειρε και όλοι οι άλλοι τους ωφελούσαν.

Αλλά όμως, Μέλητε, είναι ολοφάνερο πως ποτέ δεν φρόντισες για τους νέους και απέδειξες καθαρά την αμέλειά σου, ότι ποτέ δεν ενδιαφέρθηκες για τα πράγματα για τα οποία με κατηγορείς. Πες μας ακόμα, στο όνομα του Δία, Μέλητε, τι είναι καλύτερο, να ζεις ανάμεσα σε καλούς πολίτες ή σε κακούς; Έλα φίλε μου, απάντησε. Δεν σε ρωτάω τίποτα δύσκολο. Οι κακοί δεν βλάπτουν πάντοτε εκείνους που βρίσκονται κοντά τους, και οι καλοί δεν τους ωφελούν;

- Ασφαλώς.

- Υπάρχει λοιπόν κανένας που θα ήθελε να βλάπτεται από τους δικούς του, και όχι να ωφελείται; Απάντησε, αγαπητέ μου. Ο νόμος προστάζει να απαντήσεις. Υπάρχει κανένας που θα ήθελε να βλάπτεται;

- Όχι βέβαια.

- Έλα λοιπόν, πες μας, με κατηγορείς εδώ ότι διαφθείρω τους νέους και τους κάνω κακούς; Γίνεται αυτό με τη θέλησή μου ή χωρίς τη θέλησή μου;

- Με τη θέλησή σου βέβαια.

- Τι είναι αυτά που λες, Μέλητε; Είσαι τόσο σοφότερος εσύ από μένα, παρ' όλο που είσαι τόσο νεότερός μου, ώστε ενώ ξέρεις ότι οι κακοί βλάπτουν πάντοτε εκείνους που βρίσκονται κοντά τους και οι καλοί τους ωφελούν, λες ότι εγώ έχω φτάσει σε τέτοιο σημείο αμάθειας που με το να μην με ενδιαφέρει αν κάνω κάποιον από τους γύρω μου να γίνει κακός, μπαίνω κι εγώ ο ίδιος στον κίνδυνο να μου κάνει κάτι κακό; Και αυτό το τόσο μεγάλο κακό το κάνω, όπως λες, με τη θέλησή μου; Δεν με πείθεις γι' αυτό, Μέλητε, και θαρρώ πως κανέναν άλλον δεν πείθεις. Αλλά ή δεν τους διαφθείρω, ή, αν τους διαφθείρω, το κάνω χωρίς να το θέλω. Πάντως εσύ και στις δύο περιπτώσεις λες ψέματα.

Αν όμως τους διαφθείρω χωρίς τη θέλησή μου, για τέτοια αθέλητα σφάλματα ο νόμος δεν ορίζει να με φέρεις στο δικαστήριο, αλλά να με πάρεις ιδιαιτέρως, και να με συμβουλεύσεις και να με νουθετήσεις. Γιατί είναι φανερό ότι, αφού το καταλάβω, θα πάψω να κάνω ό,τι έκανα ακούσια. Εσύ όμως απέφυγες να το κάνεις αυτό και δεν θέλησες να έρθεις να με βρεις και να με νουθετήσεις. Και με φέρνεις σ' αυτό το δικαστήριο, όπου ο νόμος ορίζει να φέρνουν εκείνους που χρειάζονται τιμωρία και όχι εκείνους που χρειάζονται νουθεσία. Αλλά, άνδρες Αθηναίοι, είναι πια φανερό εκείνο που ήδη έλεγα, ότι δηλαδή ο Μέλητος δε νοιάστηκε ποτέ στο ελάχιστο γι' αυτά. Όμως πες μας: Με ποιον τρόπο Μέλητε, λες ότι διαφθείρω τους νεότερους; Όπως φαίνεται και από την καταγγελία σου, διδάσκοντάς τους να μην πιστεύουν στους θεούς που πιστεύει η πόλη, αλλά σε άλλους καινούργιους δαίμονες; Δεν λες ότι διδάσκοντας αυτά τους διαφθείρω;

- Ακριβώς αυτά λέω.

- Στο όνομα λοιπόν αυτών των θεών για τους οποίους γίνεται τώρα λόγος, Μέλητε, εξήγησέ μας με μεγαλύτερη σαφήνεια και σε μένα και σ' αυτούς εδώ τους άνδρες, γιατί εγώ δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς θέλεις να πεις. Λες ότι διδάσκω να πιστεύουν ότι υπάρχουν μερικοί θεοί - άρα και εγώ πιστεύω ότι υπάρχουν θεοί και δεν είμαι εντελώς άθεος και δεν μπορώ να κατηγορηθώ γι' αυτό - αλλά ότι δεν είναι αυτοί της πόλης, αλλά άλλοι, και γι' αυτό ακριβώς με κατηγορείς, επειδή είναι άλλοι; Ή ισχυρίζεσαι ότι δεν έχω πίστη στους θεούς, πράγμα που διδάσκω και στους άλλους;

- Ακριβώς, λέω ότι δεν πιστεύεις καθόλου στους θεούς.

- Καλέ μου Μέλητε, πως τα λες αυτά;

Δεν πιστεύω λοιπόν ούτε για τον ήλιο ούτε για τη σελήνη ότι είναι θεοί, όπως οι άλλοι άνθρωποι;

- Μα τον Δία, άνδρες δικαστές, για τον ήλιο λεει ότι είναι πέτρα και για τη σελήνη ότι είναι γη.

- Τον Αναξαγόρα νομίζεις ότι κατηγορείς, αγαπητέ μου Μέλητε. Και τόσο μικρή ιδέα έχεις γι' αυτούς εδώ, τους θεωρείς τόσο αγράμματους, ώστε να μη γνωρίζουν ότι τα βιβλία του Αναξαγόρα του Κλαζομένιου είναι γεμάτα από τέτοια λόγια; Από εμένα θα τα μάθαιναν αυτά οι νέοι, ενώ θα μπορούσαν, όποτε ήθελαν, να αγοράσουν τα βιβλία αυτά από την ορχήστρα του θεάτρου με μια δραχμή, και να κοροϊδεύουν το Σωκράτη, αν υποστηρίζει ότι είναι δικά του, πράγματα μάλιστα τόσο περίεργα. Αλλά, στο όνομα του Δία, έτσι σου φαίνομαι; Ότι δεν πιστεύω σε κανένα θεό;

- Όχι, μα το Δία, σε κανέναν απολύτως.

- Ούτε τον εαυτό σου, Μέλητε, μου φαίνεται ότι δεν πιστεύεις πια. Αυτός εδώ μου φαίνεται, άνδρες Αθηναίοι, ότι σας περιφρονεί πολύ και ότι είναι τελείως αναίσχυντος, και ότι έκανε αυτή την καταγγελία από αλαζονεία και αναισχυντία και νεανική επιπολαιότητα. Φαίνεται σα να έχει φτιάξει ένα γρίφο για να με δοκιμάσει:

"Θα καταλάβει άραγε ο Σωκράτης ο σοφός ότι αστειεύομαι και ότι αντιφάσκω ή θα τον εξαπατήσω και αυτόν και τους άλλους που με ακούνε;" Γιατί νομίζω πως είναι φανερό ότι ο ίδιος αντιφάσκει στην καταγγελία του και είναι σαν να έλεγε: "Ο Σωκράτης είναι ένοχος επειδή δεν πιστεύει στους θεούς, πιστεύοντας όμως στους θεούς". Μα είναι αστείο. Εξετάστε κι εσείς μαζί μου, άνδρες, πως αντιλαμβάνομαι αυτά που λέει. Κι εσύ απάντησέ μας, Μέλητε. Όσο για σας, θυμηθείτε αυτό που σας ζήτησα από την αρχή, και μη διαμαρτύρεσθε όταν μιλάω με το συνηθισμένο μου τρόπο.

Είναι κανένας, Μέλητε, από τους ανθρώπους που να πιστεύει ότι υπάρχουν ανθρώπινα πράγματα και να μην πιστεύει ότι υπάρχουν άνθρωποι; Ας μου απαντήσει, άνδρες, και ας μη διαμαρτύρεται λέγοντας άλλα αντί άλλων. Είναι κανένας που να μην πιστεύει ότι υπάρχουν άλογα, αλλά να πιστεύει ότι υπάρχει ιππασία; Ή που ενώ δεν πιστεύει ότι υπάρχουν αυλητές, πιστεύει ότι υπάρχει αυλητική τέχνη; Δεν είναι δυνατόν αυτό, φίλε μου. Κι αν εσύ δεν θέλεις να απαντήσεις, στο λέω εγώ, και σ' εσένα και σ' αυτούς εδώ. Απάντησέ μου όμως τουλάχιστον σ' αυτό που σε ρωτάω τώρα: είναι κανείς που να πιστεύει στη δύναμη των θεοτήτων και να μην πιστεύει ότι υπάρχουν θεότητες;

- Δεν είναι δυνατόν αυτό.

- Με βοηθάς απαντώντας έτσι, έστω και με το ζόρι, επειδή αναγκάζεσαι απ' αυτούς εδώ να το κάνεις. Λες λοιπόν ότι και πιστεύω στη δύναμη των θεοτήτων, και διδάσκω ότι υπάρχουν, είτε πρόκειται για καινούργιες είτε για παλιες, αλλά πάντως πιστεύω στη δύναμη των θεοτήτων, σύμφωνα με τα λόγια σου, και μάλιστα αυτό το αναφέρεις και στην ένορκη καταγγελία σου. Αλλά αν πιστεύω στη δύναμή τους, είναι απολύτως αναγκαίο να πιστεύω ότι υπάρχουν θεότητες. Δεν είναι έτσι; Ασφαλώς. Σε βάζω να συμφωνείς μαζί μου, επειδή δεν απαντάς. Τις θεότητες λοιπόν δεν τις θεωρούμε είτε θεούς είτε παιδιά των θεών; Συμφωνείς ή όχι;

- Βέβαια.

- Αν λοιπόν πιστεύω στις θεότητες, όπως λες εσύ, αν μεν είναι κάποιοι θεοί οι δαίμονες, τότε δεν ισχύει ο ισχυρισμός μου, ότι μιλάς με γρίφους και μας κοροϊδεύεις; Γιατί λες ότι εγώ δεν πιστεύω στους θεούς αλλά ταυτόχρονα και ότι πιστεύω, εφόσον πιστεύω στις θεότητες. Αν πάλι οι θεότητες είναι παιδιά θεών, είτε νόθα είτε από νύμφες είτε από άλλες μητέρες, όπως λένε, ποιος από τους ανθρώπους θα πίστευε ότι ενώ υπάρχουν παιδιά των θεών, δεν υπάρχουν θεοί;

Το ίδιο παράλογο θα ήταν να πίστευε κανείς ότι υπάρχουν παιδιά των αλόγων και των γαϊδουριών, τα μουλάρια, αλλά να μην πίστευε ότι υπάρχουν άλογα και γαϊδούρια. Όχι, Μέλητε, δεν είναι δυνατόν να τα έγραψες αυτά στην καταγγελία σου για άλλο λόγο παρά μόνο γιατί δεν έβρισκες κανένα αληθινό αδίκημα για να με κατηγορήσεις. Αλλά δεν υπάρχει κανένας τρόπος να πείσεις κάποιον άνθρωπο, ακόμα κι αν έχει ελάχιστη νοημοσύνη, ότι μπορεί κάποιος που πιστεύει στη δύναμη των θεοτήτων να μην πιστεύει στη δύναμη των θεών, ή το αντίθετο, ότι μπορεί κάποιος που δεν πιστεύει σε θεότητες να πιστεύει είτε στους θεούς είτε στους ήρωες.

Αλλά, άνδρες Αθηναίοι, νομίζω ότι δεν χρειάζεται να αποδείξω με περισσότερα επιχειρήματα ότι δεν ευσταθεί η κατηγορία του Μέλητου. Αρκούν αυτά που είπα. Εκείνο όμως που έλεγα προηγουμένως, ότι προκάλεσα τη μεγάλη εχθρότητα πολλών ανθρώπων, είναι απολύτως αληθινό. Και αυτό είναι που θα με καταστρέψει, αν με καταστρέψει: δεν θα είναι ούτε ο Μέλητος ούτε ο Άνυτος, αλλά οι συκοφαντίες και ο φθόνος των πολλών. Αυτά στ' αλήθεια κατέστρεψαν και νομίζω θα καταστρέψουν στο μέλλον πολλούς άλλους δίκαιους ανθρώπους.

Γιατί δεν πιστεύω ότι θα σταματήσει σ' εμένα το κακό.

Θα μπορούσε όμως να πει κανείς: "Δεν ντρέπεσαι, Σωκράτη, που έχεις κάνει τέτοια πράγματα ώστε τώρα να κινδυνεύεις να πεθάνεις;" Κι εγώ τότε θα του έδινα τη σωστή απάντηση, λέγοντας ότι: "Κάνεις λάθος, άνθρωπε, αν νομίζεις πως ένας άνδρας που θέλει να ωφελήσει έστω και λίγο τους άλλους πρέπει να υπολογίζει τον κίνδυνο αν θα ζήσει ή αν θα πεθάνει. Ενώ το μόνο που πρέπει να σκέφτεται, όταν ενεργεί, είναι αν ενεργεί δίκαια ή άδικα και αν η συμπεριφορά του είναι καλού ή κακού ανθρώπου.

Γιατί τότε θα ήταν ανάξιοι, σύμφωνα με τα λεγόμενά σου, όσοι από τους ημίθεους σκοτώθηκαν στην Τροία, και όλοι οι άλλοι, και ο γιος της Θέτιδας. Αυτός τόσο πολύ περιφρονούσε τον κίνδυνο, μπροστά στο ενδεχόμενο να ντροπιαστεί, ώστε, όταν του είπε η μητέρα του, που ήταν θεά, τότε που ήθελε να σκοτώσει τον Έκτορα, τα εξής παρακάτω - αν θυμάμαι καλά - λόγια: "Παιδί μου, αν εκδικηθείς το φόνο του φίλου σου του Πατρόκλου και σκοτώσεις τον Έκτορα, θα πεθάνεις κι εσύ. Γιατί αμέσως μετά τον Έκτορα θα έρθει και το δικό σου τέλος", εκείνος - ενώ τα άκουσε αυτά - αδιαφόρησε για τον θάνατο και τον κίνδυνο, και πιο πολύ φοβήθηκε να ζήσει σαν δειλός που εκδίκηση δεν παίρνει για τους φίλους του.

"Ας πεθάνω αμέσως, είπε, φτάνει να τιμωρήσω εκείνον που έφταιξε και να μη μένω πια εδώ ντροπιασμένος, κοντά στα καμπυλόπρυμνα καράβια, βάρος της γης". Νομίζεις ότι νοιάστηκε αυτός για τον θάνατο και τον κίνδυνο; Και πράγματι, άνδρες Αθηναίοι, έτσι είναι. Εκεί που θα ταχθεί κανείς, είτε από μόνος του, επειδή πιστεύει ότι πράττει το καλύτερο, είτε από κάποιον άρχοντα, εκεί οφείλει, θαρρώ, να παραμείνει, διακινδυνεύοντας και χωρίς να λογαριάζει ούτε θάνατο ούτε τίποτα άλλο, μπροστά στην ατίμωση. Θα είχα λοιπόν κάνει πολύ άσχημα, άνδρες Αθηναίοι, αν όταν με διέταξαν οι άρχοντες που εσείς εκλέξατε, να πολεμήσω στην Ποτίδαια, στην Αμφίπολη, στο Δήλιο, έμενα τότε στο καθήκον που μου όριζαν, όπως και οι άλλοι, και έβαζα σε κίνδυνο τη ζωή μου, και όταν μου όριζε ο θεός - κατά τη δική μου πάντα αντίληψη - ότι πρέπει να ζω φιλοσοφώντας και εξετάζοντας τον εαυτό μου και τους άλλους, να φοβόμουν είτε το θάνατο είτε οτιδήποτε άλλο, και να εγκατέλειπα τη θέση μου

Θα ήταν φοβερό, και πράγματι τότε θα ήταν δίκαιο να με φέρει κανείς στο δικαστήριο με την κατηγορία ότι δεν πιστεύω στους θεούς και ότι δεν υπακούω στον χρησμό, και ότι φοβάμαι τον θάνατο και ότι νομίζω πως είμαι σοφός ενώ δεν είμαι. Γιατί το να φοβάται κανείς τον θάνατο, άνδρες, δεν είναι τίποτα άλλο από το να νομίζει κανείς ότι είναι σοφός χωρίς να είναι. Να νομίζει ότι γνωρίζει αυτά που δε γνωρίζει. Γιατί κανείς δεν γνωρίζει τον θάνατο, ούτε αν συμβαίνει να είναι το μεγαλύτερο αγαθό για τον άνθρωπο, κι όμως τον φοβούνται σα να ξέρουν καλά ότι είναι το μεγαλύτερο κακό.

Και δεν είναι αμάθεια αυτό επονείδιστη, το να νομίζει κανείς ότι γνωρίζει εκείνα που δεν γνωρίζει; Εγώ όμως, άνδρες, σ' αυτό ακριβώς διαφέρω ίσως από τους περισσότερους και αν λέω ότι είμαι σε κάτι σοφότερος από κάποιον άλλον είναι σ' αυτό το σημείο, ότι μη γνωρίζοντας αρκετά για τον Άδη, παραδέχομαι την άγνοιά μου. Γνωρίζω όμως ότι είναι κακό και ντροπή να βλάπτει κανείς έναν καλύτερο και να μην υπακούει σ' αυτόν, είτε θεός είναι είτε άνθρωπος Έτσι λοιπόν ποτέ δεν θα φοβηθώ και δεν θα αποφύγω να κάνω κάτι, διαπράττοντας κακές πράξεις που γνωρίζω ότι είναι κακές, για να επιτύχω άλλες που δεν γνωρίζω αν είναι πράγματι καλές.

Ώστε ακόμα κι αν με αφήνατε τώρα ελεύθερο, μη πιστεύοντας στον Άνυτο, ο οποίος σας είπε ότι είτε από την αρχή δεν έπρεπε καθόλου να δικαστώ, ή, αφού δικάζομαι, δεν είναι δυνατόν να μη με καταδικάσετε σε θάνατο. Γιατί, πρόσθεσε, αν γλιτώσει, οι γιοι σας, που ήδη κάνουν ό,τι τους διδάσκει ο Σωκράτης, θα καταστραφούν όλοι εντελώς. Αν λοιπόν, παρ' όλα αυτά, μου λέγατε: "Σωκράτη, εμείς δεν θα πιστέψουμε τον Άνυτο και θα σε αφήσουμε ελεύθερο, με τον εξής όμως όρο, ότι δεν θα περνάς πια την ώρα σου εξετάζοντας έτσι τους ανθρώπους και φιλοσοφώντας. Κι αν πιαστείς να το κάνεις αυτό το πράγμα, θα πεθάνεις". Αν λοιπόν, όπως είπα, μ' αυτόν τον όρο μ' αφήνατε ελεύθερο, θα σας έλεγα ότι: "Εγώ, άνδρες Αθηναίοι, σας εκτιμώ και σας αγαπώ, αλλά θα υπακούσω στον θεό κι όχι σε σας, και όσο αναπνέω και μπορώ, δεν θα πάψω να φιλοσοφώ και να σας συμβουλεύω και να νουθετώ οποιονδήποτε από σας τυχαίνει κάθε φορά να συναντώ, λέγοντάς του αυτά ακριβώς που συνήθιζα να λέω, ότι: "Πως εσύ, αγαπητέ μου, όντας Αθηναίος πολίτης της πιο μεγάλης και της πιο φημισμένης για τη σοφία της και τη δύναμή της πόλης, δεν ντρέπεσαι να φροντίζεις για τα χρήματα, πως θα αποκτήσεις περισσότερα, και για τη δόξα και τις τιμές, και να μην ενδιαφέρεσαι ούτε να νοιάζεσαι για τη φρόνηση και την αλήθεια και την ψυχή σου;" Και αν κάποιος από σας αμφισβητεί τα λόγια μου και πει ότι φροντίζει και γι' αυτά, δεν θα τον αφήσω αμέσως ούτε θα φύγω, αλλά θα του υποβάλλω ερωτήσεις και θα τον εξετάσω και θα τον ελέγξω, και αν μου φανεί ότι δεν κατέχει την αρετή, παρ' όλο που ισχυρίζεται το αντίθετο, θα τον επιπλήξω που νοιάζεται τόσο λίγο για τα πιο σημαντικά και τόσο πολύ για τα πιο ασήμαντα. Αυτά θα τα κάνω σε όποιον τύχει να συναντήσω, είτε είναι νεότερος είτε μεγαλύτερος, είτε ξένος είτε συμπολίτης μας, και κυρίως στους συμπολίτες μας, που είναι πιο δικοί μου. Γιατί αυτά με προστάζει ο θεός καταλάβετέ το καλά. Και εγώ πιστεύω ότι μέχρι τώρα δεν έχει υπάρξει μεγαλύτερο αγαθό για σας και για την πόλη από αυτήν την υπηρεσία μου που προσφέρω στον θεό. Γιατί περιφέρομαι μη κάνοντας τίποτα άλλο από το να πείθω τους νεότερους και τους πιο ηλικιωμένους ανάμεσά σας να μην φροντίζουν ούτε για τα σώματά τους ούτε για τα χρήματά τους με τόσο πάθος, παρά μόνο για την ψυχή τους, πως θα γίνει καλύτερη, λέγοντας τους ότι η αρετή δεν γίνεται από τα χρήματα, αλλά τα χρήματα και όλα τα άλλα ανθρώπινα αγαθά, και τα ιδιωτικά και τα δημόσια, από την αρετή. Αν τα λόγια μου αυτά διαφθείρουν τους νέους, τότε είναι βλαβερά. Κι αν κάποιος ισχυρίζεται ότι εγώ άλλα λέω και όχι ό,τι σας είπα, δεν λέει την αλήθεια. Ως προς αυτά, θα έλεγα, άνδρες Αθηναίοι, ή να ακούσετε τον Άνυτο ή να μην τον ακούσετε, και ή να μ' αφήσετε ελεύθερο ή να μη μ' αφήσετε, γιατί εγώ δεν πρόκειται να αλλάξω σε ό,τι κάνω, ακόμα κι αν πρόκειται να πεθάνω πολλές φορές.

Μη διαμαρτύρεσθε, άνδρες Αθηναίοι, κάντε ό,τι σας παρακάλεσα. Μην διαμαρτύρεσθε για ό,τι λέω, αλλά ακούτε. Γιατί πιστεύω ότι ακούγοντάς με θα ωφεληθείτε. Γι' αυτά τα άλλα που πρόκειται να σας πω θα βάλετε ίσως τις φωνές, αλλά να μην το κάνετε. Να ξέρετε καλά όμως, ότι αν με θανατώσετε, και είμαι πράγματι αυτός που λέω εγώ, δεν θα βλάψετε τόσο εμένα όσο θα βλάψετε τους εαυτούς σας. Γιατί εμένα σε τίποτε δεν μπορούν να με βλάψουν ούτε ο Μέλητος ούτε ο Άνυτος. Δεν θα είχαν τη δυνατότητα, γιατί πιστεύω ότι δεν γίνεται ο χειρότερος άνθρωπος να βλάψει έναν καλύτερο.

Θα μπορούσε βέβαια να με σκοτώσει ίσως ή να με εξορίσει ή και να μου στερήσει τα πολιτικά μου δικαιώματα. Αυτά τα πράγματα ίσως αυτός ή κάποιος άλλος να τα θεωρεί μεγάλο κακό. Όχι όμως εγώ. Θεωρώ πολύ χειρότερο να κάνει κανείς ό,τι κάνει αυτός τώρα, προσπαθώντας να σκοτώσει άδικα έναν άνθρωπο. Τώρα λοιπόν, άνδρες Αθηναίοι, δεν απολογούμαι καθόλου για χάρη του εαυτού μου, όπως θα νόμιζε κανείς, αλλά για χάρη σας, για να μην αμαρτήσετε προς τον θεό, καταδικάζοντάς με, περιφρονώντας αυτό που σας έδωσε.

Γιατί αν με σκοτώσετε, άλλον σαν κι εμένα δεν θα βρείτε - για να το πω απλά αλλά κι αστεία - που να τον έχει ορίσει ο θεός να βρίσκεται κοντά στην πόλη, η οποία λόγω μεγέθους μοιάζει νωθρό μεγάλο άλογο ράτσας και χρειάζεται αλογόμυγα να την ξυπνάει. Νομίζω ότι σαν τέτοια με έχει βάλει στην πόλη ο θεός, να μη σταματώ όλη τη μέρα να σας ξυπνώ, να σας πείθω και τον καθένα χωριστά να επικρίνω τριγυρίζοντας παντού.

Δεν θα βρεθεί λοιπόν εύκολα άλλος τέτοιος για σας, άνδρες, και αν με πιστεύετε, πρέπει να με αθωώσετε. Ίσως όμως να βαρεθείτε γρήγορα, όπως όσοι ξυπνάνε νυσταγμένοι, και, έχοντας πειστεί από τον Άνυτο, με ένα χτύπημα να με σκοτώσετε εύκολα. Και έπειτα θα περάσετε την υπόλοιπη ζωή σας κοιμώμενοι, αν δεν σας φροντίσει ο θεός και δεν σας στείλει κάποιον άλλον. Το ότι πράγματι εγώ είμαι εκείνος που έδωσε ο θεός στην πόλη γι' αυτόν τον σκοπό, μπορείτε να το καταλάβετε εύκολα: γιατί δεν φαίνεται ανθρώπινο να έχω παραμελήσει όλες τις υποθέσεις μου και να ανέχομαι να είναι τόσα χρόνια παραμελημένοι οι δικοί μου, για να φροντίζω εσάς, πλησιάζοντας τον καθένα χωριστά, σαν να ήμουν πατέρας σας ή μεγαλύτερος αδελφός σας, για να σας πείθω να ασχοληθείτε με την αρετή. Αν βέβαια είχα κάποιο όφελος απ' αυτό και σας παρακινούσα να το κάνετε παίρνοντας αμοιβή, θα είχα κάποιο λόγο να το κάνω. Τώρα όμως, βλέπετε οι ίδιοι, ότι οι κατήγοροι, ενώ για όλα τα άλλα τόσο αναίσχυντα με κατηγορούν, γι' αυτό δεν τόλμησαν να με κατηγορήσουν και να βρουν κάποιον μάρτυρα, πως εγώ είτε πήρα ποτέ αμοιβή είτε ζήτησα.

Κι αυτό γιατί, όπως νομίζω, διαθέτω έναν αρκετά αξιόπιστο μάρτυρα, την φτώχεια μου. Ίσως λοιπόν να σας φαίνεται παράξενο που, ενώ τριγυρνώντας ανάμεσά σας σας συμβουλεύω ιδιαιτέρως και μιλώ για πολλά πράγματα, δημόσια δεν τολμώ να ανεβώ στο βήμα και μιλώντας στο πλήθος να συμβουλεύσω την πόλη. Αιτία αυτού του πράγματος είναι εκείνο που πολλές φορές ήδη και σε πολλά μέρη με έχετε ακούσει να λέω, ότι υπάρχει μέσα μου κάτι θεϊκό και δαιμόνιο, μια φωνή, αυτό το έγραψε και στην καταγγελία του διακωμωδώντας το ο Μέλητος.

Σε μένα λοιπόν αυτό άρχισε να υπάρχει από τότε που ήμουνα παιδί, είναι μια φωνή που ακούω, η οποία, όποτε την ακούω, πάντοτε με αποτρέπει από κάτι που πρόκειται να κάνω, και ποτέ δεν με προτρέπει σε τίποτα. Αυτή είναι που με εμποδίζει να ασχοληθώ με την πολιτική. Και μου φαίνεται ότι κάνει πάρα πολύ καλά που με εμποδίζει. Γιατί να το ξέρετε καλά, άνδρες Αθηναίοι. Αν εγώ από παλιά είχα επιχειρήσει να ασχοληθώ με την πολιτική, από παλιά θα είχα αφανισθεί και ούτε εσάς θα είχα ωφελήσει σε τίποτα ούτε τον εαυτό μου.

Και μη μου θυμώνετε που λέω την αλήθεια. Γιατί δεν υπάρχει άνθρωπος που να μπορεί να διασωθεί, είτε από σας είτε από οποιοδήποτε άλλο πλήθος, όταν εναντιώνεται με ειλικρίνεια και εμποδίζει να γίνονται στην πόλη πολλά άδικα πράγματα και παράνομα. Αλλά είναι αναγκαίο εκείνος που πράγματι μάχεται για το δίκαιο, αν πρέπει να διασωθεί για λίγο χρονικό διάστημα, να παραμείνει ιδιώτης και να μην συμμετέχει στη δημόσια ζωή. Και θα σας δώσω μεγάλες αποδείξεις γι' αυτό, όχι λόγια, αλλά εκείνα που εσείς εκτιμάτε περισσότερο, έργα. Ακούστε λοιπόν αυτά που μου συνέβησαν, για να δείτε ότι δεν υποχωρώ σε τίποτα που να είναι αντίθετο στο δίκαιο από το φόβο του θανάτου, ακόμα κι αν μη υποχωρώντας θα πέθαινα. Θα σας μιλήσω και με λόγια κοινά και με τη γλώσσα των δικαστηρίων, αλλά θα σας πω την αλήθεια. Εγώ λοιπόν, άνδρες Αθηναίοι, δεν κατέλαβα ποτέ κανένα άλλο αξίωμα στην πόλη, διετέλεσα όμως κάποτε βουλευτής και έτυχε να πρυτανεύει η δική μας η φυλή, η Αντιοχίς, τότε που εσείς, τους δέκα στρατηγούς που δεν μάζεψαν τους ναυαγούς μετά τη ναυμαχία, θέλατε να τους δικάσετε όλους μαζί, παράνομα, όπως αργότερα το καταλάβατε όλοι σας. Τότε, μόνος από όλους τους πρυτάνεις σας εναντιώθηκα, υποστηρίζοντας ότι δεν πρέπει να κάνετε τίποτα αντίθετο προς τους νόμους, και ψήφισα ενάντια στη θέλησή σας. Και ενώ ήταν έτοιμοι οι ρήτορες να με καταγγείλουν και να στείλουν να με συλλάβουν, και εσείς τους παροτρύνατε με φωνές, έκρινα ότι είναι προτιμότερο να διακινδυνεύσω όντας με την πλευρά του νόμου και του δικαίου, παρά να είμαι με το μέρος το δικό σας, που δεν σκεφτόσαστε δίκαια, από φόβο μήπως φυλακισθώ ή θανατωθώ. Και αυτά συνέβαιναν ενώ ακόμα υπήρχε δημοκρατία στην πόλη. Αλλά και όταν έγινε ολιγαρχία, οι τριάκοντα πάλι, αφού με κάλεσαν μαζί με τους άλλους τέσσερις στη Θόλο, μας διέταξαν να πάμε να φέρουμε από τη Σαλαμίνα τον Λέοντα τον Σαλαμίνιο, για να τον σκοτώσουν. Τέτοιες διαταγές έδιναν συχνά και σε πολλούς άλλους, επειδή ήθελαν να εμπλέξουν στα εγκλήματά τους όσο το δυνατόν περισσότερους. Τότε λοιπόν εγώ, όχι με τα λόγια, αλλά έμπρακτα, απέδειξα πάλι ότι εμένα - για να μιλήσω πιο καθαρά - δεν με ενδιαφέρει διόλου ο θάνατος. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να μη διαπράξω κάτι άδικο κι ανόσιο. Γιατί εμένα εκείνο το καθεστώς, παρά την ισχύ του, δεν με φόβισε τόσο ώστε να αναγκαστώ να κάνω κάτι άδικο. Αλλά αφού βγήκαμε από τη Θόλο, ενώ οι τέσσερις πήγαν στη Σαλαμίνα και έφεραν τον Λέοντα, εγώ έφυγα και πήγα στο σπίτι μου. Και ίσως να είχα πεθάνει γι' αυτή μου την πράξη, αν δεν είχε καταλυθεί σύντομα η εξουσία τους. Γι' αυτά μπορούν να σας μιλήσουν πολλοί μάρτυρες.

Νομίζετε λοιπόν ότι θα είχα φτάσει σ' αυτήν την ηλικία, αν είχα ασχοληθεί με την πολιτική και αν πράττοντας ως τίμιος άνθρωπος υποστήριζα το δίκαιο και αν, όπως πρέπει, φρόντιζα γι' αυτό περισσότερο απ' όλα; Κάθε άλλο, άνδρες Αθηναίοι. Ούτε και κανένας άλλος άνθρωπος.

Αλλά εγώ σε όλη μου τη ζωή, και όταν έπραξα κάτι δημόσια τέτοιος αποδείχτηκα, και το ίδιο και στην ιδιωτική μου ζωή : ποτέ δεν έκανα καμιά υποχώρηση σε κανέναν μπροστά στο δίκαιο, ούτε σε κάποιον άλλον ούτε και σε κανέναν απ' αυτούς που εκείνοι που με κατηγορούν λένε ότι είναι μαθητές μου. Άλλωστε εγώ δεν υπήρξα ποτέ δάσκαλος κανενός. Κι αν κάποιος όταν μιλάω και όταν λέω τα δικά μου επιθυμούσε να με ακούει, είτε νεότερος είναι είτε μεγαλύτερος, δεν το αρνήθηκα ποτέ σε κανέναν. Ούτε μιλάω μονάχα όταν παίρνω χρήματα, και όταν δεν παίρνω δεν μιλάω, αλλά προσφέρομαι το ίδιο και σε πλούσιους και σε φτωχούς, να με ρωτάνε, ή αν θέλει κανείς απαντώντας μου να ακούει αυτά που λέω. Και γι' αυτούς εγώ, είτε κάποιος τους γίνει καλός είτε όχι, είναι άδικο να κατηγορούμαι, γιατί ποτέ δεν υποσχέθηκα σε κανέναν τίποτα, ούτε δίδαξα κανένα μάθημα. Και αν κάποιος ισχυρίζεται ότι από εμένα ποτέ είτε έμαθε είτε άκουσε κάτι ιδιαιτέρως, που δεν το άκουσαν και όλοι οι άλλοι, να ξέρετε καλά ότι δεν λέει την αλήθεια. Αλλά γιατί τότε μερικοί ευχαριστιούνται να περνούν πολύ χρόνο μαζί μου;

Το ακούσατε, άνδρες Αθηναίοι. Σας είπα όλη την αλήθεια, ότι ευχαριστιούνται να με ακούνε να εξετάζω εκείνους που νομίζουν ότι είναι σοφοί, ενώ δεν είναι. Δεν είναι κι άσχημο αυτό. Εμένα λοιπόν αυτό, σας το βεβαιώνω, μου το έχει ορίσει ο θεός να το κάνω και με χρησμούς και με όνειρα και με κάθε τρόπο, με τον οποίο κάθε θεϊκή ύπαρξη ορίζει οτιδήποτε στους ανθρώπους να πράττουν. Αυτά, άνδρες Αθηναίοι, και αληθινά είναι και εύκολα να ελεγχθούν. Αν όμως εγώ άλλους από τους νέους διαφθείρω και άλλους τους έχω ήδη διαφθείρει, πρέπει βέβαια μερικοί απ' αυτούς, αφού μεγάλωσαν και κατάλαβαν ότι όταν ήταν νέοι τους είχα δώσει εγώ κάποτε κακές συμβουλές, να ανεβούν τώρα στο βήμα και να με κατηγορήσουν και να με τιμωρήσουν. Και αν δεν το ήθελαν οι ίδιοι, όποιος θέλει από τους δικούς τους, είτε πατέρες είτε αδερφοί είτε και άλλοι συγγενείς, αν έπαθαν οι δικοί τους κάποιο κακό από μένα, να το θυμηθούν τώρα και να με τιμωρήσουν. Πάντως είναι παρόντες εδώ πολλοί απ' αυτούς, τους οποίους εγώ τώρα βλέπω, πρώτον απ' όλους αυτόν εδώ τον Κρίτωνα, που είναι συνομήλικός μου και συνδημότης μου και πατέρας του Κριτόβουλου, που κι αυτός είναι παρών.

Έπειτα κι ο Λυσανίας ο Σφήττιος, ο πατέρας αυτού εδώ του Αισχίνη. Ακόμα και αυτός εδώ ο Αντιφώντας από την Κηφισιά, ο πατέρας του Επιγένη. Και άλλοι είναι εδώ που οι αδερφοί τους σύχναζαν κοντά μου, ο Νικόστρατος του Θεοζοτίδου, ο αδερφός του Θεοδότου - ο Θεόδοτος έχει πεθάνει, κι έτσι δεν μπορεί να τον εμποδίσει με τα παρακάλια του - κι ο Πάραλος του Δημοδόκου, που ήταν αδερφός του ο Θεάνης. Να και ο Αδείμαντος του Αρίστωνος, που αδελφός του είναι αυτός ο Πλάτων, και ο Αιαντόδωρος, που αδερφός του είναι ο Απολλόδωρος.

Και άλλους πολλούς μπορώ να σας αναφέρω, και κάποιον απ' αυτούς έπρεπε να ορίσει ο Μέλητος για μάρτυρα στην κατηγορία του. Κι αν το ξέχασε τότε, ας τον ορίσει τώρα, εγώ το αφήνω, και ας μας το πει αν έχει κανέναν. Αλλά θα τους βρείτε όλους τελείως αντίθετους, άνδρες, όλοι τους είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν εμένα που διαφθείρω τους δικούς τους και τους βλάπτω, όπως λένε ο Μέλητος και ο Άνυτος.

Και εκείνοι που έχουν διαφθαρεί ίσως θα είχαν κάποιον λόγο να με βοηθήσουν. Εκείνοι όμως που δεν έχουν διαφθαρεί, και που είναι ήδη ώριμοι άνδρες, οι συγγενείς τους, ποιον άλλον λόγο έχουν να με βοηθούν, εκτός από το να υποστηρίζουν το σωστό και το δίκαιο, επειδή ξέρουν ότι ο Μέλητος λέει ψέματα, ενώ εγώ την αλήθεια. Αρκετά, άνδρες Αθηναίοι. Είπα ό,τι είχα να πω για ν' απολογηθώ, ίσως θα μπορούσα να προσθέσω κι άλλα παρόμοια.

Δεν αποκλείεται όμως να αγανακτήσει κανείς από σας αν σκεφτεί τον εαυτό του, που και σε μικρότερης σημασίας δίκη απ' αυτήν εδώ θα παρακαλούσε και θα ικέτευε τους δικαστές με πολλά δάκρυα, φέρνοντας στο βήμα και τα παιδιά του, για να τον λυπηθούν όσο το δυνατόν περισσότερο, και άλλους πολλούς συγγενείς και φίλους, ενώ εγώ δεν θα κάνω τίποτα απ' όλα αυτά, παρ' όλο που διατρέχω, όπως φαίνεται, τον μεγαλύτερο κίνδυνο. Ίσως λοιπόν κανείς, αν αναλογιστεί αυτά τα πράγματα, να γίνει πιο σκληρός απέναντί μου και να οργιστεί γι' αυτά και να δώσει με οργή την ψήφο του.

Αν λοιπόν κάποιος από σας αισθάνεται έτσι - πράγμα που δεν θέλω να το πιστέψω - αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, θα μπορούσα νομίζω να του πω ότι: "Κι εγώ, αγαπητέ μου, έχω κάποιους συγγενείς. Γιατί ισχύει και για μένα εκείνο που είπε ο Όμηρος, "δεν γεννήθηκα ούτε από καμιά βελανιδιά ούτε από καμιά πέτρα", αλλά από ανθρώπους, ώστε να έχω και συγγενείς, και γιους, άνδρες Αθηναίοι, τρεις, ο ένας είναι ήδη έφηβος, οι άλλοι δύο παιδιά. Αλλά όμως κανέναν απ' αυτούς δεν ανέβασα στο βήμα για να σας παρακαλέσω να με αθωώσετε. Γιατί λοιπόν δεν κάνω τίποτα απ' αυτά;

Όχι από υπεροψία, άνδρες Αθηναίοι, ούτε για να σας ντροπιάσω. Αν αντιμετωπίζω τον θάνατο θαρραλέα, είναι άλλη υπόθεση. Για τη φήμη όμως, και τη δική μου και τη δική σας κι ολόκληρης της πόλης, δεν νομίζω ότι είναι πρέπον να κάνω τέτοια πράγματα. Δεν είναι πρέπον στην ηλικία μου αλλά και στο όνομα που έχω αποκτήσει, αληθινό ή ψεύτικο. Γιατί, υπάρχει η γνώμη ότι ο Σωκράτης σε κάτι διαφέρει από το πλήθος των ανθρώπων.

Θα είναι ντροπή να αποδειχθούν κατώτεροι της φήμης τους όσοι από σας θεωρείται πως διαφέρουν στη σοφία, την ανδρεία ή οποιαδήποτε άλλη αρετή. Πολλές φορές έχω δει ανθρώπους, που όταν δικάζονται, ενώ πριν φαίνονταν σπουδαίοι, κάνουν πράγματα ανάρμοστα, σα να θεωρούν ότι θα πάθουν κάτι φοβερό αν πεθάνουν, ως εάν επρόκειτο να είναι αθάνατοι αν δεν τους σκοτώνατε εσείς. Τέτοιοι άνθρωποι μου φαίνεται πως ντροπιάζουν την πόλη, γιατί θα μπορούσαν να κάνουν έναν ξένο να νομίσει ότι όσοι Αθηναίοι διακρίνονται για την αρετή τους, και εκλέγονται από τους συμπολίτες τους για αξιώματα και τιμητικές διακρίσεις, σε τίποτα δεν διαφέρουν από τις γυναίκες. Άνδρες Αθηναίοι, εμείς που έχουμε κάποιο όνομα δεν πρέπει να κάνουμε τέτοια πράγματα αλλά κι αν τα κάνουμε, εσείς δεν πρέπει να το επιτρέπετε. Αντίθετα πρέπει να δείξετε ότι είστε αποφασισμένοι να καταψηφίσετε όποιον παίζει αυτά τα ελεεινά δράματα μπροστά σας γελοιοποιώντας την πόλη αλλά όχι όποιον φέρεται με αξιοπρέπεια.

Αλλά και εκτός από το θέμα της φήμης, άνδρες, δεν μου φαίνεται ότι είναι δίκαιο να παρακαλεί κανείς τον δικαστή, ούτε παρακαλώντας τον να αθωώνεται, αλλά εξηγώντας του και πείθοντάς τον. Γιατί δεν βρίσκεται για το σκοπό αυτό σ' αυτή τη θέση ο δικαστής, για να απονέμει τη δικαιοσύνη κάνοντας χάρες, αλλά για να κρίνει. Και έχει ορκιστεί να μην κάνει χάρες σ' όποιον του αρέσει, αλλά να δικάζει σύμφωνα με τους νόμους. Δεν πρέπει λοιπόν, ούτε εμείς να σας εθίζουμε στην επιορκία ούτε κι εσείς να τη συνηθίζετε. Γιατί τότε κανένας μας δεν θα έπραττε σύμφωνα με τη θέληση των θεών. Μην έχετε λοιπόν την αξίωση, άνδρες Αθηναίοι, να συμπεριφέρομαι απέναντί σας με τρόπο που ούτε εγώ θεωρώ ότι είναι σωστός ή δίκαιος ή αρεστός στους θεούς, και μάλιστα, μα τον Δία, τη στιγμή που κατηγορούμαι απ' αυτόν εδώ τον Μέλητο για ασέβεια προς τους θεούς.

Γιατί είναι φανερό ότι, αν σας έπειθα παρακαλώντας σας, θα σας έκανα να παραβείτε τον όρκο σας, και θα ήταν σα να σας δίδασκα να μην πιστεύετε ότι υπάρχουν θεοί. Και απολογούμενος μ' αυτόν τον τρόπο θα ήταν σαν να κατηγορούσα τον εαυτό μου ότι δεν πιστεύω στους θεούς. Αλλά κάθε άλλο παρά αυτό συμβαίνει. Γιατί πιστεύω, άνδρες Αθηναίοι, όσο κανείς από τους κατηγόρους μου, και επαφίεμαι σ' εσάς και στον θεό για να αποφασίσετε αυτό που είναι το καλύτερο και για μένα και για σας.



( Η απόφαση βγαίνει, ο Σωκράτης κρίνεται ένοχος )

Ο Σωκράτης κάνει προτάσεις για την ποινή που μπορεί να του επιβληθεί

Το ότι δεν αγανακτώ, άνδρες Αθηναίοι, για το γεγονός ότι με κρίνατε ένοχο, οφείλεται σε πολλούς λόγους και στο ότι είναι κάτι που το περίμενα. Εκείνο όμως που με κάνει να απορώ είναι ο αριθμός των ψήφων και από τις δυο μεριές. Γιατί δεν πίστευα ότι θα καταδικαζόμουν με τόσο μικρή πλειοψηφία, αλλά με πολύ μεγαλύτερη. Τώρα όμως, όπως φαίνεται, αν τριάντα μόνο ψήφοι είχαν πέσει αλλιώς, θα είχα αθωωθεί Όσον αφορά την κατηγορία του Μέλητου, νομίζω ότι έχει ήδη αποδειχθεί η αθωότητά μου. Και όχι μόνο έχει αποδειχθεί η αθωότητά μου, αλλά είναι σ' όλους φανερό ότι, αν δεν είχαν παρουσιαστεί για να με κατηγορήσουν ο Άνυτος και ο Λύκων, θα χρώσταγε και χίλιες δραχμές πρόστιμο, επειδή δεν θα έπαιρνε ούτε το ένα πέμπτο των ψήφων.

Προτείνει λοιπόν αυτός ο άνθρωπος να με καταδικάσετε σε θάνατο. Ας είναι. Κι εγώ τι θα σας αντιπροτείνω, άνδρες Αθηναίοι; Προφανώς αυτό που μου αξίζει. Τι είναι λοιπόν αυτό; Τι πρέπει να πάθω, ποια ποινή πρέπει να μου επιβληθεί, επειδή έκρινα ότι πρέπει να παραιτηθώ από την ήσυχη ζωή και να παραμελήσω όλα εκείνα για τα οποία φροντίζουν οι περισσότεροι άνθρωποι, χρήματα, οικονομικά συμφέροντα, στρατηγίες, δημόσιες αγορεύσεις, και όλα τα άλλα αξιώματα και τις πολιτικές συμμαχίες και φατρίες; Επειδή πιστεύοντας ότι μπορούσα να κάνω κάτι καλύτερο από το να εξασφαλιστώ ασχολούμενος με τέτοια πράγματα, δεν ασχολήθηκα μ' αυτά - που άμα το έκανα ούτε εσάς ούτε τον εαυτό μου θα ωφελούσα καθόλου αλλά πηγαίνοντας σε κάθε ένα χωριστά του χάριζα τη μεγαλύτερη, κατά τη γνώμη μου, ευεργεσία; Ερχόμουν κοντά του κι επιχειρούσα να τον πείσω να μη φροντίσει για καμιά άλλη υπόθεσή του πριν φροντίσει τον εαυτό του, πως θα γίνει δηλαδή καλύτερος και συνετότερος, ούτε για τις υποθέσεις της πόλης. Αλλά για την ίδια την πόλη, και για όλα τα άλλα να φροντίζει με αυτόν τον τρόπο.

Τι μου αξίζει λοιπόν για αυτό που είμαι; Κάτι καλό, άνδρες Αθηναίοι, αν πρέπει στ' αλήθεια να τιμηθώ σύμφωνα με την αξία μου. Και να είναι βέβαια καλό που να μου ταιριάζει. Τι ταιριάζει σ' ένα φτωχό άνθρωπο που σας έχει ευεργετήσει και χρειάζεται να έχει χρόνο ελεύθερο για να σας παροτρύνει; Τίποτα άλλο, άνδρες Αθηναίοι, από τη δωρεάν σίτιση στο Πρυτανείο, και μάλιστα σε τέτοιον άνδρα αυτό αρμόζει πιο πολύ παρά σε κάποιον από εσάς που νίκησε στην Ολυμπία σε ιπποδρομίες ή σε αρματοδρομίες με δυο ή με τέσσερα άλογα. Γιατί αυτός σας κάνει να φαίνεστε ευτυχείς, ενώ εγώ σας κάνω ευτυχείς. Άλλωστε εκείνος δεν έχει ανάγκη να τον τρέφουν, ενώ εγώ έχω.

Εφόσον λοιπόν, πρέπει με δικαιοσύνη να μου αποδώσετε ό,τι μου αξίζει, σας προτείνω τη σίτισή μου στο Πρυτανείο.

Ίσως να νομίσετε ότι αυτά, και τα άλλα περί οίκτου και ικεσιών, τα λέω από αλαζονεία. Όμως δεν είναι αυτό, άνδρες Αθηναίοι, αλλά το εξής: είμαι βέβαιος ότι κανέναν άνθρωπο δεν έχω αδικήσει με τη θέλησή μου, ωστόσο δεν μπορώ να σας πείσω γι' αυτό. Ο λόγος είναι ότι μου δόθηκε λίγος χρόνος να σας μιλήσω. Αν ο νόμος όριζε, όπως σε άλλες πόλεις, σε περίπτωση θανάτου, να μην κρατάει η κρίση μόνο μια μέρα αλλά πολλές, νομίζω ότι θα είχατε πειστεί.

Τώρα όμως δεν είναι εύκολο σε λίγο χρόνο να διαλύσει κανείς μεγάλες συκοφαντίες. Όντας βέβαιος ότι δεν έχω αδικήσει κανέναν, δεν πρόκειται φυσικά να αδικήσω και τον εαυτό μου. Δεν πρόκειται να μιλήσω εναντίον του και να πω ότι μου αξίζει να πάθω κάτι κακό προτείνοντας μάλιστα κάποια ποινή. Τι έχω να φοβηθώ; Μην πάθω εκείνο που προτείνει ο Μέλητος και που δεν ξέρω καλά καλά, όπως είπα, αν είναι καλό ή κακό; Αντ' αυτού να προτιμήσω πράγματα τα οποία ξέρω ότι είναι κακά και να τα προτείνω; Μήπως τη φυλακή;

Και τι θα με ωφελούσε να ζω μέσα στη φυλακή όντας δούλος εκείνων που θα ορίζονταν κάθε φορά να με φυλάνε, των Έντεκα; Μήπως χρηματική ποινή, και να βρίσκομαι στη φυλακή μέχρι να τα πληρώσω όλα; Αλλά και πάλι καταλήγουμε στα ίδια που σας έλεγα πριν από λίγο. Δεν έχω χρήματα για να πληρώσω. Μήπως τότε να προτείνω εξορία; Ίσως να δεχόσαστε να με καταδικάσετε σε εξορία. Θα έπρεπε να αγαπάω πάρα πολύ τη ζωή μου, για να είμαι τόσο ασυλλόγιστος ώστε να μην μπορώ να σκεφτώ ότι ενώ εσείς που είσαστε συμπολίτες μου δεν μπορέσατε να υποφέρετε τον τρόπο ζωής μου και τα λόγια μου, και δυσανασχετήσατε και οργισθήκατε ώστε να ζητάτε τώρα να απαλλαγείτε από αυτά, θα υπήρχαν άλλοι που θα που θα μπορούσαν να τα ανεχτούν ευχαρίστως. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, άνδρες Αθηναίοι. Τι ωραία, αλήθεια, θα ήταν η ζωή μου, αν άνθρωπος σ' αυτήν την ηλικία έφευγα από εδώ και ζούσα πηγαίνοντας από πόλη σε πόλη, διωγμένος από παντού! Γιατί ξέρω καλά ότι, όπου κι αν πάω, άμα μιλάω θα με ακούνε οι νέοι όπως και εδώ. Κι αν προσπαθήσω να τους απομακρύνω, αυτοί οι ίδιοι θα με διώξουν πείθοντας τους πιο ηλικιωμένους. Κι αν δεν τους απομακρύνω, θα το κάνουν γι' αυτούς οι πατέρες τους και οι συγγενείς τους.

Θα μπορούσε ίσως να μου πει κανείς: "Δεν μπορείς, Σωκράτη, να φύγεις από εδώ και να ζήσεις ήσυχα σωπαίνοντας;" Αυτό ακριβώς είναι πολύ δύσκολο να το εξηγήσω σε μερικούς από σας. Γιατί αν σας πω ότι αυτό είναι σα να παρακούω τον θεό και για το λόγο αυτόν είναι αδύνατο να ζω ήσυχος, δεν θα με πιστέψετε νομίζοντας ότι σας ειρωνεύομαι.

Αν πάλι σας πω ότι είναι πολύ μεγάλο αγαθό για τον άνθρωπο το να μιλάει κάθε μέρα για την αρετή και για τα άλλα για τα οποία με ακούτε να συζητάω εξετάζοντας τον εαυτό μου και τους άλλους, και ότι η ζωή χωρίς να τα εξετάζει κανείς αυτά είναι ζωή που δεν αξίζει να τη ζει ο άνθρωπος, τότε θα με πιστέψετε ακόμα λιγότερο. Ωστόσο έτσι είναι, όπως σας τα λέω, άνδρες, και να σας πείσω δεν είναι εύκολο. Εγώ πάντως δεν θεώρησα ποτέ τον εαυτό μου άξιο για οποιαδήποτε ποινή.

Αν είχα βέβαια χρήματα, θα πρότεινα να δώσω ένα χρηματικό ποσό που θα μπορούσα να το πληρώσω. Αυτό δεν θα με έβλαπτε καθόλου. Τώρα όμως δεν έχω. Αν πάντως θέλετε να μου ορίσετε ένα πρόστιμο που θα μπορούσα να το πληρώσω, θα μπορούσα ίσως να σας πληρώσω μια ασημένια μνα. Τόσο λοιπόν προτείνω. Αυτός εδώ ο Πλάτων, άνδρες Αθηναίοι, και ο Κρίτων και ο Κριτόβουλος και ο Απολλόδωρος με προτρέπουν να προτείνω τριάντα μνες, και θα εγγυηθούν αυτοί. Προτείνω λοιπόν αυτό το ποσό. Και εγγυητές για τα χρήματα θα είναι αυτοί οι αξιόπιστοι άνθρωποι.



(Το δικαστήριο επιβάλλει την ποινή του θανάτου στον Σωκράτη)

Ο Σωκράτης σχολιάζει την ποινή του


Επειδή δεν κάνατε λίγο καιρό ακόμα υπομονή, άνδρες Αθηναίοι, θα φορτωθείτε το κακό όνομα και τη μομφή εκείνων που θέλουν να κατηγορήσουν την πόλη πως θανάτωσε τον Σωκράτη, άνδρα σοφό. Γιατί θα πουν ότι είμαι σοφός, ακόμα κι αν δεν είμαι, εκείνοι που θέλουν να σας κακολογήσουν. Αν περιμένατε όμως λίγο καιρό, από μόνο του θα είχε γίνει αυτό. Γιατί βλέπετε την ηλικία μου, ότι βρίσκομαι ήδη μακριά από τη ζωή και κοντά στο θάνατο. Δεν απευθύνομαι σε όλους σας, αλλά σ' εκείνους που με καταδίκασαν σε θάνατο.

Στους ίδιους έχω να πω και το εξής: θα νομίζατε ίσως, άνδρες, ότι καταδικάστηκα επειδή δεν μπόρεσα να σας πω τα λόγια που χρειάζονταν για να σας πείσω, εφόσον πίστευα ότι πρέπει να πω και να κάνω τα πάντα για να αποφύγω την καταδίκη. Κάθε άλλο. Καταδικάστηκα όχι επειδή δεν μπόρεσα να σας πω τα κατάλληλα λόγια, αλλά επειδή δεν μπόρεσα να φανώ θρασύς και αναιδής, και επειδή δεν θέλησα να σας πω πράγματα που θα τα ακούγατε πολύ ευχαρίστως, να κλαίω και να οδύρομαι, να πράττω και να λέω πολλά άλλα, κατά τη γνώμη μου ανάξιά μου, σαν αυτά που έχετε συνηθίσει να ακούτε από άλλους.

Αλλά ούτε τότε πίστεψα ότι έπρεπε λόγω του κινδύνου να πράξω κάτι ανάρμοστο, για ελεύθερο άνθρωπο, ούτε και τώρα μετανιώνω, για τον τρόπο που απολογήθηκα. Προτιμώ να πεθάνω, έχοντας απολογηθεί όπως το έκανα, παρά να ζω αλλιώς. Γιατί ούτε σε δίκη ούτε σε πόλεμο ούτε σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση πρέπει εγώ ή άλλος κανένας να μηχανεύεται πως, με κάθε μέσο, θα αποφύγει το θάνατο.

Γιατί και στις μάχες, πολλές φορές γίνεται φανερό ότι μπορεί κανείς να αποφύγει το θάνατο εγκαταλείποντας τα όπλα του και ικετεύοντας τους εχθρούς. Υπάρχουν σ' όλες τις επικίνδυνες καταστάσεις, πολλοί άλλοι τρόποι, για να ξεφύγει κανείς από το θάνατο, αν έχει το θράσος να πει και να πράξει οτιδήποτε. Δεν είναι λοιπόν κάτι το δύσκολο, άνδρες, το να αποφύγει κανείς το θάνατο, είναι όμως πολύ δυσκολότερο να αποφύγει το κακό. Γιατί το κακό τρέχει γρηγορότερα από το θάνατο.

Εμένα τώρα, αργό και γέροντα, με έχει προφτάσει το πιο αργό απ' τα δύο. Τους κατηγόρους μου όμως, που είναι φοβεροί και γρήγοροι, το χειρότερο, η κακία. Εγώ λοιπόν φεύγω έχοντας καταδικαστεί από σας σε θάνατο, αλλά εκείνοι από την αλήθεια, σε μοχθηρία και αδικία. Φυσικά, εγώ θα υπομείνω την ποινή μου, το ίδιο κι εκείνοι. Ίσως έτσι να έπρεπε να γίνει και νομίζω ότι καλώς έγινε ό,τι έγινε.

Θέλω όμως σε σας που με καταψηφίσατε, να δώσω κι έναν χρησμό για το μέλλον. Γιατί ήδη βρίσκομαι στο σημείο που οι άνθρωποι - σαν πρόκειται να πεθάνουν - αποκτούν τη δυνατότητα να προλέγουν καλύτερα. Λέω λοιπόν, σε όσους από σας, άνδρες, με σκοτώσατε, ότι αμέσως μετά το θάνατό μου θα τιμωρηθείτε πολύ χειρότερα, μα τον Δία, απ' όσο με τιμωρείτε σκοτώνοντάς με. Γιατί τώρα με την πράξη σας αυτή νομίζετε ότι θα απαλλαγείτε από το να δίνετε λόγο για τη ζωή σας. Αλλά ακριβώς το αντίθετο θα συμβεί, όπως εγώ σας τα λέω.

Γιατί, πλέον, θα αυξηθούν εκείνοι που θα σας ελέγχουν, τους οποίους εγώ μέχρι τώρα, χωρίς να το καταλαβαίνετε, εμπόδιζα. Και όσο πιο νέοι είναι τόσο πιο ενοχλητικοί θα σας γίνονται, κι εσείς πιο πολύ θα αγανακτήσετε. Γιατί αν νομίζετε ότι σκοτώνοντας ανθρώπους θα γλιτώσετε από τις επικρίσεις του τρόπου ζωής σας, δεν σκέφτεστε σωστά. Η μέθοδος αυτή απαλλαγής δεν είναι ούτε πολύ αποτελεσματική ούτε καλή. Εκείνη που είναι καλύτερη και ευκολότερη είναι να μην εμποδίζετε τους άλλους να σας επικρίνουν, αλλά να προετοιμάζετε τον εαυτό σας ώστε να γίνει όσο το δυνατόν καλύτερος. Προλέγοντας αυτά για όσους από σας με καταδικάσατε, σας χαιρετώ.

Όσο γι' αυτούς που με αθώωσαν, ευχαρίστως θα μιλούσα μαζί τους για ό,τι συνέβη, ενώ οι άρχοντες θα είναι απασχολημένοι και μέχρι να πάω στον τόπο όπου πρέπει να πεθάνω. Γι' αυτό, άνδρες, μείνετε λίγο χρόνο ακόμα μαζί μου. Γιατί τίποτα δεν μας εμποδίζει, όσο είναι δυνατόν, να μιλάμε μεταξύ μας. Θέλω λοιπόν σε σας, που είσαστε φίλοι μου, να εξηγήσω τι σημαίνει αυτό που μου συνέβη.

Σ' εμένα λοιπόν, άνδρες δικαστές - και ονομάζοντάς σας δικαστές πολύ σωστά σας ονομάζω έτσι - συνέβη κάτι θαυμαστό. Η συνηθισμένη μου μαντική ικανότητα, του δαιμονίου, άλλοτε εμφανιζόταν πολύ συχνά, και ακόμα και για μικρά πράγματα με εμπόδιζε, αν επρόκειτο να πράξω κάτι που δεν ήταν σωστό. Τώρα όμως μου συνέβη αυτό εδώ που βλέπετε κι εσείς οι ίδιοι, που θα το νόμιζε κανείς το χειρότερο από τα κακά, και τέτοιο θεωρείται.

Εμένα όμως ούτε το πρωί που έφυγα από το σπίτι μου δεν με εμπόδισε το σημείο του θεού, ούτε όταν ερχόμουν εδώ στο δικαστήριο, ούτε κατά τη διάρκεια της ομιλίας μου για κάτι που επρόκειτο να πω. Ενώ σε άλλες ομιλίες μου πολλές στιγμές με σταμάτησε καθώς μιλούσα. Τώρα όμως, σ' αυτήν την υπόθεση, πουθενά δεν με εμπόδισε, ούτε σε κάποια πράξη ούτε σε κάποιο λόγο. Που το αποδίδω αυτό; Θα σας πω. Γιατί φαίνεται πως ό,τι μου συνέβη εδώ είναι για μένα καλό και δεν είναι όπως το νομίζουμε όσοι θεωρούμε ότι είναι κακό να πεθάνει κανείς.

Και έχω την καλύτερη απόδειξη γι' αυτό: Γιατί δεν είναι δυνατόν να μη με είχε εμποδίσει το οικείο αυτό θείο σημείο, αν επρόκειτο να κάνω κάτι που δεν είναι καλό. Ας κατανοήσουμε λοιπόν ότι υπάρχει μεγάλη ελπίδα ό,τι έγινε να είναι καλό. Γιατί ένα από τα δύο είναι ο θάνατος: ή δεν είναι τίποτα και όποιος πεθαίνει δεν έχει καμία συναίσθηση, ή, όπως λένε, συμβαίνει κάποια μεταβολή και μετοίκηση της ψυχής από τον εδώ τόπο σε έναν άλλον. Και είτε δεν υπάρχει καμιά αίσθηση, αλλά είναι σαν ύπνος, κι αν είναι σαν να κοιμάται κανείς χωρίς να βλέπει ούτε όνειρο, τι θαυμάσιο όφελος που θα ήταν ο θάνατος!

Εγώ λοιπόν νομίζω ότι αν κάποιος έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα σε μια νύχτα που κοιμήθηκε χωρίς να δει ούτε ένα όνειρο, και τις άλλες νύχτες και μέρες της ζωής του, αν έπρεπε να τις αντιπαραβάλλει με τη νύχτα εκείνη και να σκεφτεί και να πει πόσα καλύτερα και πιο ευχάριστα μερόνυχτα έχει ζήσει στη ζωή του απ' αυτή τη νύχτα, νομίζω ότι όχι μόνο ο τυχαίος ιδιώτης αλλά κι ο μεγαλύτερος βασιλιάς θα τα έβρισκε πολύ λίγα σε σχέση με τη νύχτα εκείνη.

Αν κάτι τέτοιο είναι ο θάνατος, εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι είναι όφελος. Γιατί έτσι η αιωνιότητα όλη δεν φαίνεται παρά σαν μια νύχτα. Αν πάλι ο θάνατος είναι αναχώρηση από εδώ για έναν άλλον τόπο κι είναι αλήθεια τα λεγόμενα ότι εκεί βρίσκονται όλοι όσοι έχουν πεθάνει, τι μεγαλύτερο καλό θα υπήρχε από αυτό, άνδρες δικαστές;

Αν κάποιος φτάνοντας στον Άδη, έχοντας απαλλαγεί απ' αυτούς εδώ που ισχυρίζονται ότι είναι δικαστές, θα βρει τους αληθινούς δικαστές που λένε ότι δικάζουν εκεί, τον Μίνωα και τον Ραδάμανθο, τον Αιακό και τον Τριπτόλεμο και τους άλλους από τους ημίθεους που υπήρξαν δίκαιοι στη ζωή τους; Θα ήταν μήπως άσχημη αυτή η αναχώρηση; Ή πάλι, και ποιος από σας δεν θα έδινε οτιδήποτε για να βρεθεί με τον Ορφέα, τον Μουσαίο, τον Ησίοδο και τον Όμηρο; Εγώ πάντως πολλές φορές θα ήθελα να πεθάνω αν όλα αυτά αληθεύουν, γιατί σ' εμένα τουλάχιστον, φαίνεται θαυμαστή η παραμονή σε μέρος που θα μπορούσα να συναντήσω τον Παλαμήδη, τον Αίαντα του Τελαμώνα κι όσους άλλους από τους παλιούς πέθαναν από άδικη κρίση, και να συγκρίνω τα παθήματά μου με τα δικά τους. Νομίζω πως κάθε άλλο παρά δυσάρεστα θα μου ήταν όλα αυτά. Και μάλιστα, το σπουδαιότερο, να εξετάζω και να ερευνώ, όπως κάνω και για τους εδώ, ποιος απ' αυτούς είναι σοφός και ποιος νομίζει ότι είναι αλλά δεν είναι. Και πόσα δεν θα έδινε κανείς, άνδρες δικαστές, για να μπορέσει να εξετάσει εκείνον που ηγήθηκε της μεγάλης στρατιάς της Τροίας ή τον Οδυσσέα ή τον Σίσσυφο - ή και χιλιάδες άλλους που θα μπορούσε να αναφέρει κανείς, άνδρες και γυναίκες - να μιλάει μ' αυτούς και να βρίσκεται μαζί τους και να τους εξετάζει; Δεν θα ήταν όλα αυτά ανείπωτη ευτυχία; Πάντως, για τέτοιες αιτίες, όσοι βρίσκονται εκεί δεν θανατώνουν. Εκείνοι, είναι και για πολλά άλλα πιο ευτυχισμένοι απ' τους εδώ, για το λόγο ακόμα ότι τον υπόλοιπο χρόνο μένουν αθάνατοι, αν φυσικά όσα λέγονται είναι αλήθεια. Αλλά κι εσείς πρέπει, άνδρες δικαστές, να σκέφτεστε με ελπίδα τον θάνατο και να καταλάβετε ότι η αλήθεια είναι μόνο μία: Ότι δεν υπάρχει για τον καλόν άνθρωπο κανένα κακό, ούτε όταν ζει ούτε όταν πεθάνει, και ότι δεν αμελούν οι θεοί να φροντίζουν για τις υποθέσεις του. Και ούτε τα δικά μου τώρα συνέβησαν από μόνα τους, αλλά μου είναι φανερό ότι για μένα πια το να πεθάνω και το να απαλλαγώ από τα πράγματα αυτά είναι το καλύτερο. Γι' αυτό και το σημείο του θεού δεν με απέτρεψε καθόλου, και εγώ σ' εκείνους που με καταδίκασαν και στους κατηγόρους μου δεν κρατάω καμία κακία. Παρ' όλο που δεν με καταδίκασαν και δεν με κατηγόρησαν μ' αυτήν τη σκέψη, αλλά επειδή πίστευαν ότι έτσι θα με έβλαπταν. Για το λόγο αυτό είναι αξιοκατάκριτοι.

Απ' εκείνους ένα μόνο ζητώ: τους γιους μου, όταν γίνουν έφηβοι, να τους τιμωρήσετε, άνδρες, στεναχωρώντας τους μ' εκείνα που σας στεναχώρησα κι εγώ, αν σας φανούν ότι νοιάζονται πιο πολύ για τα χρήματα ή για κάποιο άλλο πράγμα απ' ό,τι για την αρετή. Και αν νομίζουν ότι είναι κάτι ενώ δεν είναι, να τους επικρίνετε, όπως κι εγώ εσάς, που δεν φροντίζουν για εκείνα που πρέπει και που νομίζουν ότι είναι κάτι ενώ δεν αξίζουν. Έτσι να πράξετε, κι ότι πάθω εγώ και οι γιοι μου από εσάς θα το έχω πάθει δίκαια.

Αλλά τώρα πια είναι ώρα να φύγουμε, εγώ για να πεθάνω, κι εσείς για να ζήσετε. Ποιο από τα δύο είναι το καλύτερο, είναι άγνωστο σε μας. Μόνο ο Θεός το γνωρίζει.


ΤΕΛΟΣ
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος
ΓΙΑΝΝΗΣΜ



Ένταξη: 03 Ιούλ 2006
Δημοσιεύσεις: 463

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Παρ Ιούν 29, 2007 11:06 pm    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με παράθεση αυτού του μηνύματος
Ενα από τα σημαντικώτερα κείμενα όλων των εποχών θεωρώ. Όσοι δεν το έχουν διαβάσει, ας σπεύσουν.

"...απαντων τιμιωτερων πατρίς εστί".Πλάτωνος Κρίτων(51α)




ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΞΥΓΓΡΑΦΗΣ
ΙΙ 34-46


ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΛΟΓΟΣ του ΠΕΡΙΚΛΗ

τον οποίο εκφώνησε κατά την ταφή των πρώτων νεκρών Αθηναίων στρατιωτών

στο πρώτο έτος του ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ



Κατά τη διάρκεια του χειμώνα οι Αθηναίοι, ακολουθώντας πατροπαράδοτο έθιμο, έθαψαν δημοσία δαπάνη τους πρώτους πεσόντες του παρόντος πολέμου κατά τον ακόλουθο τρόπο: Κατασκευάζουν μια σκηνή, στην οποία εκθέτουν τα οστά των πεσόντων επί τρεις ημέρες προ της ταφής, και ο καθένας προσκομίζει για τον δικό του νεκρό ό,τι (αφιέρωμα) θέλει. Κατά την ταφή δε δέκα λάρνακες από ξύλο κυπαρισσιού, μια δηλαδή για κάθε φυλή, φέρονται με άμαξες. Σε κάθε μια δε από τις λάρνακες αυτές τοποθετούνται τα οστά των ανηκόντων σε αυτή την φυλή. Φέρουν δε επί πλέον στα χέρια τους και ένα κενό φέρετρο σκεπασμένο με σάβανο για τους αφανείς, για όλους δηλαδή όσων τα πτώματα δεν βρέθηκαν για να ενταφιασθούν. Συνοδεύει δε την κηδεία όποιος θέλει, είτε αστός είτε ξένος, οι δε γυναίκες, οι συγγενείς των πεσόντων, παρευρίσκονται στον τόπο του ενταφιασμού και αρχίζουν να θρηνούν. Τοποθετούν λοιπόν τα οστά στο δημόσιο μνημείο, το οποίο βρίσκεται στο ωραιότερο προάστειο της πόλης, και στο οποίο θάπτουν πάντοτε τους νεκρούς των πολέμων, όλους τους άλλους τουλάχιστον εκτός από αυτούς που έπεσαν στον Μαραθώνα. Διότι την ανδρεία εκείνων την θεώρησαν σαν κάτι το εξαιρετικό, γι’ αυτό και τους έθαψαν εκεί όπου και έπεσαν μαχόμενοι. Αφού δε τους σκεπάσουν με χώμα, ένας από τους θεωρούμενους ως πολύ μυαλωμένος και από τους πιο ευυπόληπτους, τον οποίο οι πολίτες διαλέγουν από πριν για τον σκοπό αυτόν, εκφωνεί προς τιμήν των πεσόντων τον κατάλληλο επιτάφιο λόγο. Έπειτα από αυτό φεύγουν. Κατ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπο θάπτουν τους νεκρούς των πολέμων. και την συνήθεια αυτή τήρησαν σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, όσες φορές τους παρουσιάζεται τέτοια περίπτωση. Προς τιμήν λοιπόν αυτών των πρώτων νεκρών του πολέμου, εξελέγη να εκφωνήσει τον επιτάφιο ο Περικλής ο γιος του Ξανθίππου. Και στην κατάλληλη στιγμή προχώρησε από το μνημείο σε ένα βάθρο στημένο ψηλά, ώστε να ακούγεται από όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του ακροατηρίου, και μίλησε ως εξής περίπου:



«Οι περισσότεροι από όσους ως τώρα έχουν μιλήσει από το βήμα αυτό συνηθίζουν να επαινούν εκείνον, ο οποίος στον νόμο που διέπει την ταφή των νεκρών πρόσθεσε την διάταξη αυτή περί επιταφίου λόγου, γιατί θεωρούν ότι αξίζει τον κόπο να απονέμεται μια τέτοια τιμή στους νεκρούς των πολέμων κατά τον ενταφιασμό τους. Σε μένα εν τούτοις θα φαινόταν ότι είναι προτιμότερο, οι τιμές που απονέμονται σε άνδρες, οι οποίοι αναδείχθηκαν γενναίοι με τα έργα τους, να εκδηλώνονται και αυτές με έργα μόνο, όπως είναι π.χ. αυτές, τις οποίες τώρα βλέπετε γύρω από τον ενταφιασμό τους, που έγινε δημοσία δαπάνη, και όχι να εξαρτώνται οι αρετές των πολλών από την ικανότητα ή την ανικανότητα ενός ανθρώπου, να κανονίζεται δηλαδή η περί αυτών εκτίμηση των ακροατών από την ευφράδεια ή μη ευφράδεια του ρήτορα. Γιατί είναι δύσκολο πράγμα να μιλήσει κανείς αντικειμενικά (χωρίς δηλαδή να πει ούτε λιγότερα ούτε περισσότερα από ό,τι πρέπει) για κάποιο θέμα, για το οποίο είναι δύσκολο να εξακριβωθεί και αυτή ακόμα η απλή ιδέα, ότι τα λεγόμενα από τον ρήτορα είναι αληθινά. Γιατί ο ακροατής, ο οποίος γνωρίζει τα πράγματα και είναι ευνοϊκά διατεθειμένος προς αυτούς που τα έπραξαν, θα σχημάτιζε ίσως την ιδέα, ότι αυτά εκτέθηκαν κάπως κατώτερα από ό,τι αυτός γνωρίζει και επιθυμεί, ενώ αντίθετα, όποιος τα αγνοεί, θα σκεπτόταν ότι μερικά εκτέθηκαν αρκετά μεγαλοποιημένα, και αυτό από φθόνο, τον οποίο δοκιμάζει ο άνθρωπος, όταν ακούει κάτι το οποίο υπερβαίνει τις δικές του φυσικές δυνάμεις. Γιατί οι άνθρωποι ανέχονται τους επαίνους που λέγονται για άλλους μόνο εφόσον κάθε ακροατής έχει τη γνώμη, ότι και αυτός είναι ικανός να πράξει κάτι από αυτά που ακούει. Ενώ για κάθε τι, το οποίο είναι ανώτερο από τις δυνάμεις του, αισθάνεται δια μιας φθόνο και δυσπιστία. Εφόσον όμως οι πρόγονοί μας έκριναν ότι με αυτόν τον τρόπο πρέπει να γίνονται τα πράγματα αυτά, πρέπει κι εγώ να ακολουθήσω το έθιμο αυτό και να προσπαθήσω να ικανοποιήσω την επιθυμία και την γνώμη του καθενός σας όσο μπορέσω περισσότερο.



Θα μιλήσω πρώτα πρώτα για τους προγόνους μας. Γιατί είναι δίκαιο, αλλά συγχρόνως και πρέπον, σε μια τέτοια περίσταση, κατά την οποία θρηνούμε και εγκωμιάζουμε τους νεκρούς μας, να τους απονέμεται η τιμή αυτή να μνημονεύονται πρώτοι. Γιατί δεν υπήρξαν ούτε μια στιγμή, κατά την οποία να έπαυσαν να κατοικούν την χώρα αυτή, και χάρις στην ανδρεία τους διαφύλατταν την ελευθερία της από γενεά σε γενεά μέχρι των ημερών μας και μας την παράδωσαν ελεύθερη. Και εκείνοι λοιπόν είναι άξιοι επαίνου αλλά ακόμη περισσότερο οι πατέρες μας. Γιατί επί πλέον εκείνων, τα οποία κληρονόμησαν, απέκτησαν με πολλούς κόπους και κληροδότησαν σε μας τους σημερινούς όλη αυτή την επικράτεια που κατέχουμε σήμερα. Το δε έργο της περαιτέρω βελτίωσης, το επιτελέσαμε εμείς οι ίδιοι που είμαστε συγκεντρωμένοι εδώ, οι οποίοι βρισκόμαστε ακόμη σε αυτήν ακριβώς την ηλικία μας, και εμείς εφοδιάσαμε την πόλη μας με όλα τα πράγματα, ώστε να είναι αυταρκέστατη και για πόλεμο και για ειρήνη. Από όλα δε αυτά εγώ όσα μεν αναφέρονται σε πολεμικά κατορθώματα, με τα οποία έγινε η κάθε μια κατάκτηση, ή αφορούν την ενεργητικότητα, με την οποία αποκρούσαμε, είτε εμείς οι σημερινοί είτε οι πρόγονοί μας, τους εκάστοτε επελθόντες εναντίον μας Βαρβάρους ή Έλληνες, όλα αυτά, θα τα παραλείψω, γιατί δεν επιθυμώ να απεραντολογώ ενώπιον ανθρώπων, οι οποίοι τα γνωρίζουν. Αλλά με ποιον τρόπο φθάσαμε στο σημείο αυτό της δύναμης που είμαστε σήμερα, και με ποια μορφή πολιτεύματος και με ποιες συνήθειες έγινε μεγάλη η δύναμή μας, όλα αυτά θα αναπτύξω πρώτα, και έπειτα θα προχωρήσω στο εγκώμιο αυτών εδώ των νεκρών, γιατί νομίζω ότι δεν είναι ανάρμοστο να λεχθούν αυτά και για την παρούσα περίσταση, και δεν είναι ανώφελο να τα ακούσουν όλοι οι παρευρισκόμενοι, αστοί και ξένοι.



Έχουμε δηλαδή πολίτευμα, το οποίο δεν αντιγράφει τους νόμους άλλων, μάλλον δε εμείς οι ίδιοι είμαστε υπόδειγμα σε μερικούς παρά μιμούμαστε άλλους. Και ονομάζεται μεν δημοκρατία, γιατί η διοίκηση είναι στα χέρια των πολλών και όχι των ολίγων, έναντι δε των νόμων είναι όλοι ίσοι στις ιδιωτικές τους διαφορές, ενώ ως προς την θέση τους στον δημόσιο βίο κάθε ένας προτιμάται για ένα από τα δημόσια αξιώματα ανάλογα με την επίδοση την οποία σημειώνει σε αυτά, δηλαδή η δημόσιά του σταδιοδρομία εξαρτάται μάλλον από την ατομική του αξία και όχι από την κοινωνική τάξη, από την οποία προέρχεται, ούτε πάλι ένας, ο οποίος είναι μεν φτωχός έχει όμως την ικανότητα να παράσχει κάποια υπηρεσία στην πατρίδα του, εμποδίζεται σε αυτό από το γεγονός ότι είναι άγνωστος. Ζούμε δε σαν ελεύθεροι άνθρωποι, και σαν πολίτες στον δημόσιο βίο και σαν άτομα στον ιδιωτικό, στις επιδιώξεις μας της καθημερινής ζωής, κατά τις οποίες δεν κοιτάμε ο ένας στον άλλον με καχυποψία, δεν θυμώνουμε με τον γείτονά μας, όταν κάνει ό,τι του αρέσει, ούτε παίρνουμε μια φυσιογνωμία σκυθρωπή, η οποία μπορεί να μην βλάπτει τον άλλο, πάντως όμως είναι δυσάρεστη. Ενώ δε στην ιδιωτική μας ζωή συναναστρεφόμαστε μεταξύ μας χωρίς να ενοχλεί ο ένας τον άλλον, στην δημόσιά μας ζωή, σαν πολίτες, από σεβασμό προ πάντων δεν παραβαίνουμε τους νόμους, υπακούμε δε στους εκάστοτε κατέχοντες τα δημόσια αξιώματα και στους νόμους, προ περισσότερο σε εκείνους από τους νόμους, που έχουν θεσπιστεί για υποστήριξη των αδικούμενων, και σε άλλους, οι οποίοι αν και άγραφοι, η παράβασή τους φέρνει πανθομολογούμενη ντροπή στους παραβάτες.



Αλλά και για το πνεύμα μας έχουμε εφεύρει πλείστους όσους τρόπους να το ανακουφίζουμε από τους κόπους, με εορταστικούς αγώνες και θυσίες, τις οποίες έχουμε καθιερώσει καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, και με ευπρεπή ιδιωτικά οικήματα, η δε ευχαρίστηση την οποία καθημερινά απολαμβάνουμε από όλα αυτά, διώχνει την μελαγχολία. Λόγω δε του μεγάλου αριθμού των κατοίκων της πόλης μας εισάγονται σε αυτήν προϊόντα όλου του κόσμου, και συμβαίνει να απολαμβάνουμε έτσι τα προϊόντα των άλλων χωρών με όση οικειότητα καταναλώνουμε τα προϊόντα της Αττικής (σαν να είναι δηλαδή δικά μας).



Υπερέχουμε δε από τους αντιπάλους μας και στην πολεμική προετοιμασία κατά τα εξής: Την πόλη μας π.χ. την παρέχουμε ανοιχτή σε όλον τον κόσμο, και ποτέ δεν αποκλείουμε κανέναν διώχνοντας τους ξένους από οποιοδήποτε ακρόαμα ή θέαμα, από το οποίο, αν δεν το κρατήσουμε μυστικό και το δεί κανείς από τους εχθρούς μας, είναι δυνατόν να ωφεληθεί, και αυτό γιατί έχουμε εμπιστοσύνη όχι τόσο στις πολεμικές προετοιμασίες και τα στρατηγήματα όσο στην έμφυτη γενναιότητά μας όσον αφορά τα έργα. Στο ζήτημα δε πάλι της αγωγής, ενώ εκείνοι υποβάλλονται από την νεαρή τους ακόμα ηλικία σε συνεχή και επίπονη άσκηση, με την οποία επιδιώκουν να γίνουν γενναίοι, εμείς ζούμε με όλες τις ανέσεις και όμως είμαστε εξ ίσου πρόθυμοι να αντιμετωπίσουμε τους κινδύνους, τους οποίους αντιμετωπίζουν και αυτοί. Και να η απόδειξη: ενώ οι Λακεδαιμόνιοι εκστρατεύουν κατά της χώρας μας με όλους τους τους συμμάχους και ποτέ μόνοι, εμείς επερχόμαστε κατά των άλλων εντελώς μόνοι, και τις περισσότερες φορές νικάμε χωρίς καμία δυσκολία τους αντιπάλους μας, μολονότι εκείνοι μεν μάχονται υπέρ βωμών και εστιών, εμείς δε είμαστε σε ξένο έδαφος. Και κανείς από τους εχθρούς μας δεν αντιμετώπισε μέχρι σήμερα τις δυνάμεις μας ενωμένες, γιατί αφ’ ενός καταβάλλουμε πολλές φροντίδες ταυτόχρονα και για το ναυτικό μας, και αφ’ ετέρου κατατέμνουμε τις δυνάμεις μας του πεζικού και τις στέλνουμε σε πολλά σημεία της επικράτειάς μας. Αν δε κάπου με μέρος μόνο της δύναμής μας συμπλακούν οι αντίπαλοί μας, τότε, αν μεν νικήσουν, καυχώνται ότι μας νίκησαν όλους, αν δεν νικηθούν, διακηρύσσουν ότι νικήθηκαν από όλους. Και βέβαια, αν εμείς αντιμετωπίζουμε με πολλή προθυμία τους κινδύνους, μάλλον με μια αφροντισία και άνεση παρά μετά από επίπονη άσκηση, και με ανδρεία, η οποία οφείλεται όχι τόσο στην επιβολή των νόμων όσο στην φυσική μας ευψυχία, έχουμε το πλεονέκτημα ότι δεν καταπονούμεθα προκαταβολικά για δεινά, τα οποία ανήκουν ακόμα στο μέλλον, και ότι, όταν φθάσει η ώρα των δεινών αυτών, αποδεικνυόμαστε ότι δεν είμαστε λιγότερο τολμηροί από εκείνους που μοχθούν αδιάκοπα. Δεν είναι δε σε αυτά μόνο αξιοθαύμαστη η πόλη μας αλλά και σε πολλά ακόμη.



Γιατί είμαστε λάτρες του ωραίου, όμως χωρίς σπατάλη χρήματος, και καλλιεργούμε το πνεύμα χωρίς να χάνουμε την ανδρεία μας. Και μεταχειριζόμαστε τον πλούτο περισσότερο σαν μια ευκαιρία δράσης παρά σαν αφορμή κομπορρημοσύνης, το να ομολογεί δε κανείς την φτώχεια του δεν είναι ντροπή, είναι όμως αισχρότερο το να μην προσπαθεί να την αποφύγει με την εργασία. Επί πλέον, οι ίδιοι εμείς όλοι είμαστε σε θέση να φροντίζουμε ταυτόχρονα για τις ιδιωτικές μας υποθέσεις και για τις υποθέσεις της πόλης μας, και όσοι από εμάς είναι απασχολημένοι με ιδιωτικές επιχειρήσεις και αυτοί ακόμα κατέχουν τα πολιτικά ζητήματα στην εντέλεια. Γιατί είμαστε ο μόνος λαός που τον μη αναμειγνυόμενο καθόλου στα κοινά δεν τον θεωρούμε φιλήσυχο αλλά άχρηστο, και οι μόνοι που όποτε δεν τα επινοούμε και δεν τα προτείνουμε οι ίδιοι πάντως έχουμε τη δύναμη να κρίνουμε σωστά τα λαμβανόμενα μέτρα, τους δε λόγους δεν τους θεωρούμε καθόλου εμπόδιο των έργων, αλλά μάλλον θεωρούμε σαν εμπόδιο το να μην έχουμε κατατοπισθεί προφορικά σε όσα έχουμε να κάνουμε, πριν καταπιαστούμε με αυτά. Γιατί υπερέχουμε από τους άλλους και ως προς αυτό ακόμη, ότι δηλαδή εμείς οι ίδιοι αποφασίζουμε για όσα πρόκειται να επιχειρήσουμε και εμείς οι ίδιοι τα επιχειρούμε. Ενώ ως προς αυτό οι άλλοι... σε αυτούς η μεν αμάθεια τους κάνει να αποφασίζουν η δε σκέψη τους κάνει να διστάζουν. Πιο τολμηροί όμως από όλους είναι σωστό να θεωρούνται όσοι γνωρίζουν με σαφήνεια ποιες είναι οι συμφορές και ποια τα ευχάριστα, και όμως η γνώση αυτή δεν τους κάνει να αποφεύγουν τους κινδύνους. Αλλά και στα ζητήματα της καλωσύνης διαφέρουμε από την πλειονότητα των ανθρώπων. Γιατί εμείς τους φίλους τους αποκτάμε μάλλον ευεργετώντας παρά ευεργετούμενοι από αυτούς. Σταθερότερος δε φίλος είναι ο ευεργετών τον άλλον, γιατί είναι φυσικό να προσπαθεί να διατηρεί την ανάμνηση της ευεργεσίας με το να φέρεται πάντοτε καλά προς τον ευεργετούμενο. Ενώ αντιθέτως αυτός που οφείλει την ευεργεσία είναι ψυχρότερος στις σχέσεις του, γιατί γνωρίζει, ότι πρόκειται να ανταποδώσει την καλωσύνη σαν πληρωμή χρέους και όχι για να εξασφαλίσει την ευγνωμοσύνη του άλλου. Και είμαστε οι μόνοι που βοηθάμε τον άλλο χωρίς την ελάχιστη ανησυχία, και αυτό μάλλον από την εμπιστοσύνη που εμπνέει η ελευθερία παρά από συμφεροντολογικούς υπολογισμούς.



Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν τα παραπάνω τονίζω, ότι η όλη πόλη είναι σχολείο της Ελλάδας και ότι, κατά τη γνώμη μου, ο καθένας από εμάς έχει την ικανότητα να προσαρμοστεί προς τις πλέον διαφορετικές μορφές δράσεως με την μεγαλύτερη ευστροφία και χάρη. Και ότι αυτά είναι μάλλον η πραγματική αλήθεια και όχι απλή κομπορρημοσύνη, κατάλληλη για την παρούσα περίσταση, το αποδεικνύει αυτή η δύναμη της πόλης, την οποία αποκτήσαμε με τις ικανότητές μας αυτές. Γιατί είναι η μόνη πόλη από τις σημερινές που όταν δοκιμάζεται αποδεικνύεται ανώτερη της φήμης της, και η μόνη, η οποία ούτε στον εχθρό, που της επιτίθεται, δίνει αφορμή να αγανακτήσει με όσα παθαίνει από τέτοιους αντιπάλους, ούτε στους υπηκόους της δίνει αφορμή για παράπονα, γιατί τάχα εξουσιάζονται από ανάξιους να έχουν την εξουσία. Η δύναμή μας δε αυτή δεν είναι βέβαια χωρίς αποδείξεις, αλλά υπάρχουν μεγαλοπρεπή μνημεία αυτής, για τα οποία μας θαυμάζουν» οι σύγχρονοί μας και θα μας θαυμάζουν και οι μελλοντικές γενιές, και μάλιστα χωρίς να χρειαζόμαστε τους επαίνους ούτε του Ομήρου ούτε κανενός άλλου, του οποίου οι στίχοι είναι δυνατόν να ευχαριστήσουν προς στιγμήν, θα έλθει όμως η πραγματικότητα, η οποία θα αποκαλύψει ψεύτικη την ιδέα που σχηματίστηκε για τα πράγματα, αλλά γιατί ολόκληρη τη θάλασσα και την ξηρά την εξαναγκάσαμε να γίνει προσιτή στην τόλμη μας, ιδρύσαμε δε παντού αιώνια μνημεία και της φιλίας μας και της έχθρας μας. Υπέρ αυτής λοιπόν της πόλης και αυτοί εδώ λοιπόν πολέμησαν γενναία και βρήκαν τον θάνατο, γιατί δεν μπορούσαν να ανεχθούν την στέρησή της, και από εμάς τους απομένοντες στην ζωή ο καθένας πρέπει να έχει την προθυμία να μοχθήσει γι’ αυτήν.



Γι’ αυτόν λοιπόν το λόγο μακρηγόρησα για όσα αφορούν την πόλη, αφ’ ενός μεν δηλαδή γιατί ήθελα να σας δείξω, ότι εμείς δεν αγωνιζόμαστε για τον ίδιο σκοπό, για τον οποίο αγωνίζονται όσοι δεν έχουν κανένα από αυτά τα πλεονεκτήματα σε ίσο βαθμό με μας, και αφ’ ετέρου γιατί με αυτόν τον τρόπο ήθελα να κάνω φανερό με αποδείξεις, ότι είναι δίκαιο το εγκώμιο των ανδρών αυτών, για τους οποίους μιλάω τώρα. Και έχω ήδη αναφέρει τα κυριότερα σημεία τούτου του εγκωμίου. Γιατί όσα είπα για την πόλη για να την εξυμνήσω, είναι στολίδια, με τα οποία την στόλισαν οι αρετές αυτών εδώ και άλλων ομοίων με αυτούς, και πολύ λίγοι Έλληνες υπάρχουν, για τους οποίους μπορεί να λεχθεί, ό,τι μπορεί να λεχθεί γι’ αυτούς εδώ, ότι δηλαδή φήμη τους ισοσταθμίζει τα έργα τους. Έχω δε τη γνώμη, ότι θάνατος σαν αυτόν εδώ των προκείμενων νεκρών παρέχει το αληθινό μέτρο της αξίας ενός ανθρώπου, και άλλοτε μεν είναι ο πρώτος που την προαναγγέλλει άλλοτε δε ο τελευταίος που την επισφραγίζει. Γιατί και εκείνοι ακόμη που υστερούν κατά τα άλλα, δικαιούνται να προβάλλουν για υπεράσπισή τους την ανδραγαθία, την οποία επέδειξαν κατά τους πολέμους, μαχόμενοι υπέρ της πατρίδας. Γιατί εξέλειψαν το κακό δια του καλού, και με τις καλές τους υπηρεσίες σαν υπερασπιστές της πατρίδας την ωφέλησαν περισσότερο απ’ όσο την έβλαψαν με τα τυχόν σφάλματά τους στην ιδιωτική τους ζωή. Από αυτούς όμως εδώ κανείς δεν δείχθηκε δειλός μπροστά στον θάνατο εξ αιτίας του πλούτου του, δεν προτίμησε δηλαδή να συνεχίσει την απόλαυσή του, ούτε απέφυγε τον κίνδυνο εξ αιτίας της φτώχειας του, από την ελπίδα δηλαδή ότι μπορεί να την αποφύγει επί τέλους κάποτε και να γίνει πλούσιος. Αλλά περισσότερο από όλα τα αγαθά πόθησαν την τιμωρία των εχθρών τους, και συνάμα θεώρησαν ότι δεν υπάρχει ενδοξότερος κίνδυνος από αυτόν εδώ, και για τούτο προθυμοποιήθηκαν να ριφθούν σε αυτόν, για να εκδικηθούν τους εχθρούς τους αφ’ ενός, και για να επιδιώξουν την απόκτηση των αγαθών αυτών αφ’ ετέρου, την μεν αβεβαιότητα δηλαδή της επιτυχίας την εμπιστεύθηκαν στην ελπίδα, ως προς δε τον κίνδυνο του θανάτου που βρισκόταν μπροστά τους κατά την μάχη ήταν αποφασισμένοι να στηριχθούν στον εαυτό τους και μόνο. Και μέσα στη μάχη θεώρησαν πάντα προτιμότερο να αντισταθούν και να βρουν τον θάνατο παρά να σωθούν τρεπόμενοι σε φυγή, και γι’ αυτό απέφευγαν την αισχρή φήμη της δειλίας, και υπέβαλαν τα σώματά τους σε όλα τα δεινά της μάχης, σε μια δε κρίσιμη στιγμή, που ήταν στα χέρια της τύχης, στο ύψος της δόξας μάλλον παρά του τρόμου, βρήκαν τον θάνατο.



Και αυτοί μεν εδώ τέτοιου είδους άνθρωποι υπήρξαν, αντάξιοι της πατρίδας τους. Σεις δε οι επιζώντες πρέπει να εύχεσθε, το γενναίο σας φρόνημα απέναντι στους εχθρούς να είναι περισσότερο τυχερό από αυτό των προηγούμενων νεκρών, με κανέναν όμως τρόπο να καταδέχεσθε να είναι λιγότερο τολμηρό, και να μην κρίνετε την αξία του φρονήματος αυτού από τους επαίνους του ρήτορα μόνο, ο οποίος θα μπορούσε να την μεγαλοποιήσει όσο ήθελε ενώπιόν σας – αν και σεις τα ξέρετε το ίδιο καλά με αυτόν – αναφέροντας όλα τα καλά που υπάρχουν στην άμυνα εναντίον των εχθρών, αλλά μάλλον να παρατηρείτε καθημερινά τη δύναμη της πόλης, όπως αυτή παρουσιάζεται με έργα, και να κυριεύεσθε λίγο από έρωτα προς αυτήν, και όταν σας φανεί ότι είναι μεγάλη, να συλλογίζεσθε ότι όλα αυτά τα απέκτησαν άνθρωποι τολμηροί που είχαν συναίσθηση του καθήκοντός τους, και κατά την ώρα της μάχης είχαν πάντοτε μπροστά στα μάτια τους τον φόβο του ντροπιάσματος, όσες φορές δε αποτύγχαναν σε κάποια τους προσπάθεια, δεν νόμιζαν ότι για τον λόγο αυτό έπρεπε να στερήσουν και την πόλη από τις υπηρεσίες τους, αλλά συνεισέφεραν υπέρ αυτής την ωραιότερη συνεισφορά. Γιατί ενώ όλοι μαζί από κοινού πρόσφεραν στην υπηρεσία της πατρίδας τα σώματά τους, απελάμβαναν ατομικά κάθε ένας, σαν ανταμοιβή τρόπον τινά, τον έπαινο, ο οποίος δεν γερνάει ποτέ, και τον πιο επίσημο τάφο, που είναι δυνατόν να αποκτήσει άνθρωπος, δεν εννοώ δε τον τάφο, στον οποίο έχουν εναποτεθεί τα λείψανά τους, αλλά μάλλον τον τάφο, στον οποίο απομένει μετά θάνατον η δόξα τους και μνημονεύεται αιωνίως σε κάθε παρουσιαζόμενη κάθε φορά ευκαιρία είτε λόγου είτε έργου. Γιατί των επιφανών ανδρών τάφος είναι η Γη ολόκληρη, και την ύπαρξή τους δεν την φανερώνει μόνο η επιγραφή μιας στήλης σε κάποιο μέρος της πατρίδας τους, αλλά και στα ξένα μέρη είναι εγκατεστημένη μια άγραφη ανάμνηση αυτών σκαλισμένη όχι σε κάποιο έργο τέχνης αλλά μάλλον στις καρδιές ενός εκάστου των ανθρώπων. Αυτούς λοιπόν , εσείς τώρα να τους μιμηθείτε, και με τη σκέψη ότι ευδαιμονία είναι η ελευθερία, ελευθερία δε η τόλμη, μην τρομοκρατείσθε από τους κινδύνους του πολέμου. Γιατί δεν θα ήταν δικαιότερο να αψηφούν την ζωή τους οι δυστυχούντες άνθρωποι, οι οποίοι δεν ελπίζουν να απολαύσουν κανέναν καλό, αλλά οι ευτυχισμένοι, οι οποίοι κατά την διάρκεια ακόμη της ζωής τους διατρέχουν τον κίνδυνο να δουν την κατάστασή τους να μεταβάλλεται στην αντίθετη, δηλαδή την δυστυχία, και για τους οποίους θα ήταν πολύ σημαντική η διαφορά, αν υποτεθεί ότι πάθαιναν κανένα ατύχημα. Γιατί προξενεί μεγαλύτερο πόνο, σε έναν βέβαια που έχει κάποια υψηλοφροσύνη, η εξαθλίωση που συνοδεύεται από εκφυλισμό, παρά ο θάνατος που του έρχεται ξαφνικά, χωρίς καν να γίνει αισθητός, επάνω στην ακμή της σωματικής του δύναμης και επάνω στις ελπίδες που τρέφει και ο κάθε θνητός.



Γι’ αυτόν λοιπόν τον λόγο και σας τους γονείς των ηρώων αυτών, όσοι είσθε παρόντες, δεν σας κλαίω την στιγμή αυτή, αλλά μάλλον θα προσπαθήσω να σας παρηγορήσω. Γιατί, όπως όλοι, γνωρίζουν και αυτοί ότι μεγάλωσαν μέσα σε ποικίλες εναλλαγές της τύχης, και ότι ευτυχισμένοι μπορεί να θεωρούνται μόνο εκείνοι, στους οποίους έλαχε η μεγίστη τιμή, είτε ένας έντιμος θάνατος είναι αυτή, όπως αυτών εδώ, είτε μια έντιμη λύπη, όπως η δική σας, και εκείνοι, των οποίων οι ημέρες της ζωής τους κανονίστηκαν κατά τέτοιον τρόπο, ώστε το τέρμα της ευτυχίας τους να συμπέσει με το τέρμα της ζωής τους. Γνωρίζω βέβαια ότι είναι δύσκολο να σας πείσω γι’ αυτά, μια τέτοια στιγμή κατά την οποία η ευτυχία των άλλων θα σας κάνει να θυμηθείτε πολλές φορές την ευτυχία, που κάποτε αισθανθήκατε και σεις. Και λύπη αισθάνεται κανείς όχι για την έλλειψη των αγαθών που δεν δοκίμασε ποτέ στην ζωή του, αλλά για την στέρηση εκείνων, τα οποία πριν του αφαιρεθούν αποτέλεσαν μέρος της ζωής του. Όσοι δε από εσάς είσθε σε ηλικία που επιτρέπει την τεκνοποιία, πρέπει να υποφέρετε τον πόνο σας με περισσότερη υπομονή, γιατί ελπίζετε να αποκτήσετε και άλλα παιδιά. Γιατί όχι μόνο για τον καθένα σας ιδιαίτερα εκείνα που θα γεννηθούν θα σας κάνουν να λησμονήσετε σιγά σιγά αυτά που χάσατε στον πόλεμο, αλλά και για την πόλη το κέρδος θα είναι διπλό, γιατί με αυτόν τον τρόπο, αφ’ ενός αποφεύγεται η απειλούμενη ερήμωση από την ελάττωση του πληθυσμού, και αφ’ ετέρου ενισχύεται η ασφάλειά της. Γιατί τίποτε το σωστό και δίκαιο δεν είναι σε θέση να σκεφθούν και να συμβουλεύσουν την πόλη όσοι δεν έχουν παιδιά να τα εκθέσουν στον κίνδυνο που εκτίθενται τα παιδιά όλων των άλλων. Όσοι δε πάλι έχετε προσπεράσει το όριο αυτό της ηλικίας, πρέπει να θεωρείτε κέρδος το ότι περάσατε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σας ευτυχισμένοι, η δε περίοδος της λυπημένης ζωής σας θα είναι σύντομη, και να ανακουφίζεσθε από την δόξα αυτών εδώ των ηρωικώς πεσόντων παιδιών σας. Γιατί το μόνο πράγμα που δεν γερνάει ποτέ είναι η φιλοδοξία, και εκείνο που ευχαριστεί τον άνθρωπο στην γεροντική του ηλικία, όταν είναι άχρηστος πια, δεν είναι το κέρδος, όπως ισχυρίζονται μερικοί, αλλά η απόλαυση τιμών.



Ως προς σας δε εξ άλλου, τους γιους και αδελφούς τους, όσοι είσθε παρόντες, βλέπω ότι η προσπάθεια, την οποία θα πρέπει να καταβάλλετε, για να τους μιμείσθε, είναι τρομακτικά δύσκολη. Γιατί όλοι συνηθίζουν να επαινούν εκείνον που δεν υπάρχει πλέον, οσοδήποτε δε υπέροχη και αν υποτεθεί ότι είναι η αρετή σας, μόλις και μετά βίας θα θεωρούσατε ότι είσθε, όχι όμοιοι, αλλά κατά τι κατώτεροι. Γιατί και μεταξύ των ζώντων υπάρχει φθόνος αμοιβαίος εκ μέρους των εκάστοτε αντιζήλων, όποιος δε πεθαίνει και δεν είναι εμπόδιο σε κανέναν τιμάται με μια εύνοια απαλλαγμένη από κάθε αντίδραση.



Αν δε πρέπει να κάνω λόγο και για την γυναικεία αρετή, σχετικά με αυτές που θα ζουν ως εξής σαν χήρες, θα συμπεριλάβω όλα όσα έχω να πω σε μια σύντομη παραίνεση: θα είναι μεγάλη η δόξα σας, αν δεν δειχθείτε κατώτεροι του φυσικού σας χαρακτήρα, και μάλιστα αν για την κάθε μια σας γίνεται όσο το δυνατόν λιγότερος λόγος μεταξύ των ανδρών, είτε προς έπαινον είτε προς κατηγορία (είτε για καλό είτε για κακό).



Εκφώνησα λοιπόν κι εγώ, σύμφωνα με την επιταγή του νόμου, τον επιτάφιο, και είπα ό,τι είχα να πω κατάλληλο για την περίσταση, και με έργα δε αυτοί, τους οποίους θάπτουμε, εν μέρει μεν έχουν τιμηθεί τώρα αμέσως, εν μέρει δε θα τιμώνται στο μέλλον, γιατί η πόλη θα ανατρέφει τα παιδιά τους δημοσία δαπάνη μέχρι που να γίνουν έφηβοι, απονέμουσα έτσι και σε αυτούς εδώ και στους επιζώντες χρήσιμη αμοιβή, αντί στεφάνου τρόπον τινά, για αυτούς τους αγώνες τους υπέρ της πατρίδας. Γιατί όπου τα βραβεία της αρετής είναι τα πιο μεγάλα, εκεί συγκαταλέγονται μεταξύ των πολιτών και οι πιο ενάρετοι άνδρες. Και τώρα να χορτάσει ο καθένας θρηνώντας τον δικό του και έπειτα να αποχωρήσει».



Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο τελέστηκε ο ενταφιασμός των πεσόντων κατά αυτόν τον χειμώνα, με το τέλος του οποίου συνέπεσε και το τέλος του πρώτου έτους του παρόντος πολέμου.
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος
ΓΙΑΝΝΗΣΜ



Ένταξη: 03 Ιούλ 2006
Δημοσιεύσεις: 463

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Κυρ Ιούλ 01, 2007 9:24 pm    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με παράθεση αυτού του μηνύματος
Από τα ωραιότερα πλατωνικά κείμενα. Απολαύστε το.

"...απάντων τιμιώτερων πατρίς εστί".Πλάτωνος Κρίτων(51α)



ΠΛΑΤΩΝΑΣ

ΤΙΜΑΙΟΣ

(Ή περί Φύσεως)(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)


ΠΡΟΣΩΠΑ του ΔΙΑΛΟΓΟΥ

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

ΤΙΜΑΙΟΣ

(Φιλόσοφος και μαθηματικός από τους Λοκρούς της Ιταλίας)

ΕΡΜΟΚΡΑΤΗΣ

(Πολιτικός και στρατηγός από τις Συρακούσες)
ΚΡΙΤΙΑΣ
(Προπάππος του Πλάτωνα)





27c – 43d


ΚΡΙΤΙΑΣ

Αφού ο Τίμαιος είναι καλύτερος απ’ όλους μας στην αστρονομία κι έχει ορίσει βασικό μέλημά του να μάθει τη φύση του σύμπαντος, μας φάνηκε σωστό να μιλήσει πρώτος, αρχίζοντας από την προέλευση του κόσμου και φτάνοντας μέχρι τη φύση του ανθρώπου. Μετά θα συνεχίσω εγώ, σαν να είχα δεχτεί ανθρώπους που γεννήθηκαν σύμφωνα με τα λόγια του και εκπαιδευμένους, κάποιους απ’ αυτούς, από σένα με τρόπο ξεχωριστό. Ύστερα, σύμφωνα με τον λόγο και τον νόμο του Σόλωνα, θα σας τους παρουσιάσω σαν να είσαστε δικαστές, και θα τους κάνω κατοίκους της πολιτείας μας, θεωρώντας αυτούς Αθηναίους εκείνης της περασμένης εποχής, τους οποίους, παρ’ ότι χαμένους, αποκάλυψαν τα γραπτά των ιερών κειμένων. Έτσι θα συνεχίσω την ομιλία μου γι’ αυτούς σαν να ήταν συμπολίτες μου Αθηναίοι.


ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Μου φαίνεται ότι θα ανταμειφθώ γενναιόδωρα και υπέροχα για τη φιλοξενία που σας πρόσφερα με τα λόγια μου. Μπορείς λοιπόν, Τίμαιε, να αρχίσεις αμέσως την ομιλία σου, αφού επικαλεστείς τους θεούς, όπως απαιτεί η συνήθεια.


ΤΙΜΑΙΟΣ

Όσο γι’ αυτό, Σωκράτη, όλοι το κάνουν, όσοι είναι έστω κι ελάχιστα συνετοί, δηλαδή επικαλούνται βέβαια το θεό τη στιγμή που επιδιώκουν να κάνουν κάτι, είτε μικρό είναι αυτό είτε μεγάλο. Εμείς λοιπόν που σκοπεύουμε να μιλήσουμε για το σύμπαν και να πούμε πως δημιουργήθηκε ή αν είναι ακόμα αγέννητο, θα πρέπει, εκτός κι αν είμαστε εντελώς τρελοί, να ζητήσουμε βοήθεια από θεούς κι από θεές, και να ευχηθούμε πρώτα να είναι τα λόγια μας ευχάριστα σ’ εκείνους και στη συνέχεια σε μας τους ίδιους. Αυτή ας είναι η παράκλησή μας προς τους θεούς όσο για μας, ας τους παρακαλέσουμε να μας βοηθήσουν, ώστε εσείς μεν να καταλάβετε εύκολα αυτά που θα σας πω, εγώ δε να καταφέρω να σας εξηγήσω όσο πιο καθαρά μπορώ τις απόψεις μου σχετικά με το θέμα της συζήτησής μας.

Πρώτα απ’ όλα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να κάνουμε την εξής διάκριση. Τι είναι αυτό που υπάρχει πάντα και δεν γεννιέται ποτέ, και τι είναι εκείνο που γεννιέται συνεχώς αλλά δεν υπάρχει ποτέ; Το πρώτο μπορεί να γίνει αντιληπτό με τη σκέψη και με λογικούς συλλογισμούς, επειδή είναι αμετάβλητο. Το δεύτερο γίνεται αντιληπτό με τη δοξασία και με την αίσθηση, χωρίς λογικούς συλλογισμούς, αφού γεννιέται και χάνεται χωρίς ποτέ να υπάρχει πραγματικά. Άλλωστε, όλα γίνονται κατ’ ανάγκη από κάποια αιτία. Χωρίς αυτή είναι αδύνατο να δημιουργηθεί οτιδήποτε. Επομένως, όταν ο δημιουργός φτιάχνει κάτι και του δίνει σχήμα και λειτουργικότητα αποβλέποντας στο αιώνιο και αμετάβλητο κι έχοντας αυτό για πρότυπό του, τούτο αναγκαίως θα είναι καλό. Όταν όμως το φτιάχνει χρησιμοποιώντας για πρότυπο το γεννημένο, τότε το δημιούργημά του δεν θα είναι καλό. Επομένως, ολόκληρο τον ουρανό ή τον κόσμο ή οποιοδήποτε άλλο όνομα θα μπορούσε να δεχτεί, ας τον ονομάζουμε έτσι. Πρέπει λοιπόν πρώτα να εξετάσουμε αυτό που οφείλουμε να έχουμε ως βάση από την αρχή, όταν κάνουμε το ίδιο για οποιοδήποτε πράγμα. Ποιο απ’ τα δύο, δηλαδή, υπήρχε πάντα χωρίς να γεννηθεί ποτέ ή δημιουργήθηκε κάποτε ξεκινώντας από κάποια αρχή. Γεννήθηκε· γιατί είναι ορατός, απτός και έχει σώμα. Όλα αυτά είναι αισθητά - και τα αισθητά πράγματα, που γίνονται αντιληπτά με τη δοξασία με τη βοήθεια των αισθήσεων, υποστηρίξαμε πως γεννιούνται και δημιουργούνται. Είπαμε επίσης ότι κάθε τι που γεννιέται προέρχεται κατ’ ανάγκη από κάποια αιτία. Είναι όμως δύσκολο να βρει κανείς τον δημιουργό και πατέρα του σύμπαντος, κι αν ακόμα τον βρει δεν θα μπορέσει να τον αποκαλύψει σε όλους. Τούτο λοιπόν πρέπει να εξετάσουμε πάλι σχετικά μ’ αυτό, σύμφωνα με το ποιο από τα δύο πρότυπα τον έφτιαξε ο δημιουργός του. Σύμφωνα με το αιώνιο και αμετάβλητο ή σύμφωνα με εκείνο που γεννήθηκε; Αν ο κόσμος γύρω μας είναι όμορφος και ο δημιουργός του αγαθός, τότε γίνεται φανερό ότι προς το αιώνιο απέβλεπε. Διαφορετικά, κάτι που ούτε να το πει κανείς επιτρέπεται, αν ο κόσμος δεν είναι καλός ούτε ο δημιουργός του αγαθός, τότε απέβλεπε προς κάτι που γεννήθηκε. Είναι όμως φανερό σε όλους ότι φτιάχτηκε σύμφωνα με το αιώνιο, επειδή ο κόσμος είναι ο ομορφότερος απ’ όλους όσους γεννήθηκαν κι ο δημιουργός του είναι η ανώτερη απ’ όλες τις αιτίες. Αφού λοιπόν φτιάχτηκε έτσι, σύμφωνα με τους λόγους μας, καταλαβαίνουμε ότι φτιάχτηκε σύμφωνα με το αμετάβλητο πρότυπο που γίνεται αντιληπτό από τη λογική και τη σκέψη. Αφού, επομένως, δεχόμαστε όλα αυτά, τότε αναγκαστικά αυτός ο κόσμος πρέπει να είναι εικόνα κάποιου άλλου.

Τώρα, σε σχέση με όλα τα θέματα, είναι πολύ σημαντικό να αρχίσουμε από τη φυσική τους αρχή. Κατά συνέπεια, όταν ασχολούμαστε με μια εικόνα και με το πρότυπό της, πρέπει να βεβαιωνόμαστε ότι τα επιχειρήματά μας οφείλουν να ταιριάζουν με τα διάφορα πράγματα που εξηγούν. Όσα είναι μόνιμα, σταθερά και κατανοητά με τη βοήθεια της σκέψης, θα είναι και τα ίδια σταθερά και αμετάβλητα. Πρέπει λοιπόν να βασιστούμε σε σταθερούς και αμετάβλητους συλλογισμούς, που αποκλείεται ν’ αποδειχθούν λανθασμένοι, ώστε να μην υστερούν σε τίποτα. Έτσι οι συλλογισμοί που εξηγούν εκείνο που δημιουργήθηκε με πρότυπο το αιώνιο και αποτελεί εικόνα του, πρέπει να είναι πιθανοφανείς και ανάλογοι με τους πρώτους, αφού όποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στη γένεση και την ουσία η ίδια υπάρχει ανάμεσα στην πίστη και την αλήθεια. Μην απορήσεις λοιπόν, Σωκράτη, ενώ πολλοί έχουν πει πολλά σχετικά με τους θεούς και τη δημιουργία του σύμπαντος, αν δεν καταφέρουμε να διατυπώσουμε σωστούς και απόλυτα συνεπείς από κάθε άποψη συλλογισμούς. Αν όμως κάνουμε υπολογισμούς που δεν είναι κατώτεροι από άλλους, θα πρέπει να νιώσουμε ικανοποίηση, έχοντας κατά νου ότι τόσο εγώ που μιλάω όσο και εσείς που με κρίνετε είμαστε άνθρωποι. Αφού λοιπόν δεχτούμε κάποια πιθανή ερμηνεία γι’ αυτά τα θέματα δεν θα πρέπει να αναζητούμε τίποτα περισσότερο από αυτό.


ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Θαυμάσια, Τίμαιε. Πρέπει να δεχτούμε απόλυτα αυτά που προτείνεις. Ακούσαμε βέβαια το προοίμιό σου με θαυμασμό. Μίλησέ μας τώρα και για το κύριο θέμα.


ΤΙΜΑΙΟΣ

Ας εξετάσουμε λοιπόν για ποιο λόγο έφτιαξε ο δημιουργός τη γένεση και τον κόσμο. Ήταν αγαθός, και ο αγαθός δεν έχει κανένα φθόνο μέσα του για τίποτα. Γι’ αυτό θέλησε να γίνουν τα πάντα όσο το δυνατόν πιο όμοια με τον ίδιο. Όποιος λοιπόν δέχεται αυτή ως σπουδαιότερη αρχή για τη γένεση και τον κόσμο, ακούγοντάς την από συνετούς ανθρώπους, θα έπραττε σωστά. Ο θεός, θέλοντας να κάνει όλα τα πράγματα όσο το δυνατόν πιο καλά και χωρίς ασχήμιες, πήρε όλη την ορατή ύλη που ποτέ δεν ησύχαζε, αλλά βρισκόταν σε άτακτη και ακανόνιστη κίνηση, και την έβαλε από την αταξία σε τάξη, πιστεύοντας ότι αυτή σε κάθε περίπτωση είναι η καλύτερη. Σαν άριστος που είναι, ούτε ήταν ούτε είναι επιτρεπτό να κάνει τίποτα άλλο από το ωραιότερο. Αφού λοιπόν σκέφτηκε καλά, κατάλαβε πως οτιδήποτε ορατό από τη φύση και χωρίς λογικό δεν θα είναι ποτέ ωραιότερο από κάποιο άλλο σύνολο με νου, αλλά και πως δεν είναι δυνατό να υπάρξει σε κάτι νους χωρίς ψυχή. Με αυτή τη σκέψη έβαλε το λογικό στην ψυχή, και βάζοντας την ψυχή στο σώμα δημιουργούσε το σύμπαν, ώστε το έργο του να είναι από τη φύση του το καλύτερο και το ωραιότερο. Σύμφωνα λοιπόν με αυτό τον πιθανό συλλογισμό πρέπει να δεχτούμε ότι ο κόσμος αυτός δημιουργήθηκε ζωντανός, με ψυχή και με λογικό χάρη στην πρόνοια του θεού.



Αφού έτσι έχουν τα πράγματα, πρέπει να εξετάσουμε αυτό που ακολουθεί στη συνέχεια. Ποιον άλλο ζωντανό κόσμο πήρε ο δημιουργός για πρότυπο, όταν θέλησε να φτιάξει όμοιό του τον κόσμο. Δεν πρέπει να πιστέψουμε ότι είναι από τη φύση του μέρος κάποιου άλλου κόσμου, γιατί, αν μοιάζει με κάτι που δεν είναι τέλειο, τότε αποκλείεται να είναι κι ο ίδιος καλός. Είναι πιο σωστό να δεχτούμε ότι μοιάζει περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο μ’ εκείνο τον ζωντανό κόσμο του οποίου αποτελούν μέρος όλα τα άλλα πλάσματα και ως άτομα και ως σύνολο, επειδή εκείνος περιλαμβάνει και κλείνει μέσα του όλα τα νοητά όντα, όπως ακριβώς αυτός ο κόσμος περιλαμβάνει εμάς και όλα τα άλλα ορατά πλάσματα. Αφού λοιπόν ο θεός θέλησε να τον κάνει να μοιάζει με το καλύτερο και τελειότερο απ’ όλα τα νοητά δημιουργήματα, έφτιαξε έναν ορατό κόσμο, ο οποίος περιλαμβάνει όλα τα ζωντανά πλάσματα που από τη φύση τους είναι όμοια προς αυτόν. Έχουμε λοιπόν δίκιο όταν περιγράφουμε τον κόσμο σαν μοναδικό; Ή μήπως θα ήταν πιο σωστό να πούμε ότι υπάρχουν πολλοί και άπειροι; Αν έγινε σύμφωνα με το πρότυπό του, τότε πρέπει να είναι μόνο ένας, γιατί αυτό που περιλαμβάνει όλα τα νοητά ζώα δεν μπορεί ποτέ να είναι δεύτερο μαζί με κάποιο άλλο. Σ’ αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να υπάρχει άλλος ένας που να κλείνει μέσα του και τους δυο, οι οποίοι θ’ αποτελούν τμήματά του. Τότε όμως δεν θα ήταν σωστό να υποστηρίξουμε ότι αυτός ο κόσμος είναι όμοιος με εκείνους τους δυο αλλά μόνο με τον ένα που κλείνει μέσα του τους άλλους δυο. Για να είναι επομένως ο κόσμος μόνος του όμοιος με το τέλειο πρότυπο, ο δημιουργός δεν έφτιαξε ούτε δύο ούτε άπειρους άλλους κόσμους, αλλά αυτός ο ουρανός είναι ένας και μοναδικός και τώρα και πάντα.

Οτιδήποτε δημιουργείται πρέπει να έχει σώμα ορατό και απτό. Τίποτα όμως δεν μπορεί να είναι ορατό μακριά από τη φωτιά και τίποτα απτό χωρίς να έχει στερεότητα. Δεν υπάρχει όμως τίποτα στερεό χωρίς να έχει χώμα. Όταν λοιπόν ο θεός άρχισε να φτιάχνει το σώμα του σύμπαντος, χρησιμοποίησε φωτιά και χώμα. Δεν είναι όμως δυνατό να ενωθούν καλά δυο σώματα χωρίς τη μεσολάβηση και κάποιου τρίτου, γιατί ανάμεσα στα δύο πρώτα πρέπει να υπάρχει κάτι που θα τα συνδέει. Καλύτερος δεσμός είναι αυτός που ενώνει τον εαυτό του τέλεια με εκείνα τα πράγματα που συνδέει σε ένα ενιαίο.



Η εργασία αυτή γίνεται με αποτελεσματικό τρόπο από τη φυσική σχέση των αναλογιών. Όταν δηλαδή ο μέσος από τρεις αριθμούς, είτε κύβοι είναι αυτοί είτε δυνάμεις, έχει με τον τελευταίο την ίδια σχέση που έχει και ο πρώτος με τον μέσο, και αντίστροφα, όποια σχέση έχει ο τελευταίος προς τον μέσο έχει και ο μέσος με τον πρώτο, τότε, επειδή ο μέσος γίνεται και πρώτος και τελευταίος, ενώ ο πρώτος κι ο τελευταίος γίνονται με τη σειρά τους μέσοι, αναγκαστικά θα είναι όλοι ίδιοι και κατά συνέπεια θ’ αποτελούν ενιαίο σύνολο. Αν λοιπόν το σώμα του σύμπαντος γινόταν επίπεδο χωρίς βάθος, ένας μόνο μέσος όρος θα ήταν αρκετός για να συνδέσει τον εαυτό του με τα άλλα δυο στοιχεία. Τώρα όμως, το σώμα του σύμπαντος έπρεπε να είναι στερεό και τα στερεά δεν συνδέονται ποτέ με έναν μέσο αλλά πάντα με δύο. Για τον λόγο αυτό ο θεός ανάμεσα στη φωτιά και το χώμα έβαλε το νερό και τον αέρα με την ίδια αναλογία, δηλαδή ο αέρας να αναλογεί με το νερό όσο η φωτιά με τον αέρα και το νερό με το χώμα όσο ο αέρας με το νερό, φτιάχνοντας έναν κόσμο ορατό και απτό. Με αρμονική λοιπόν αναλογία αυτών των τεσσάρων στοιχείων, που είναι τέτοιου είδους, δημιουργήθηκε το σώμα του κόσμου. Ώστε, αφού φτιάχτηκε ενιαίο και ίδιο με τον εαυτό του, έγινε αδιάσπαστο από τον οποιονδήποτε εκτός από τον δημιουργό του.



Έτσι, στη δημιουργία του κόσμου έχουν περιληφθεί ολόκληρα αυτά τα τέσσερα στοιχεία, αφού ο δημιουργός του χρησιμοποίησε ολόκληρη τη φωτιά, το νερό, τον αέρα και το χώμα που υπήρχε, χωρίς να αφήσει έξω τίποτα με το οποίο θα μπορούσε να φτιαχτεί οτιδήποτε άλλο. Και τούτο γιατί σκέφτηκε αυτά: Πρώτο, να φτιάξει ένα σύνολο κατά το δυνατόν τέλειο και ολοκληρωμένο, αποτελούμενο από τέλεια μέρη. Δεύτερο, να είναι μοναδικό, αφού δεν θα έχει μείνει κανένα στοιχείο έξω απ’ αυτό, ώστε να δημιουργηθεί άλλο τέτοιο. Και τέλος, να μένει άθικτος από γεράματα κι αρρώστιες, επειδή ήξερε ότι το ζεστό και το κρύο και όλα όσα έχουν βίαιες ιδιότητες, όταν περιβάλλουν απ’ έξω ένα σύνθετο σώμα και συγκρούονται μαζί του, μπορούν να το διαλύσουν πρόωρα και να το καταστρέψουν με γεράματα και αρρώστιες. Γι’ αυτό λοιπόν τον λόγο και μ’ αυτή τη σκέψη οικοδόμησε τον κόσμο με τέτοιο τρόπο, ώστε ν’ αποτελεί ενιαίο σύνολο με όλα τα στοιχεία που υπάρχουν και να είναι τέλειος και αγέραστος και άτρωτος από ασθένειες. Του έδωσε επίσης το σχήμα που του ταίριαζε περισσότερο και ήταν πιο συγγενικό προς αυτόν. Στον ζωντανό όμως κόσμο που είχε σχεδιαστεί για να κλείσει μέσα του κάθε πλάσμα, καταλληλότερο ήταν το σχήμα που μπορούσε να τα περιλάβει όλα τα σχήματα που υπάρχουν. Γι’ αυτό το λόγο τον έκανε κυκλικό και σφαιρικό, με το κέντρο του σε ίση απόσταση απ’ όλα τα σημεία της περιφέρειάς του, ένα σχήμα, δηλαδή, που είναι τελειότερο απ’ όλα τ’ άλλα και περισσότερο όμοιο με τον εαυτό του, πιστεύοντας ότι το όμοιο είναι απείρως ωραιότερο από το ανόμοιο. Εξωτερικά τον έκανε λείο με μεγάλη ακρίβεια, για πολλούς λόγους. Ο κόσμος, άλλωστε, δεν χρειαζόταν να έχει μάτια, αφού έξω από αυτόν δεν υπήρχε τίποτα ορατό. Ούτε ακοή χρειαζόταν, εφόσον δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να γίνει ακουστό. Γύρω από τον κόσμο δεν υπήρχε αέρας για ν’ αναπνέει. Ούτε πάλι είχε ανάγκη και από όργανα για να δέχεται τροφή ή ν’ αποβάλλει αυτή που είχε χωνέψει πιο πριν, αφού τίποτα δεν μπορούσε να μπει ή να βγει από οποιοδήποτε μέρος του - δεν υπήρχε άλλωστε τίποτα. Ήταν φτιαγμένος με τρόπο που μπορούσε να δίνει ο ίδιος για τροφή στον εαυτό του εκείνο το μέρος του που φθείρεται, και είχε φτιαχτεί από τον δημιουργό του τέτοιος, ώστε όλες οι ενέργειες και τα πάθη του να προέρχονται από τον ίδιο τον εαυτό του, αφού ο δημιουργός του έκρινε ότι θα ήταν καλύτερος αν είχε αυτάρκεια, παρά αν χρειαζόταν κι άλλα πράγματα. Σκέφτηκε επίσης να μην του δώσει χέρια, γιατί δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να πιάσει ή ν’ αποκρούσει, αλλά ούτε και πόδια ή άλλα όργανα για να κινείται. Του έδωσε βέβαια την κατάλληλη για το σώμα του κίνηση, δηλαδή εκείνη από τις εφτά κινήσεις που ταιριάζει περισσότερο στη λογική και τη σωφροσύνη. Γι’ αυτό λοιπόν τον έκανε να κινείται ομοιόμορφα κυκλικά, στο ίδιο σημείο και γύρω από τον εαυτό του, αφαιρώντας τις άλλες έξι κινήσεις και διαμορφώνοντάς τον με τρόπο που θα ήταν άχρηστες. Βλέποντας ότι μ’ αυτή την περιστροφική κίνηση δεν χρειαζόταν να περπατάει, τον κατασκεύασε χωρίς σκέλη και πόδια.



Η σκέψη του αιώνιου θεού, η οποία αφορούσε τον θεό που θα γεννηθεί κάποτε, έφτιαξε το σώμα του κόσμου λείο, ομαλό και με όλα τα μέρη του σε ίδια απόσταση από το κέντρο, δηλαδή έναν κόσμο ενιαίο, τέλειο και αποτελούμενο από τέλεια συστατικά. Στη μέση του τοποθέτησε την ψυχή, απλώνοντάς την παντού - ακόμα και την εξωτερική του επιφάνεια περικάλυψε μ’ αυτή την ίδια. Έτσι δημιούργησε έναν και μοναδικό κόσμο που κινείται κυκλικά, που από την αυτάρκειά του παίρνει από μέσα του ό,τι χρειάζεται, δίχως να έχει ανάγκη από τίποτε άλλο, που γνωρίζει ο ίδιος τον εαυτό του και τον αγαπά πολύ. Γι’ αυτό τον λόγο τον έφτιαξε ευτυχισμένο θεό.



Την ψυχή δεν την κατασκεύασε ο θεός μετά από το σώμα ούτε να είναι νεότερη, όπως εμείς τώρα αναφέρουμε. Όταν ο θεός τα συνέδεσε μεταξύ τους, δεν ήταν δυνατόν να αφήσει το αρχαιότερο να κυβερνιέται από το νεότερο. Εμείς που μετέχουμε στο τυχαίο και το άτακτο, μιλάμε με τον ίδιο τρόπο. Ο θεός όμως δημιούργησε την ψυχή πριν από το σώμα κι έτσι είναι ανώτερή του τόσο στην ηλικία όσο και στην αρετή, για να το εξουσιάζει και όχι να εξουσιάζεται απ’ αυτό. Την έφτιαξε μάλιστα από την ύλη και με τον τρόπο που θα σας περιγράψω. Ανάμεσα στην ουσία που είναι αδιαίρετη και αμετάβλητη, και στην ουσία που γίνεται διαιρετή και μεταβλητή στα σώματα ανακάτεψε ένα τρίτο είδος ουσίας που αποτελείται τόσο από το αμετάβλητο όσο και από το μεταβλητό. Την τοποθέτησε λοιπόν ανάμεσα στην αδιαίρετη και στη διαιρετή ουσία των πραγμάτων. Και μετά, παίρνοντας τα τρία αυτά είδη, τα ανακάτεψε ώστε να σχηματίσουν ένα μόνο σώμα, αναγκάζοντας τη φύση του άλλου να προσαρμοστεί με τη βία στη φύση του αμετάβλητου, εκείνου δηλαδή που δεν αναμειγνύεται. Ύστερα, έφτιαξε από τις τρεις ουσίες μαζί ένα μείγμα που το χώρισε σε όσα μέρη χρειαζόταν. Καθένα απ’ αυτά τα μέρη είχε αποτελεστεί από την αμετάβλητη, τη μεταβλητή και την τρίτη ουσία. Στη συνέχεια άρχισε να διαιρεί το μείγμα ως εξής:



Πρώτα χώρισε ένα μέρος από ολόκληρο το μείγμα.

Ύστερα χώρισε διπλάσια ποσότητα απ’ αυτήν.

Τρίτο, χώρισε ποσότητα μιάμιση φορά μεγαλύτερη από τη δεύτερη και τριπλάσια από την πρώτη.

Τέταρτο, πήρε διπλάσια ποσότητα από τη δεύτερη.

Πέμπτο, χώρισε ποσότητα τριπλάσια από την τρίτη.

Έκτο, πήρε ποσότητα οκταπλάσια από την πρώτη.

Και έβδομο, χώρισε ποσότητα είκοσι επτά φορές περισσότερη από την πρώτη.



Στη συνέχεια γέμισε τα κενά που είχαν λόγο το δύο και τα κενά με λόγο το τρία, χωρίζοντας κι άλλες ποσότητες από το αρχικό μείγμα και βάζοντάς τες στη μέση των παραπάνω αναλογιών, με τρόπο ώστε να υπάρχουν δύο μέσοι όροι.



Απ’ αυτούς, ο πρώτος υπερέχει από το ένα άκρο ακριβώς όσο υπολείπεται από το άλλο.

Ο δεύτερος υπερέχει και υπολείπεται εξίσου, κατά τον ίδιο αριθμό.

Επειδή όμως έτσι δημιουργήθηκαν νέα διαστήματα σ’ εκείνα που υπήρχαν ήδη, δηλαδή αναλογίες τριών προς δύο, τεσσάρων προς τρία και εννέα προς οκτώ, συμπλήρωσε τις αναλογίες των τεσσάρων προς τρία με διαστήματα των εννέα προς οκτώ.

Έτσι έμεινε τελικά ένα μικρό μέρος από το καθένα τους, που μπορεί να παρασταθεί με την αναλογία διακόσια πενήντα έξι προς διακόσια σαράντα τρία.

Έτσι χρησιμοποίησε ολόκληρο το αρχικό μείγμα.



Αυτή τη σύνθεση τη χώρισε κατά μήκος φτιάχνοντας δυο κομμάτια. Αφού έβαλε το ένα μισό επάνω στο άλλο, όπως το σχήμα του Χ, τα λύγισε κυκλικά ενώνοντας πρώτα τα άκρα τους και στη συνέχεια τα σημεία αυτά μεταξύ τους, σχηματίζοντας δυο αντίθετους κύκλους. Σ’ αυτούς τους κύκλους, τον έναν μέσα στον άλλον, έδωσε κίνηση που γίνεται πάντα με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο τόπο. Ύστερα έδωσε στο αμετάβλητο την εξωτερική κίνηση, ενώ την εσωτερική στο μεταβλητό και κανόνισε ώστε η κίνηση του αμετάβλητου να γίνεται πλευρικά προς τα δεξιά, ενώ η κίνηση του μεταβλητού διαγώνια προς τα αριστερά. Την υπεροχή την έδωσε στην περιστροφή του αμετάβλητου, την οποία άφησε άσχιστη. Αντίθετα, έσχισε έξι φορές την εσωτερική περιστροφή δημιουργώντας εφτά άνισους κύκλους με τα διπλά και τα τριπλά διαστήματα, τρία από κάθε είδος. Ύστερα όρισε ότι αυτοί οι δυο κύκλοι θα κινούνται σε αντίθετη κατεύθυνση. Από τους εφτά εσωτερικούς κύκλους κανόνισε ώστε οι τρεις να περιστρέφονται με την ίδια ταχύτητα, ενώ οι υπόλοιποι τέσσερις με ταχύτητες διαφορετικές τόσο μεταξύ τους όσο και σχετικά με τους πρώτους τρεις, όμως σταθερά και με κανονικότητα.





Όταν ολοκληρώθηκε η σύνθεση της ψυχής με τη θέληση του δημιουργού, τότε εκείνος δημιούργησε και το σώμα. Έπειτα τα συνέδεσε και τα εναρμόνισε κέντρο με κέντρο. Η ψυχή, ξεκινώντας από το μέσον, απλώθηκε μέχρι τα τελευταία άκρα του ουρανού, τον κάλυψε κυκλικά απ’ έξω κι άρχισε να γυρίζει γύρω από τον εαυτό της, σε μια αιώνια και σώφρονα ζωή. Το σώμα του ουρανού είναι ορατό, ενώ της ψυχής αόρατο. Εκείνη όμως μετέχει στη λογική και στην αρμονία, ως ψυχή των νοητών και των αιώνιων όντων, και είναι ανώτερη απ όλα τα όντα που έχουν γεννηθεί, αφού δημιουργήθηκε από το άριστο.



Επειδή λοιπόν δημιουργήθηκε από το ανακάτεμα αυτών των τριών πραγμάτων, του αμετάβλητου, του μεταβλητού και της τρίτης ουσίας, που χωρίστηκαν και αναμείχθηκαν αναλογικά, και επειδή περιστρέφεται γύρω και μέσα στον εαυτό της, κάθε φορά που συναντιέται με κάτι διαιρετό ή αδιαίρετο, προσδιορίζει με τι μοιάζει αυτό ή από τι διαφέρει. Έτσι καθορίζει το που, το πώς, το πότε και τη σχέση αυτών που συμβαίνουν στον κόσμο, τη θέση που έχουν μεταξύ τους και την αλληλεπίδραση που υπάρχει και ανάμεσά τους και σε σχέση με τ’ αμετάβλητα. Ο προσδιορισμός αυτός, που είναι το ίδιο αληθινός είτε πρόκειται για το μεταβλητό είτε για το αμετάβλητο, κατευθύνεται χωρίς φωνή και ήχο σ’ αυτό που κινείται μόνο του. Κι όταν έχει σχέση με το αισθητό, τότε ο κύκλος του μεταβλητού που κινείται σε ευθεία γραμμή το κάνει γνωστό σ’ ολόκληρη την ψυχή, κι έτσι δημιουργούνται οι γνώμες και οι πεποιθήσεις οι απόλυτα βέβαιες και αληθινές. Όταν όμως αναφέρεται στο νοητό, που ο γρήγορος κύκλος του αμετάβλητου το μεταφέρει αμέσως στην ψυχή, τότε το αποτέλεσμα είναι η νόηση και η γνώση.

Κι αν κανείς ισχυριστεί ποτέ ότι αυτό από το οποίο δημιουργήθηκαν αυτά τα δυο πράγματα είναι κάτι διαφορετικό από την ψυχή, τότε ασφαλώς οτιδήποτε άλλο εκτός από την αλήθεια λέει.



Ο δημιουργός χάρηκε όταν διαπίστωσε ότι ο κόσμος κινείται και μοιάζει με τους αιώνιους θεούς και, ευχαριστημένος απ’ αυτό, σκέφτηκε να τον κάνει ακόμα πιο όμοιο με το πρότυπο που είχε χρησιμοποιήσει. Ξέροντας ότι το πρότυπό του είναι ζωντανό και αιώνιο, προσπάθησε να κάνει το ίδιο και με τον κόσμο. Επειδή όμως η φύση εκείνου του προτύπου είναι αιώνια και δεν μπορούσε να τη μεταδώσει απόλυτα στον κόσμο, σκέφτηκε να τον κάνει σαν κινητή εικόνα της αιωνιότητας.



Βάζοντας λοιπόν τάξη στον ουρανό, έφτιαξε της σταθερής αιωνιότητας την εικόνα, η οποία κινείται σύμφωνα με τους νόμους των αριθμών, αυτό που βέβαια ονομάζουμε χρόνο, και ταυτόχρονα δημιούργησε τις ημέρες, τις νύχτες, τους μήνες και τα χρόνια που δεν υπήρχαν πριν δημιουργηθεί ο ουρανός. Όλα αυτά είναι μέρη του χρόνου.

Το μέλλον και το παρόν είναι επίσης μορφές του χρόνου που εμείς, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, εσφαλμένα αποδίδουμε στην αιώνια ουσία, αφού λέμε ότι αυτή υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει πάντα, ενώ το σωστό είναι να λέμε μόνο ότι υπάρχει.



Το υπήρχε και το θα υπάρχει πρέπει να τα λέμε μόνο για τη γένεση που κινείται μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά όρια. Το υπήρχε και το θα υπάρχει είναι απλές κινήσεις, ενώ η αμετάβλητη ουσία δεν μπορεί να γίνεται πιο παλαιά ή πιο νέα με το πέρασμα του χρόνου. Ούτε να γεννιέται ή να έχει γεννηθεί ή θα γεννηθεί. Ούτε να υφίσταται το παραμικρό απ’ όσα συμβαίνουν στα πράγματα που γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις, αφού όλα είναι μορφές του χρόνου που μιμείται την αιωνιότητα και περιστρέφεται σταθερά σύμφωνα με τους νόμους των αριθμών. Ακόμα, κάνουμε λάθος όταν μιλάμε έτσι, δηλαδή ότι το γεγονός είναι γεγονός, ότι δηλαδή γίνεται αυτό που γίνεται, ότι θα γίνει κάτι που πρόκειται να γίνει και ότι το ανύπαρκτο είναι ανύπαρκτο. Σχετικά μ’ αυτά όμως δεν θα ήταν ίσως η κατάλληλη ευκαιρία για να το αναλύσουμε τώρα με ακρίβεια.



Ο χρόνος λοιπόν γεννήθηκε μαζί με τον ουρανό και θα χαθούν – αν επέλθει ποτέ κάποια καταστροφή τους – μαζί, αφού δημιουργήθηκαν ταυτόχρονα και σύμφωνα με το πρότυπο της αμετάβλητης ουσίας, ώστε να της μοιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο. Το πρότυπο υπάρχει στην αιωνιότητα, ενώ ο χρόνος από το άλλο μέρος υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει. Επομένως, ως συνέπεια αυτής της λογικής και των σχεδίων του θεού, όσον αφορά τη γένεση του χρόνου, δημιουργήθηκε ο ήλιος, το φεγγάρι και άλλα πέντε άστρα που ονομάζονται πλανήτες, έτσι ώστε να προσδιοριστούν και να διατηρηθούν οι αριθμοί του χρόνου.



Όταν ο θεός έφτιαξε τα σώματα αυτών των πλανητών, τους τοποθέτησε στις τροχιές που υπάρχουν στην μεταβλητή ουσία, δηλαδή εφτά πλανήτες σε εφτά τροχιές. Πρώτη τοποθέτησε τη σελήνη σε τροχιά γύρω από τη γη και στη συνέχεια τον ήλιο. Ακολούθησε ο Εωσφόρος και το άστρο του Ερμή διανύοντας την τροχιά τους με την ταχύτητα που έχει ο ήλιος, αλλά σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτόν. Έτσι ο ήλιος, ο Εωσφόρος και ο Ερμής φτάνουν ξαφνικά ο ένας τον άλλο ή προλαμβάνονται ο ένας από τον άλλο.



Όσο για τα υπόλοιπα άστρα, αν κανείς εξέταζε αναλυτικά τις θέσεις στις οποίες τα τοποθέτησε ο θεός και όλες τις υπόλοιπες λεπτομέρειες, η περιγραφή – που δεν μας αφορά αυτή τη στιγμή – θα ήταν πολύ πιο κουραστική από το θέμα εξαιτίας του οποίου θα λεγόταν. Αυτά ίσως αργότερα σε κάποια ευκαιρία να τύχουν της αναφοράς που τους αξίζει.



Όταν λοιπόν όλα τ’ άστρα, που η συνεργασία τους θα δημιουργούσε τον χρόνο, μπήκαν στην τροχιά τους, απέκτησαν ζωή κι έμαθαν τον προορισμό τους, τότε άρχισαν να περιστρέφονται σύμφωνα με την κίνηση της μεταβλητής ουσίας, που είναι πλάγια σε σχέση με της αναλλοίωτης, από την οποία κυριαρχείται. Ορισμένα είχαν μεγαλύτερο κύκλο, ενώ άλλα μικρότερο. Τα δεύτερα είχαν ταχύτερη περιστροφή, ενώ τα πρώτα πολύ πιο αργή. Με την κίνηση όμως της αμετάβλητης ουσίας, τα άστρα που περιστρέφονται πιο αργά φαίνονταν να καταφθάνουν τα άλλα, ενώ στην πραγματικότητα συνέβαινε το αντίθετο. Κι αυτό επειδή η κίνηση της αναλ-λοίωτης ουσίας στρέφει ελικοειδώς όλους τους κύκλους, δίνοντας την εντύπωση ότι το σώμα που απομακρυνόταν πολύ αργά απ’ αυτήν βρισκόταν πιο κοντά της.



Για να υπάρχει σαφές μέτρο σύγκρισης των σχετικών κινήσεων των άστρων, γρήγορων και αργών, με τις οποίες περιστρέφονταν στις οκτώ τροχιές τους, ο θεός άναψε ένα φως στη δεύτερη τροχιά μετά τη γη, το οποίο τώρα έχουμε ονομάσει ήλιο, που φωτίζει όσο γίνεται καλύτερα ολόκληρο τον ουρανό και βοηθάει να μετέχουν στους αριθμούς όσα όντα πρέπει να μετέχουν, διδάσκοντάς τα από την περιστροφή του αμετάβλητου και αναλλοίωτου. Γι’ αυτούς λοιπόν τους λόγους δημιουργήθηκε έτσι η ημέρα και η νύχτα, που αποτελούν μαζί τη μόνη και πιο σαφή κυκλική κίνηση.



Ο μήνας, από το άλλο μέρος, δημιουργείται όταν το φεγγάρι συμπληρώσει την κυκλική του κίνηση και ξαναφτάσει πάλι τον ήλιο, ενώ το έτος γίνεται με τη συμπλήρωση ενός κύκλου από τον ήλιο. Οι περιστροφές των υπόλοιπων άστρων δεν είναι γνωστές στους ανθρώπους, εκτός από λίγους, και γι’ αυτό δεν τους έχουν δώσει ονόματα αλλά ούτε και σκέφτηκαν να τις συγκρίνουν μεταξύ τους με βάση τους αριθμούς. Έτσι δεν ξέρουν, κατά κανόνα, πως οι περιστροφές και αυτών των άστρων, που παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία και θαυμαστή τάξη, είναι επίσης χρόνος.



Μπορούμε όμως να καταλάβουμε ότι ο τέλειος αριθμός του χρόνου συμπληρώνει το τέλειο έτος, όταν όλα τα κινούμενα άστρα ολοκληρώσουν τις οκτώ περιστροφές τους και φτάσουν στο ίδιο σημείο απ’ όπου ξεκίνησαν, συγκρινόμενα με την περιστροφή του αμετάβλητου και ομοιόμορφα κινούμενου.



Μ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπο δημιουργήθηκαν όλα τ’ άστρα που μετακινούνται στον ουρανό, ώστε το σύμπαν να μοιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο με το τέλειο και νοητό πλάσμα σε σχέση με την απομίμηση της αιώνιας φύσης.



Όλα τα όντα που είχαν δημιουργηθεί μέχρι τη γέννηση του κόσμου ήταν όμοια με το πρότυπό τους, εκείνα όμως που γεννήθηκαν στη συνέχεια δεν έμοιαζαν με το πρότυπο, αφού δεν περιλαμβάνονταν στα πρώτα. Ο θεός λοιπόν ολοκλήρωσε το ασυμπλήρωτο τμήμα του κόσμου κάνοντάς το όμοιο με τη φύση του προτύπου. Καθώς η λογική αντιλαμβάνεται πόσες και ποιες είναι οι ιδέες που υπάρχουν στον αμετάβλητο ζωντανό κόσμο, ο δημιουργός σκέφτηκε ότι κι ο μεταβλητός κόσμος έπρεπε να έχει τις ίδιες μορφές, ποσοτικά και ποιοτικά. Αυτές οι μορφές είναι τέσσερις. Πρώτη το ουράνιο γένος των θεών, δεύτερη το φτερωτό γένος που κινείται στον αέρα, τρίτη το γένος όσων ζουν στο νερό, και τέταρτη το γένος αυτών που ζουν στη γη και περπατούν.



Τη θεία μορφή ο δημιουργός την έφτιαξε κυρίως από φωτιά, ώστε να είναι όσο το δυνατόν πιο λαμπρή και όμορφη, της έδωσε σφαιρικό σχήμα για να μοιάζει με το σύμπαν, την τοποθέτησε στο εξωτερικό μέρος του σύμπαντος και την άπλωσε κυκλικά γύρω στον ουρανό, ώστε ν’ αποτελεί πραγματικό του κόσμημα.



Στα θεία όντα έδωσε δυο κινήσεις. Η μία είναι ομοιόμορφη και γίνεται στο ίδιο σημείο, επειδή ο θεός έχει την ίδια άποψη για τα ίδια πράγματα. Η άλλη είναι κίνηση προς τα εμπρός, που υπακούει στην περιστροφή της αναλλοίωτης και αμετάβλητης ουσίας. Τις υπόλοιπες πέντε κινήσεις, ο θεός δεν τις έδωσε στα θεία όντα, αλλά τα έκανε ανίκητα και στάσιμα, για να γίνουν κατά το δυνατόν τέλεια. Αυτός είναι ο λόγος που τα απλανή άστρα, ως θεϊκά και αιώνια ζωντανά όντα, περιστρέφονται πάντα στο ίδιο σημείο. Οι πλανήτες όμως, που κινούνται και περιστρέφονται, δημιουργήθηκαν με τον τρόπο που αναφέραμε πιο πάνω.



Τη γη που μας θρέφει και είναι τυλιγμένη γύρω στον άξονα που διασχίζει το σύμπαν από τη μια μέχρι την άλλη άκρη, ο θεός την έκανε δημιουργό και φρουρό της ημέρας και της νύχτας, σαν πρώτη και μεγαλύτερη απ’ όλους τους θεούς που δημιουργήθηκαν στον ουρανό.



Θα ήταν όμως ματαιοπονία, αφού δεν διαθέτουμε πρότυπα για να μελετήσουμε τις κινήσεις τους, να μιλήσουμε για τους χορούς αυτών των άστρων, για τις συνόδους τους, για τις προσεγγίσεις και απομακρύνσεις τους, για τους θεούς που πλησιάζουν ή απομακρύνονται μεταξύ τους, για το ποιοι και πότε περνούν πίσω από κάποιον άλλο, ώστε να χάνονται και να ξαναεμφανίζονται στα μάτια μας, στέλνοντας ανησυχητικά σημάδια στους ανθρώπους, που δεν μπορούν να σκεφτούν λογικά για τα πράγματα που θα συμβούν στο μέλλον. Επομένως, ας αρκεστούμε σε όσα είπαμε μέχρι τώρα κι ας σταματήσουμε εδώ τη συζήτηση σχετικά με τη φύση των ορατών και δημιουργημένων θεών.



Η συζήτηση πάλι σχετικά με τις υπόλοιπες θεότητες και την προέλευσή τους είναι πολύ βαρύ έργο για τις δυνάμεις μας. Ας δείξουμε λοιπόν εμπιστοσύνη σ’ εκείνους που μίλησαν γι’ αυτές πριν από μας και που, όπως έλεγαν, ήταν απόγονοι θεών και ήξεραν χωρίς αμφιβολία πολύ καλά τους προγόνους τους. Είναι αδύνατο να απιστούμε σε παιδιά θεών, έστω κι αν όσα λένε στερούνται επαρκών αποδείξεων, αλλά, αφού μιλάνε για οικογενειακά τους θέματα, ας δεχτούμε αυτά που υποστηρίζουν, ότι δηλαδή από τη Γη και τον Ουρανό γεννήθηκαν ο Ωκεανός και η Τηθύς, και απ’ αυτούς ο Φορκέας, ο Κρόνος, η Ρέα και αρκετοί άλλοι μαζί τους. Κι ότι από τον Κρόνο και τη Ρέα γεννήθηκαν ο Δίας και η Ήρα κι όλοι εκείνοι ους οποίους θεωρούμε αδελφούς και απογόνους τους. Όταν γεννήθηκαν λοιπόν όλοι οι θεοί, κι εκείνοι που περιφέρονται φανερά κι εκείνοι που εμφανίζονται όποτε θέλουν, ο δημιουργός του σύμπαντος τους είπε:



«Θεοί θεών, που εγώ δημιούργησα και γέννησα, θα είστε άφθαρτοι όπως τα έργα μου, όσο θέλω να υπάρχετε και να μην εξαφανιστείτε. Ό,τι είναι συναρμολογημένο μπορεί να λυθεί, αλλά αυτός που θα επιχειρήσει να χαλάσει κάτι φτιαγμένο σωστά ασφαλώς κάνει κακή πράξη. Επομένως κι εσείς, επειδή ακριβώς γεννηθήκατε κάποτε, δεν είστε ούτε αθάνατοι ούτε άφθαρτοι. Δεν θα φθαρείτε όμως ποτέ ούτε θα υποκύψετε στον θάνατο, γιατί με τη θέλησή μου διαθέτετε δεσμό πολύ μεγαλύτερο και στερεότερο από εκείνους με τους οποίους συνδεθήκατε κατά τη στιγμή της γέννησής σας.



Ακούστε λοιπόν τι έχω να σας πω. Απομένουν αγέννητα ακόμη τρία θνητά γένη, που αν δεν δημιουργηθούν ο κόσμος δεν θα είναι τέλειος, καθώς θα του λείπουν πολλά είδη πλασμάτων. Πρέπει λοιπόν να δημιουργηθούν, αν θέλουμε να είναι απόλυτα τέλειος. Αν αυτά τα γένη γίνουν από μένα και τους δώσω εγώ ζωή, θα είναι ίδια με τους θεούς. Για να γίνουν θνητά και για να είναι το σύμπαν πραγματικό σύμπαν, πρέπει ν’ αναλάβετε εσείς, όπως προστάζει η φύση, να δημιουργήσετε τα ζωντανά πλάσματα, έχοντας για παράδειγμα τη δική μου ενέργεια, όταν σας δημιούργησα.



Θα σπείρω όμως, και θα προετοιμάσω και θα σας παραδώσω εκείνο το μέρος τους που πρέπει να χαρακτηρίζεται αθάνατο, να θεωρείται θείο και να επιβάλλεται σε όσα θέλουν να υπακούουν πάντα στη δικαιοσύνη και σε σας τους ίδιους. Όσο για το υπόλοιπο, φτιάξτε το εσείς συνδυάζοντας το θνητό με το αθάνατο, δημιουργήστε ζωντανά όντα, θρέψτε τα για να μεγαλώσουν και, όταν πεθάνουν, πάρτε τα πάλι πίσω».



Αφού τα είπε αυτά, ανακάτεψε πάλι στο ίδιο δοχείο και με τον ίδιο τρόπο ό,τι είχε απομείνει από τις ουσίες που είχε χρησιμοποιήσει πιο πριν, και έφτιαξε την ψυχή των πάντων. Αυτή τη φορά όμως δεν χρησιμοποίησε εντελώς καθαρές και αμετάβλητες ουσίες, αλλά δεύτερης και τρίτης ποιότητας.



Αφού έφτιαξε το μείγμα, το χώρισε σε τόσα μέρη όσα και τ’ άστρα, για να δώσει στο καθένα από μια ψυχή. Ύστερα έβαλε τις ψυχές σαν μέσα σε όχημα, τους έδειξε τη φύση του σύμπαντος και τους είπε τους νόμους της μοίρας, ότι δηλαδή η πρώτη γέννηση θα είναι μία και η αυτή για όλα τα πλάσματα, ώστε καμία να μην αδικηθεί απ’ αυτόν. Ότι οι ίδιες οι ψυχές, αφού τοποθετηθούν καθεμιά στο κατάλληλο όργανο του χρόνου, θα δημιουργήσουν το πιο θεοσεβούμενο από όλα τα όντα. Και ότι, επειδή η ανθρώπινη φύση είναι διπλή, ανώτερο φύλο θα είναι εκείνο που θα ονομαστεί στη συνέχεια ανδρικό.



Αφού οι ψυχές θα τοποθετούνται αναγκαστικά στα πλάσματα, οπότε ένα μέρος τους θα προστίθεται κι ένα θα αφαιρείται από το σώμα τους, στην αρχή θα δημιουργηθεί σε όλα τα πλάσματα αναγκαστικά μια έμφυτη και κοινή εντύπωση εξαιτίας αυτών των βίαιων μεταβολών. Δεύτερον, θα υπάρχει επιθυμία ανακατεμένη με απόλαυση και λύπη. Τρίτον, θα προκαλείται φόβος και θυμός και όλα τα άλλα πάθη που είναι είτε συγγενικά είτε αντίθετα μ’ αυτά.



Αν οι ανθρώπινες ψυχές υποτάξουν τα πάθη αυτά, θα ζήσουν με δικαιοσύνη. Διαφορετικά θα βουτηχτούν στην αδικία. Κι όποιος περάσει σωστά τον χρόνο που έχει οριστεί γι’ αυτόν, θα επιστρέψει μετά τον θάνατό του στο άστρο απ’ όπου ξεκίνησε για να ζήσει εκεί ευτυχισμένα. Αν όμως δεν γίνει αυτό, τότε στη δεύτερη γέννησή του θα γίνει γυναίκα. Αν, ακόμα και τότε, δεν σταματήσει να κάνει κακό, θα συνεχίσει να μεταβάλλεται ανάλογα με το είδος της κακίας του στο αντίστοιχο άγριο θηρίο.



Αυτές οι μεταμορφώσεις δεν θα σταματήσουν παρά μόνο όταν υποταχτεί στην περιφορά του αμετάβλητου και αναλλοίωτου που έχει μέσα του και, κυριαρχώντας με τη λογική σ’ εκείνη τη φοβερή μάζα φωτιάς, νερού, αέρα και γης που του δόθηκε μετά τη γέννησή του, θυελλώδη και παράλογη μάζα, επιστρέψει και πάλι στην αρχική άριστη μορφή του.



Αφού λοιπόν ο θεός τους έδωσε αυτές τις εντολές, ώστε να είναι ανεύθυνος για τις μελλοντικές κακίες τους, συνέχισε να σπέρνει κι άλλες ψυχές στη γη, στο φεγγάρι και στα υπόλοιπα όργανα του χρόνου. Ύστερα ανέθεσε στους νέους θεούς να δημιουργούν θνητά σώματα, να ελέγχουν το υπόλοιπο της ανθρώπινης ψυχής, που έπρεπε να προστεθεί, και να κυβερνούν τα θνητά πλάσματα με τον καλύτερο και ωραιότερο δυνατό τρόπο που είχαν στη διάθεσή τους, εκτός πια κι αν αυτά γίνονται μόνα τους αίτια συμφορών για τον εαυτό τους.



Όταν έδωσε αυτές τις εντολές ο δημιουργός κλείστηκε πια στον εαυτό του με τον συνηθισμένο του τρόπο. Κι όσο βρισκόταν σ’ αυτή την ήρεμη κατάσταση, τα παιδιά του κατανόησαν τις διαταγές που είχαν πάρει και υπάκουσαν σ’ αυτές. Πήραν λοιπόν την αθάνατη αρχή του θνητού πλάσματος και, με παράδειγμα τον πατέρα τους, δανείστηκαν από τον κόσμο τμήματα φωτιάς, γης, νερού και αέρα, με την υπόσχεση να του τα επιστρέψουν πάλι αργότερα, και άρχισαν να τα συνδέουν μεταξύ τους, για να φτιάξουν ένα ενιαίο σύνολο, όχι με τους αδιάλυτους δεσμούς που είχαν δεθεί εκείνα τα ίδια αλλά στερεώνοντας τα υλικά με αμέτρητα καρφιά, τόσο μικρά που ήταν αόρατα. Έτσι έφτιαξαν κάθε σώμα ανεξάρτητο από τα άλλα και μέσα του έβαλαν τις περιφορές της αθάνατης ψυχής.



Τότε οι ψυχές, κλεισμένες μέσα στο σώμα σαν σε μεγάλο ποτάμι, ούτε το κατεύθυναν ούτε κατευθύνονταν απ’ αυτό, αλλά μόνο παρέσυραν και παρασύρονταν βίαια, κάνοντας έτσι ολόκληρο το ζωντανό πλάσμα να κινείται άτακτα και ακατάστατα σε οποιαδήποτε κατεύθυνση, αφού διέθετε και τις έξι κινήσεις. Πήγαινε δηλαδή μπρος, πίσω, πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά και περιπλανιόταν σε όλες τις κατευθύνσεις. Μολονότι όμως το κύμα, που πλημμύριζε την ψυχή και μετά ξεχυνόταν έξω απ’ αυτή καθώς της έδινε τροφή, ήταν πολύ δυνατό, πολύ μεγαλύτερη ήταν η ταραχή που δημιουργούσαν στα πλάσματα διάφορα άλλα εξωτερικά αίτια, όταν τύχαινε κάποιο απ’ αυτά να συγκρουστεί με ξένη φωτιά που συναντούσε στο δρόμο του ή με στέρεο τμήμα γης ή με τη γλιστερή επιφάνεια του νερού ή με κάποια ανεμοθύελλα της ατμόσφαιρας. Όλες οι κινήσεις που οφείλονταν σ’ αυτές τις αιτίες περνούσαν από το σώμα κι έπεφταν πάνω στην ψυχή. Γι’ αυτό τον λόγο ονομάστηκαν τότε αισθήσεις, όπως δηλαδή εξακολουθούν να ονομάζονται και σήμερα.

.......

..........

.............
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος
ΓΙΑΝΝΗΣΜ



Ένταξη: 03 Ιούλ 2006
Δημοσιεύσεις: 463

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Δευ Ιούλ 02, 2007 6:35 am    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με παράθεση αυτού του μηνύματος
Ο εξαιρετικός Λουκιανός. Σε δυο συνέχειες.

"...απάντων τιμιώτερων πατρίς εστί".Πλάτωνος Κρίτων(51α)



Α' ΜΕΡΟΣ

Λουκιανού

Αλέξανδρος ή Ψευδομάντις

Μετάφραση Ιωάννου Κονδυλάκη



1. Συ μεν ίσως, ώ φίλτατε Κέλσε, νομίζεις μικρόν και εύκολον εκείνο το οποίον μου παραγγέλλεις, δηλαδή να σου γράψω βιβλίον περί του βίου και των τεχνασμάτων, των τολμημάτων και των μαγειών του αγύρτου Αλεξάνδρου του Αβωνοτειχίτου και σου το πέμψω· αλλ' εάν θέλη τις να περιγράψη τα καθέκαστα ακριβώς, δεν θα είνε ευκολώτερον από το να ιστόρηση τας πράξεις του Αλεξάνδρου, υιού του Φιλίππου· τόσον ούτος υπήρξε μέγας κατά την κακίαν, όσον εκείνος κατά την αρετήν.

Αλλ' όμως εάν μέλλης να αναγνώσης με επιείκειαν όσα θα σου γράψω και να συμπλήρωσης τας ελλείψεις της ιστορίας, θα αναλάβω τον άθλον και του Αυγείου τον σταύλον, αν όχι όλον, αλλ' όσον δύναμαι θα προσπαθήσω να καθαρίσω, εξάγων ολίγους κοφίνους, ώστε να δύνασαι εξ εκείνων να συμπεράνης πόση και πόσον απερίγραπτος ήτο η όλη κόπρος, την οποίαν τρισχίλιοι βόες επί πολλά έτη θα ηδύναντο να παραγάγωσι.

2. Εντρέπομαι και διά τους δύο, διά σε και διά τον εαυτόν μου· διά σε, απαιτούντα να παραδοθή εις τους μεταγενεστέρους διά της γραφής η μνήμη ανθρώπου τρισκαταράτου και διά τον εαυτόν μου καταγινόμενον εις τοιούτον έργον και ασχολούμενον διά τας πράξεις ανθρώπου ο οποίος δεν είνε άξιος να αναγινώσκουν περί αυτού οι μορφωμένοι άνθρωποι, αλλά μάλλον να τον βλέπουν εις μέγιστον θέατρον σπαρασσόμενον υπό πιθήκων ή αλωπέκων.

Αλλ' εάν τις μας κατηγορήση διά τούτο θα έχωμεν να αντιτάξωμεν άλλο τι παραπλήσιον. Και ο Αριανός, ο μαθητής του Επικτήτου, Ρωμαίος εκ των πρώτων, όστις καθ' όλον του τον βίον ησχολείτο με την παιδείαν, έπαθε τι παρόμοιον και δύναται ν' απολογηθή υπέρ ημών. Αυτός κατεδέχθη να γράψη τον βίον του ληστού Τιλλιβόρου. Ημείς δε θα ιστορήσωμεν τας πράξεις ληστού πολύ ωμότερου, καθόσον δεν ελήστευεν εις τα δάση και τα όρη, αλλ' εις τας πόλεις, και δεν ελεηλάτει μόνον την Μυσίαν και τα περί την Ίδην μέρη, ούτε ολίγας χώρας της Ασίας τας ερημοτέρας, αλλά όλον, δύναται τις να είπη, το ρωμαϊκόν κράτος εγέμισεν η ληστεία του.

3. Και εν πρώτοις θα προσπαθήσω να σου τον περιγράψω διά του λόγου, ώστε να τον παραστήσω όσον το δυνατόν ομοιότερον, καίτοι δεν είμαι πολύ δυνατός εις την περιγραφήν. Κατά το σώμα, διά να σου παραστήσω και τούτο, ήτο υψηλός, ωραίος και αληθώς θεοπρεπής, λευκός το χρώμα και με γένεια όχι πολύ πυκνά. Κόμη πρόσθετος ήτο τόσον καλώς προσηρμοσμένη εις την ιδικήν του ώστε δεν διεκρίνετο ότι ήτο ξένη. Οι οφθαλμοί του είχον πολλήν ζωηρότητα και λάμψιν γοητευτικήν, η δε φωνή του ήτο μελωδική και λίαν ευάρεστος· εν γένει δε κατά το εξωτερικόν ήτο τέλειος.

3. Και εν πρώτοις θα προσπαθήσω να σου τον περιγράψω διά του λόγου, ώστε να τον παραστήσω όσον το δυνατόν ομοιότερον, καίτοι δεν είμαι πολύ δυνατός εις την περιγραφήν. Κατά το σώμα, διά να σου παραστήσω και τούτο, ήτο υψηλός, ωραίος και αληθώς θεοπρεπής, λευκός το χρώμα και με γένεια όχι πολύ πυκνά. Κόμη πρόσθετος ήτο τόσον καλώς προσηρμοσμένη εις την ιδικήν του ώστε δεν διεκρίνετο ότι ήτο ξένη. Οι οφθαλμοί του είχον πολλήν ζωηρότητα και λάμψιν γοητευτικήν, η δε φωνή του ήτο μελωδική και λίαν ευάρεστος· εν γένει δε κατά το εξωτερικόν ήτο τέλειος.

4. Τοιούτος ήτο κατά την μορφήν· όσον διά την ψυχήν και τον χαρακτήρα του, αλεξίκακε Ηρακλή και Ζευ αποτρόπαιε2, και Διόσκουροι σωτήρες, μη δώσετε εις φίλους ή εχθρούς να συναντήσουν τοιούτον άνθρωπον και να εμπέσουν εις τα δίκτυα του. Κατά την πανουργίαν και την νοημοσύνην υπερείχε κατά πολύ των άλλων ανθρώπων, επί πλέον δε ήτο υπερβολικά περίεργος και ευκόλως εμάνθανε και είχε ισχυρόν τον μνημονικόν και ζωηράν την αντίληψιν· αλλά τα προτερήματα ταύτα μετεχειρίζετο προς το κακόν.

Έχων δε τοιαύτην δύναμιν και ικανότητα, εντός ολίγου υπερέβη τους περιφημότερους διά την κακίαν των, τους Κέρκωπας, τον Ευρύβατον, τον Φρυνώνδαν, τον Αριστόδημον και τον Σώστρατον. Γράφων ποτέ προς τον γαμβρόν του Ρουτιλλιανόν και ομιλών περί του εαυτού του με την μεγαλειτέραν του μετριοφροσύνην, διετείνετο ότι είνε όμοιος προς τον Πυθαγόραν. Ζητώ συγγνώμην από τον Πυθαγόραν, ο οποίος ήτο σοφός ανήρ και θεσπέσιος κατά τας ιδέας· αλλ' εάν ήτο σύγχρονος του ημετέρου Αλεξάνδρου, είμαι βέβαιος ότι θα εφαίνετο μικρός απέναντι αυτού.

Αλλά δι' όνομα των Χαρίτων, μη νομίσης ότι λέγω ταύτα διά να υβρίσω τον Πυθαγόραν ή ότι θέλω να τους φέρω εις παραλληλισμόν και να συγκρίνω τας πράξεις των ως ομοίας. Εάν όμως κανείς συναθροίση όσα κάκιστα και βλασφημότατα ελέχθησαν εναντίον του Πυθαγόρου, τα οποία εγώ δεν πιστεύω, δεν θα δυνηθούν ταύτα να δώσουν ελαχίστην και αμυδράν ιδέαν περί της αχρειότητος του Αλεξάνδρου.

Πρέπει να φαντασθής μίαν ψυχήν χωρίς ηθικήν συνείδησιν, θρασείαν και μη γνωρίζουσαν εμπόδιο, ακούραστον εις την εκτέλεσιν των αποφασισθέντων, πειστικών και προσελκύουσαν την εμπιστοσύνην, δεξιώς υποκρινομένην την αγαθότητα και κρύπτουσαν τους αληθείς της σκοπούς υπό εκδηλώσεις αντιθέτους. Πας όστις τον έβλεπε δια πρώτην φοράν απήρχετο με την εντύπωσιν ότι ήτο ο εντιμότατος των ανθρώπων, ο πραότατος και συγχρόνως ο μετριοφρονέστατος και αφελέστατος. Εκτός τούτου έτεινε πάντοτε προς τα μεγάλα και ουδέν μικρόν επεχείρει, αλλά μόνον περί μεγάλων εσκέπτετο.

5. Όταν ήτο έφηβος, και ήτο πολύ ευειδής νέος, ως ηδύνατο τις να συμπεράνη εκ των λειψάνων του κάλλους του, επορνεύετο αναιδώς και αντί χρημάτων προσεφέρετο εις τους βουλομένους. Μεταξύ δε των αλλων εραστών του κάποιος μάγος εξ εκείνων οίτινες διατείνονται ότι γνωρίζουν θαυματουργούς μαγείας και εξορκισμούς και υπόσχονται να διευκολύνουν έρωτας, εκδικήσεις κατά των εχθρων και ευρέσεις θησαυρών και κληρονομιών επιτυχίας — ούτος ιδών ότι ο νέος ήτον ευφυής και καταλληλότατος προς εξυπηρέτησιν των σκοπών του και ότι δεν ερωτεύετο ολιγώτερον την κακίαν του παρ' όσον αυτός το κάλλος του, τον εσπούδασε και τον μετεχειρίζετο ως βοηθόν και συνεργάτην.

Ο μάγος εκείνος φανερά ήτο δήθεν ιατρός, εγνώριζε δε, όπως η γυνή του Αιγυπτίου Θόωνος, φάρμακα πολλά μεν εσθλά μεμιγμένα, πολλά δε λυγρά3, των οποίων όλων κληρονόμος και διάδοχος έγεινεν ο Αλέξανδρος. Ήτο δε ο διδάσκαλος εκείνος και εραστής την καταγωγήν Τυανεύς, εκ των μαθητευσάντων πλησίον Απολλωνίου του Τυανέως4 και γνωριζόντων όλας αυτού τας αγυρτείας. Βλέπεις εκ ποίας σχολής προήλθεν ο ημέτερος άνθρωπος.

6. Ο Τυαινεύς εκείνος απέθανε, ο δε Αλέξανδρος, ο οποίος είχε γεμίσει γένεια, το δε κάλλος, εκ του οποίου ηδύνατο να ζήση, είχε χάσει την ανθηρότητά του, περιέπεσεν εις πενίαν· και δεν περιωρίσθη εις μικράς επιχειρήσεις, αλλά συνεταιρίσθη με κάποιον χρονογράφον εκ Βυζαντίου, από τους λαμβάνοντας μέρος εις τους δημοσίους αγώνας, πολύ φαυλότερον τον χαρακτήρα — ωνομάζετο δε, νομίζω, Κοκκωνάς. — Οι δύο συνέταιροι περιεφέροντο κάμνοντες μαγείας και αγυρτείας και εκμεταλλευόμενοι την ευπιστίαν των παχέων ανθρώπων, όπως απεκάλουν, κατά το ιδιαίτερον ιδίωμα των μάγων, τους απλοϊκούς.

Εν τω μεταξύ δε τούτω ανεκάλυψαν και μίαν γυναίκα πλουσίαν, Μακέτιν ονομαζομένην, η οποία ήτο μεν περασμένη την ηλικίαν, αλλ' ήτο ακόμη φιλάρεσκος· και επί τινα καιρόν ετρέφοντο παρ' αυτής και την ηκολούθησαν εκ της Βιθυνίας εις την Μακεδονίαν. Ήτο δε η γυνή εκείνη εκ της Πέλλης, η οποία άλλοτε επί των Μακεδόνων βασιλέων ήτο πόλις ακμάζουσα και ευτυχής, τώρα δε είχεν ολίγους και απόρους κατοίκους.

7. Εκεί είδον όφεις υπερμεγέθεις, λίαν εξημερωμένους και ακάκους, ώστε εσιτίζοντο υπό γυναικών και εκοιμώντο μετά των παιδιών και πατούμενοι δεν εξηρεθίζοντο και ενοχλούμενοι δεν ωργίζοντο και γάλα έπινον από του μαστού, όπως τα βρέφη — υπάρχουν δε πολλοί εις το μέρος εκείνο, εξ ου και προήλθε, φαίνεται, ο περί Ολυμπιάδος μύθος, κατά τον οποίον δράκων τοιούτος συνεκοιμάτο με την σύζυγον του Φιλίππου, όταν αύτη ήτο έγκυος τον Αλέξανδρον. Oι δύο συνέταιροι ηγόρασαν εν εκ των ερπετών τούτων το καλλίτερον αντί ολίγων οβολών. 8. Και εντεύθεν, κατά τον Θουκυδίδην, ήρχισεν ο πόλεμος.

Οι δύο εκείνοι φαυλότατοι και θρασύτατοι και προς πάσαν κακουργίαν προθυμότατοι ευκόλως εννόησαν ότι τους ανθρώπους διευθύνουν δύο μεγάλοι τύραννοι, η ελπίς και ο φόβος,και ότι ο δυνάμενος να επωφεληθή τούτους καταλλήλως ταχέως θα πλουτήση· διότι έβλεπον ότι και εις τους δύο, και εις τον φοβούμενον και εις τον ελπίζοντα, η πρόγνωσις είνε λίαν αναγκαία και επιθυμητή· δι' αυτής δε πάλαι επλούτησαν και έγειναν περίφημοι οι Δελφοί, η Δήλος, η Κλάρος και αι Βραγχίδαι, καθότι οι άνθρωποι αναγκάζονται πάντοτε από των προειρημένων τυράννων, της ελπίδος και του φόβου, να τρέχουν εις τα μαντεία και να ζητούν να μάθουν τα μέλλοντα και προς τούτο να προσφέρουν εκατόμβας και ν' αφιερώνουν χρυσάς πλίνθους.

Ταύτα σκεπτόμενοι και συζητούντες απεφάσισαν να ιδρύσουν μαντείον και να δίδουν χρησμούς με την πεποίθησιν ότι, εάν η επιχείρησις επετύγχανε, θα εγίνοντο ταχέως πλούσιοι και ευτυχείς. Τωόντι δε όχι μόνον επέτυχον, αλλά και τ' αποτελέσματα υπερέβησαν τας προσδοκίας και τας ελπίδας των.

9. Έπειτα ήρχισαν να σκέπτωνται πρώτον μεν διά την εκλογήν του μέρους, όπου θα ιδρύετο το μαντείον, έπειτα δε περί της αρχής και του τρόπου της επιχειρήσεως. Ο Κοκκωνάς υπεστήριζεν ως το καταλληλότερον μέρος την Χαλκηδόνα, ως τόπον εμπορικόν και γειτονεύοντα προς την Θράκην και την Βιθυνίαν, μη απέχοντα δε πολύ και της Ασίας και της Γαλατίας και όλων των βορειότερον κατοικούντων λαών. Αλλ' ο Αλέξανδρος επροτίμα την πατρίδα του, λέγων και δικαίως ότι διά να επιτύχη εις την αρχήν της τοιαύτη επιχείρησις έχει ανάγκην ανθρώπων αξέστων και μωρών, τοιούτοι δ' έλεγεν ότι είνε οι Παφλαγόνες οι κατοικούντες πέραν της Αβωνοτείχου, δεισιδαίμονες κατά το πλείστον και πλούσιοι, οίτινες και μόνον αν φανή τις αγύρτης, συνοδευόμενος οπό αυλητού ή τυμπανιστού ή κύμβαλα κρατούντος, και αν ακόμη, κατά το λεγόμενον, μαντεύη με το κόσκινον, χάσκουν ενώπιον του και τον θαυμάζουν ως θεόν.

10. Μετά μικράν περί τούτου φιλονεικίαν, υπερίσχυσεν η γνώμη του Αλεξάνδρου και μεταβάντες εις την Χαλκηδόνα — διότι: ήτον αναγκαία εις τον σκοπόν των και η πόλις αύτη — έθαψαν εις το ιερόν του Απόλλωνος, το οποίον είναι αρχαιότατον εις την Χαλκηδόνα, πινακίδας χαλκίνας, επί των οποίων είχον χαράξει γράμματα λέγοντα ότι εντός ολίγου ο Ασκληπιός μετά του πατρός του Απόλλωνος μεταναστεύει εις τον Πόντον, όπου θα καταλάβη το τείχος του Αβώνου. Aι πινακίδες αύται ανεκαλύφθησαν έπειτα τυχαίως δήθεν και συνετέλεσαν να διαδοθή καθ' όλην την Βιθυνίαν και τον Πόντον και προ πάντων εις το τείχος του Αβώνου η φήμη αύτη. Οι κάτοικοι δε της τελευταίας πόλεως εψήφισαν αμέσως να εγερθή ναός και αμέσως ήρχισαν να σκάπτουν τα θεμέλια.

Τότε ο Κοκωνάς εγκατελείφθη εις την Χαλκηδόνα, όπου κατεγίνετο να γράφη χρησμούς επαμφοτερίζοντας, αμφιβόλους και σκοτεινούς, εκεί δε μετ' ολίγον απέθανε δηλητηριαστείς υπό εχίδνης, νομίζω. 11. Ο δε Αλέξανδρος μετέβη εις την πατρίδα του, τρέφων ήδη μακράν κόμην και φορών ένδυμα πορφυρόλευκον και επ' αυτού άλλο κατάλευκον και κρατών ξιφοδρέπανον, όπως ο Περσεύς, από του οποίου έλεγεν ότι κατήγετο εκ μητρός· και οι χαμένοι οι Παφλαγόνες, ενώ εγνώριζον ότι αμφότεροι οι γονείς αυτού ήσαν αφανείς και ταπεινοί, επίστευον εις χρησμόν, κατασκευασθέντα υπό του Αλεξάνδρου, ο οποίος έλεγε:
Περσείδης γενεήν Φοίβω φίλος ούτος οράται,
δίος Αλέξανδρος, Ποδαλειρίου αίμα λελογχώς.

Φαίνεται ότι ο Ποδαλείριος ήτο τόσον ασελγής και γυναικομανής, ώστε από της θεσσαλικής Τρίκκης κατώρθωσε να γονιμοποίηση την μητέρα του Αλεξάνδρου, ευρισκομένην εις την Παφλαγονίαν.

Υπήρχε δε ήδη και χρησμός, τον οποίον τάχα εξέφερεν η Σίβυλλα: “Κατά τα παράλια του Ευξείνου Πόντου, πλησίον της Σινώπης, θα γεννηθή υπό την κυριαρχίαν των Αυσωνίων εις τα μέρη της Τύρσιδος, προφήτης, του οποίου το όνομα αρχίζει από μίαν μονάδα, την οποίαν ακολουθούν τρεις δεκάδες, έπειτα πέντε άλλαι μονάδες και τρείς εικοσάδες”. Ούτω σχηματίζεται το όνομα ανδρός προστάτου.
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος
ΓΙΑΝΝΗΣΜ



Ένταξη: 03 Ιούλ 2006
Δημοσιεύσεις: 463

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Δευ Ιούλ 02, 2007 6:44 am    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με παράθεση αυτού του μηνύματος
Β' ΜΕΡΟΣ

Λουκιανού


Αλέξανδρος ή Ψευδομάντις

Μετάφραση Ιωάννου Κονδυλάκη


12. Εισβαλών λοιπόν ο Αλέξανδρος με τοιαύτην θεατρικήν παρασκευήν εις την πατρίδα του, έγεινε περίβλεπτος και περίφημος.. Μη αρκούμενος δε εις την άλλην αγυρτείαν, υπεκρίνετο και ότι κατελαμβάνετο υπό ιεράς μανίας και ενίοτε το στόμα του επληρούτο αφρού. Τούτο δε είναι εύκολον να γίνεται κατά βούλησιν, άμα. κανείς μασήση την ρίζαν του βαφικού χόρτου, το οποίον ονομάζεται στρουθίον. Αλλ' εις τους Παφλαγόνας εφαίνετο και ο αφρός εκείνος ως θείόν τι.

Ο Αλέξανδρος είχε προς τούτοις προ πολλού κατασκευάση μίαν κεφαλήν όφεως από ύφασμα, η οποία είχε τι το παρεμφερές προς την ανθρωπίνην μορφήν και ήτο χρωματισμένη φυσικώτατα, τη βοηθεία δε ιππείων τριχών ήνοιγε και έκλειε το στόμα και προέβαλλε γλώσσαν μαύρην και διχασμένην, όπως του δράκοντος, η οποία ομοίως εσύρετο διά τριχών. Είχον ακόμη και τον εκ Πέλλης όφιν και τον έτρεφον, διά να εμφανισθή εις τον κατάλληλον καιρόν και να λάβη μέρος ή μάλλον να πρωταγωνιστήση εις την κωμωδίαν.

13. Όταν δε έφθασεν ο καιρός διά ν' αρχίσουν, ο Αλέξανδρος έπραξε το εξής· μεταβάς την νύκτα εις τα θεμέλια του ναού, τα οποία προ ολίγου είχον σκαφή — υπήρχε δε εντός αυτών νερόν το οποίον ή εκείθεν ανέβρυεν ή εκ της βροχής προήρχετο· — και εκεί έρριψεν αυγόν χήνας, εις το οποίον, αφού το εκένωσεν, είχε θέση ερπετόν αρτιγέννητον. Αφού το έκρυψεν εντός του πηλού, απήλθε· το δε πρωί έτρεξεν εις την αγοράν γυμνός, φορών μόνον περίζωμα χρυσούν και κρατών το ξιφοδρέπανον, συγχρόνως δε σείων την λυτήν του κόμην, όπως οι τελούντες τα όργια της Ρέας και ενθουσιώντες, ανέβη εις βωμόν υψηλόν και εκείθεν ηγόρευε προς τα πλήθη και εμακάριζε την πόλιν, εις την οποίαν θα ήρχετο εντός ολίγου ο θεός, ούτως ώστε θα εγίνετο ορατός εις όλους.

Οι παρόντες — είχε δε προστρέξει σχεδόν όλη η πόλις, μετά των γυναικών, των παιδιών και των γερόντων — κατελήφθησαν υπό συγκινήσεως και ήρχισαν να εύχωνται και να προσκυνούν. Αυτός δε επρόφερε λέξεις ακαταλήπτους, ως Εβραϊκάς ή Φοινικικάς, και εξέπληττε τους ανθρώπους μη εννοούντας τί έλεγε, πλην των ονομάτων του Απόλλωνος και του Ασκληπιού, τα οποία ανεμίγνυεν εις τα ακατάληπτα εκείνα.

14. Έπειτα διηυθύνθη τρέχων προς τον ανεγειρόμενον ναόν και καταβάς εις το όρυγμα των θεμελίων εις το μέρος όπου θα ήτο η πηγή του μαντείου, εισήλθεν εις το νερόν ψάλλων ύμνους του Ασκληπιού και του Απόλλωνος και εκάλει τον θεόν να ευδοκήση να έλθη εις την πόλιν. Έπειτα εζήτησε φιάλην· όταν δε του εδόθη, την εισήγαγεν εις το νερόν και μετά του νερού και του πηλού ανέσυρε το αυγόν, εις το οποίον ήτο κλεισμένος ο θεός του. Ήτο δε η οπή του αυγού κλεισμένη με κηρόν λευκόν και ψιμύθιον· λαβών δε αυτό εις τας χείρας του είπεν ότι εκράτει τον Ασκληπιόν. Οι παριστάμενοι παρετήρουν τα γινόμενα και εθαύμαζον προ πάντων διά την ανακάλυψιν του αυγού εις το νερόν.

Αφού δε έσπασε το αυγόν και εδέχθη εις την παλάμην του το έμβρυον του ερπετού και οι παρόντες το είδον να κινήται και να περιτυλίσσεται εις τους δακτύλους του, ήρχισαν να αναφωνούν και να προσκυνούν τον θεόν και να μακαρίζουν την πόλιν, έκαστος δε εζήτει παρά του θεού θησαυρούς και πλούτη και υγείαν και πάντα τα άλλα αγαθά. Ο δε Αλέξανδρος τρέχων πάλιν επέστρεψεν εις την οικίαν του, φέρων και τον αρτιγέννητον Ασκληπιάν, ο οποίος ούτω εγεννήθη δύο φοράς, ενώ οι άλλοι άνθρωποι γεννώται μίαν φοράν, και εγεννήθη όχι εκ της Κορωνίδος, ούτε τουλάχιστον εκ κορώνης7, αλλ' εκ χήνας. Ο δε λαός όλος ηκολούθει και ήσαν όλοι ενθουσιασμένοι και τρελλοί από υπερβολικάς ελπίδας.

15. Επί ημέρας έμεινεν εις την κατοικίαν του, ελπίζων, όπως και έγεινεν, ότι εντός ολίγου η φήμη θα έφερε πολλούς εκ των Παφλαγάνων εις το τείχος του Αβώνου. Όταν δε υπερεπληρώθη η πόλις από ανθρώπους, οι οποίοι είχον ήδη χάσει προηγουμένως νουν και καρδίαν και ουδόλως ωμοίαζαν προς λογικούς ανθρώπους και μόνον κατά την μορφήν διέφερον από τα πρόβατα, ο Αλέξανδρος καθήμενος με πολλήν ιεροπρέπειαν επί κλίνης εις μίαν μικράν οικίαν είχεν εις τον κόλπον του τον εκ Πέλλης Ασκληπιόν, ο όποιος ήτο υπερμεγέθης και ευτραφής, και τον άφινε να περιτυλίσσεται εις τον τράχηλόν του και να μένη έξω η ουρά του. Ήτο δε τόσον μεγάλος, ώστε μέρος αυτού εσύρετο εις την ποδιάν του και έφθανε μέχρι του εδάφους. Ο Αλέξανδρος εκράτει εις την μασχάλην του και έκρυπτε την κεφαλήν του όφεως, ο οποίος δεν έφερεν αντίστασιιν, διότι, ως ελέχθη, ήτο πολύ ανεκτικός και ήμερος, και παρουσίαζε την εξ υφάσματος κεφαλήν ως την κεφαλήν τάχα του πραγματικού όφεως.

16. Να φαντασθής έπειτα ότι αυτά συνέβαινον εις οικίσκον ανεπαρκώς φωτιζόμενον και ότι εις αυτόν συνηθροίζετο πλήθος παντοδαπών ανθρώπων προκατειλημμένων, εχόντων την φαντασίαν εξημμένην και περιμενόντων να ιδούν θαυμαστά πράγματα. Εις τούτους εισερχομένους επόμενον είνε ότι εφαίνετο θαυμαστόν πώς το προ ολίγου μικρόν ερπετόν εντός ολίγων ημερών έγεινε τόσον μεγάλος όφις με μορφήν ανθρωπίνην και συγχρόνως τόσον ήμερος. Δεν έμεναν άλλως επί πολύ, αλλά πριν να ίδουν ακριβώς το επιδεικνυόμενον θαύμα, εξεδιώκοντο υπό των κατόπιν εισερχομένων αδιακόπως. Είχε δε ανοιχθή άλλη έξοδος κατέναντι της εισόδου, όπως λέγεται ότι έπραξαν και οι Μακεδόνες εις την Βαβυλώνα κατά την ασθένειαν του Αλεξάνδρου, ότε ο Μακεδονικός στρατός περικυκλώσας τα ανάκτορα, εζήτει να ίδη τον θνήσκοντα βασιλέα και να του απευθύνη τον τελευταίον χαιρετισμόν. Την επίδειξιν ταύτην δεν έκαμε μίαν φοράν μόνον ο μιαρός ψευδομάντις, αλλά πολλάκις και μάλιστα οσακις ήρχοντο προς αυτόν επισκέπται πλούσιοι διά πρώτην φοράν.

17. Διά να είπωμεν την αλήθειαν, φίλε Κέλσε, πρέπει να δικαιολογήσωμεν τους Παφλαγόνας εκείνους και Ποντικούς, διότι όντες άνθρωποι χονδροκέφαλοι και απαίδευτοι εξηπατήθησαν, ως βεβαιούμενοι και διά της αφής περί της πραγματικότητος του όφεως — διότι και την απόδειξιν ταύτην παρείχεν εις τους βουλομένους ο Αλέξανδρος — και εις αμυδρόν φως βλέποντες την κεφαλήν αυτού να ανοίγη και να κλείη το στόμα. Μόνον ένας Δημόκριτος ή και αυτός ο Επίκουρος ή ο Μητρόδωρος ή και άλλος τις εξ εκείνων των οποίων η ισχυρά διάνοια δεν πιστεύει ευκόλως και αβασανίστως, θα ηδύναντο να δυσπιστήσουν προς το τέχνασμα και να μαντεύσουν περί τίνος επρόκειτο· και αν δεν ηδύναντο να εύρουν την αλήθειαν, πάλιν θα εσχημάτιζον την πεποίθησιν ότι τους διέφευγεν ο τρόπος της απάτης, αλλ' ότι το πάν ήτο ψεύδος και αδύνατον να είνε αληθές.

18. Ολίγον κατ' ολίγον όλη η Βιθυνία και η Γαλατία και η Θράκη προσέτρεξαν, διότι έκαστος εκ των επιστρεφόντων έλεγεν ότι είδε γεννώμενον τον θεόν και τον ήγγισε με τας χείρας του όταν μετ' ολίγον έγεινε παμμέγιστος και παρουσίασε μορφήν ανθρωπίνην. Έγειναν δε και εικόνες και αγάλματα και ξόανα παριστώντα τον ιερόν εκείνον δράκοντα, άλλα μεν εκ χαλκού, άλλα δε εξ αργύρου, καιί εδόθη εις τον θεόν το όνομα Γλύκων, συνεπεία εμμέτρου και θείου παραγγέλματος, το οποίον εξεφώνησεν ο Αλέξανδρος·

Είμαι ο Γλύκων, τρίτου βαθμού απόγονος του Διός, φως διά τους ανθρώπους.

19. Όταν δε ο Αλέξανδρος ενόμισεν ότι ήτο καιρός να αρχίση η εκμετάλλευσις των προπαρασκευών του και έλαβε την έγκρισιν να παρέχη χρησμούς και να δίδη γνώμας εις τους ζητούντας παρά του εν Κιλικία Αμφιλόχου — διότι και ούτος μετά τον θάνατον του πατρός του Αμφιάρεω και την καταστροφήν του εις τας Θήβας, κατέφυγεν εις την Κιλικίαν και έζησεν ευτυχής προφητεύων εις τους Κίλικας το μέλλον και λαμβάνων δύο οβολούς δι' έκαστον χρησμόν — ήρχισε να προλέγη εις όλους τους ερχομένους ότι ο θεός εις ημέραν την οποίαν ώριζε θα παρείχε χρησμούς.

Παρήγγειλε δε εις πάντα βουλόμενον να γράψη ό,τι εζήτει και ήθελε να μάθη και να περιγράψη και σφράγιση δια κηρού ή πηλού ή άλλου τοιούτου το γραφέν· αυτός δε θα ελάμβανε τας σημειώσεις ταύτας και θα κατέβαινεν εις το άδυτον, διότι ήδη ο ναός είχε κτισθή και η σκηνή της κωμωδίας είχε συμπληρωθή, και αφού θα ήκουε τας απαντήσεις του θεού, θα εκάλει ένα έκαστον δια κήρυκος και θα του απέδιδε την σημείωσίν του σφραγισμένην, όπως την έδωκε, και συγχρόνως την απόκρισιν υπογεγραμμένην, όπως ακριβώς απήντησεν ο θεός εις το ερώτημα, εκάστου.

20. Το τέχνασμα δι' άνθρωπον, όπως συ και εγώ, δεν ήτο δύσκολον να εννοηθή, διά τους απλούς όμως και ανοήτους ανθρώπους εφαίνετο μέγα και θαυμαστόν. Γνωρίζων διαφόρους τρόπους να ανοίγη τας σφραγίδας, ήνοιγε τας σημειώσεις, ανεγίνωσκε τας ερωτήσεις και έδιδε τας δέουσας απαντήσεις, έπειτα δε κλείσας πάλιν και σφραγίσας απέδιδε τα σημειώματα, προς μέγαν θαυμασμόν των λαμβανόντων. Και ήκούοντο όλοι να λέγουν· πως αυτός εγνώριζεν όσα εγώ του έδωκα ασφαλώς σφραγισμένα με σφραγίδας των οποίων η απομίμησις είνε δύσκολος, εάν αληθώς δεν είνε θεός παντογνώστης;
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος
ΓΙΑΝΝΗΣΜ



Ένταξη: 03 Ιούλ 2006
Δημοσιεύσεις: 463

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Δευ Ιούλ 02, 2007 6:46 am    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με παράθεση αυτού του μηνύματος
Για τα περισσότερα κείμενα έχω ως οδηγό τον Μικρό Απόπλου:www.mikrosapoplous.gr

"...απάντων τιμιώτερων πατρίς εστί"Πλάτωνος Κρίτων(51α)
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος
ΓΙΑΝΝΗΣΜ



Ένταξη: 03 Ιούλ 2006
Δημοσιεύσεις: 463

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Δευ Ιούλ 02, 2007 6:55 am    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με παράθεση αυτού του μηνύματος
Και κάτι από την Παλατινή Ανθολογία. Θα ακολουθήσουν κι άλλα, εν καιρώ.

"...απάντων τιμιώτερων πατρίς εστί".Πλάτωνος Κρίτων(51α)

5.12 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Λουσάμενοι, Προδίκη, πυκασώμεθα καί τόν άκρατον
έλκωμεν κύλικας μείζονας αιρόμενοι.
βαιός ο χαιρόντων εστίν βίος· είτα τά λοιπά
γήρας κωλύσει, καί τό τέλος θάνατος.

Είς Προδίκην εταίραν

Ας λουστούμε Προδίκη και στεφάνια ας βάλουμε στο κεφάλι,
και τ' ανέρωτο ας πιούμε κρασί με κύπελλα πιο μεγάλα.
Ο καιρός της χαράς είναι λίγος· ύστερα τα γεράματα
μπαίνουν εμπόδιο, και τέλος ο θάνατος.

Μετάφραση Α. Λεντάκη
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος
ΓΙΑΝΝΗΣΜ



Ένταξη: 03 Ιούλ 2006
Δημοσιεύσεις: 463

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Δευ Ιούλ 02, 2007 7:13 am    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με παράθεση αυτού του μηνύματος
Από την Παλατινή Ανθολογία, επίσης.

5.14 ΡΟΥΦΙΝΟΥ


Ευρώπης τό φίλημα, καί ήν άχρι χείλεος έλθη,
ηδύ γε, κάν ψαύση μούνον άκρου στόματος·
ψαύει δ΄ ούκ άκροις τοίς χείλεσιν, αλλ΄ ερίσασα
τό στόμα τήν ψυχήν εξ όνυχων ανάγει.

Είς Ευρώπην, τήν εταίραν

Γλυκό είναι της Ευρώπης το φιλί, και μόνο αν σου σιμώσει
τα χείλη κι αν το στόμα σου λίγο στην άκρη αγγίξει·
μα δεν το αγγίζει με την άκρη των χειλιών· μόλις σφηνώσει
το στόμα, την ψυχή ώς τα νύχια, λες, θα σου ρουφήξει.

Μετάφραση: Ν. Χουρμουζιάδη
_________________
"Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος
ΓΙΑΝΝΗΣΜ



Ένταξη: 03 Ιούλ 2006
Δημοσιεύσεις: 463

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Τρι Ιούλ 03, 2007 9:51 am    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με παράθεση αυτού του μηνύματος
Στούς Ολυνθιακούς του λόγους ο Δημοσθένης αναφέρεται στην περίπτωση της Θρακικής πόλεως της Ολύνθου και στο αν πρέπει η Αθήνα να την βοηθήσει εναντίον του Φιλίππου, ο οποίος έχει εκστρατεύσει εναντίον της πόλης αυτής.




Δημοσθένης

Ὀλυνθιακὸς Αʹ


Μετάφραση-Σχόλια Νικ. Σ. Γκινόπουλος



Νομίζω, ώ Αθηναίοι, ότι σεις θα επροτιμούσατε να εγίνετο φανερόν εκείνο, το οποίον θα ήτο ωφέλιμον εις την πόλιν μας, περί του ζητήματος αυτού, περί του οποίου την στιγμήν αυτήν σκέπτεσθε — και θα επροτιμούσατε — είμαι βέβαιος περισσότερον από πολλά χρήματα. Αφού λοιπόν το πράγμα είνε έτσι, πρέπει να θέλετε με προθυμίαν να ακούσετε πάντα, όστις θα παρουσιάζετο, διά να σας το φανέρωση· και όχι μόνον τούτο, αφού το ακούσετε, να το παραδεχθήτε, — εκείνο δηλαδή το οποίον έρχεται κανείς επίτηδες να σας ειπή ότι είνε χρήσιμον, αφού προηγουμένως το εσκέφθη — αλλά φρονώ—επειδή είσθε τυχεροί άνθρωποι, — ότι πολλαί γνώμαι συμφέρουσαι ημπορούν να έλθουν έξαφνα εις μερικούς απρομελετήτως διά να τας είπουν, ώστε από όλας τας γνώμας να εκλέξετε ευκόλως εκείνην, η οποία θα είνε η περισσότερον συμφέρουσα εις την πόλιν μας.
Η παρούσα λοιπόν περίστασις και ευκαιρίαν, ώ άνδρες Αθηναίοι, μόνον που δεν το λέγει—και το λέγει βγάζουσα φωνήν— ότι όχι με μισθωτούς ανθρώπους, αλλά σεις οι ίδιοι πρέπει να πάρετε εις τα χέρια σας τας υποθέσεις των Ολυνθίων, —εάν βέβαια ενδιαφέρεσθε διά την ιδικήν σας σωτηρίαν—την σωτηρίαν της πόλεως· ημείς όμως δεν γνωρίζω ποίαν σκέψιν και διάθεσιν έχομεν διά τας υποθέσεις αυτάς—διατί είμεθα τόσον άτολμοι! — Η ιδική μου όμως γνώμη καθαρά είνε η έξής· να αποφασίσετε τώρα πλέον να βοηθήσετε τους Ολυνθίους και να προετοιμασθήτε όσον ημπορείτε γρηγορώτερα και να τρέξετε εις βοήθειαν οι ίδιοι σεις και όχι με μισθοφόρους, διά να μη πάθετε τα ίδια, τα οποία επάθατε πρωτύτερα· και να στείλετε ακόμη απεσταλμένους, οι οποίοι να αναγγείλουν τας αποφάσεις σας αυτάς και να παρακολουθούν από πλησίον, να παρακολουθούν με προσοχήν την εξέλιξιν των πραγμάτων των Ολυνθίων.

Διότι υπάρχει προ πάντων αυτός ο φόβος μήπως —επειδή ο Φίλιππος είνε άνθρωπος, ο οποίος ημπορεί να κάμνη τα πάντα— άνθρωπος πονηρός και είνε φοβερός να μεταχειρίζεται τας περιστάσεις, άλλοτε μεν υποχωρών — όταν η περίστασις το καλή— , άλλοτε δε απειλών —και ευλόγως θα εφαίνετο ότι είνε άξιος να πραγματοποιήση τας απειλάς του—, άλλοτε δε συκοφαντών ημάς προς τους Ολυνθίους ότι δεν ετρέξαμεν προς βοήθειαν των, μήπως μετατρέψη τα πράγματα και συμπαρασύρη με το μέρος του κανένα σπουδαίον ωφέλημα εκ της όλης υποθέσεως των Ολυνθίων.

Αλλά όχι, μη φοβήσθε, ω Αθηναίοι! Διότι εκείνα τα οποία είνε και το δυσκολώτατον να καταπολέμηση κανείς εκ των προσόντων του Φιλίππου —την δραστηριότητα του και την πανουργίαν του— ακριβώς αυτά είνε και πάρα πολύ ωφέλιμα και συμφέροντα διά σας. Και ιδού πώς. Διότι είνε τη αληθεία μέγα πλεονέκτημα, βοηθεί πολύ την ταχυτέραν και επικαιροτέραν ενέργειαν και εκτέλεσιν των πολεμικών επιχειρήσεων το να είνε εκείνος, ένας μόνος, κύριος και εκείνων, τα οποία λέγονται και όσα δεν λέγονται, και να είνε συγχρόνως και στρατηγός και απόλυτος κύριος και ταμίας και να είνε πανταχού παρών εις το στράτευμα· αλλά τούτο πάλιν είνε εναντίον, κάμνει σχεδόν αδύνατον πάσαν κερδοσκοπικήν συμφωνίαν και ανταλλαγήν του Φιλίππου με τους Ολυνθίους — πράγματα τα οποία εκείνος με πολλήν ευχαρίστησιν και ευκολίαν θα έκαμνεν, αν ημπορούσε...

Διότι είνε πλέον ολοφάνερον εις τους Ολυνθίους, ότι τώρα δεν διατρέχουν τον κίνδυνον να χάσουν την δόξαν των, ούτε ένα μέρος της χώρας των είνε πολύ φοβερώτερος ο κίνδυνος—πρόκειται να αναστατωθή η πατρίς των και οι κάτοικοι της να πωληθούν ως δούλοι!.... Και μάλιστα, αφού ηξεύρουν καλά τί έκαμε, ποίαν διαγωγήν έδειξεν ο Φίλιππος εις τους Αμφιπολίτας εκείνους, οι όποιοι του παρέδωκαν την πόλιν των, και εις όσους Πυδναίους έτρεξαν να τον υποδεχθούν· και είνε, καθώς νομίζω, ο τύραννος εις τα δημοκρατικά πολιτεύματα πράγμα το οποίον δεν πρέπει καθόλου να εμπιστεύεται κανείς, και μάλιστα αν έχωσι χώραν γειτονικήν.

Ταύτα λοιπόν επειδή από καιρόν πολύν έχετε εννοήσει, ώ Αθηναίοι, και αφού λάβετε υπ' όψιν σας όλα τα άλλα, όσα αρμόζει—την δόξαν των προγόνων μας, την αξίαν της πόλεως, τας αδικίας του Φιλίππου και του κινδύνου το μέγεθος—, είμαι της γνώμης ότι πρέπει πρώτον να αποφασίσετε να στείλετε βοήθειαν, και δεύτερον να εξαφθήτε προς εκδίκησιν και απόκρουσιν των αδικιών του Φιλίππου και τρίτον να προσέχετε εις τον πόλεμον— και να προσέχετε τώρα περισσότερον από κάθε άλλην περίστασιν —προθύμως συνεισφέροντες χρήματα και εκστρατεύοντες σεις οι ίδιοι και μη παραλείποντες τίποτε προς επιτυχίαν της εκστρατείας— διότι άλλως δεν σας υπολείπεται τώρα πλέον, όχι μόνον αιτία πραγματική, αλλ' ούτε και πρόφασις απλή διά πάσαν άρνησίν σας να πράξετε ό,τι πρέπει —ό,τι το καθήκον σας επιβάλλει..

Ναι δεν υπάρχει αιτία, ούτε και πρόφασις, ώ Αθηναίοι, διότι τώρα δα έχει ελθεί, έχει γίνει μόνον του εκείνο το οποίον πάντες προ ολίγου επεθύμουν και εψιθύριζον—ότι δηλαδή πρέπει να κινήσετε εις πόλεμον τους Ολυνθίους προς τον Φίλιππον—και έχει γίνει μάλιστα κατά τον συμφερώτατον διά σας τρόπον. Διότι, εάν μεν πεισθέντες από σας έπαιρναν επάνω τους τον πόλεμον, όντες —καθώς είνε—σύμμαχοι άστατοι, ίσως θα είχαν αποφασίσει να πολεμώσι τον Φίλιππον και να είνε σύμμαχοι σας- αλλά θα .χ. είχαν αποφασίσει μέχρις ενός ορίου και όχι εις πάσαν περίπτωσιν αλλά τώρα— τώρα, που οι Ολύνθιοι μισούσι τον Φίλιππον, διά τας αδικίας τας οποίας έχει κάμει προς αυτούς, είνε φυσικόν—πολύ φυσικόν να διατηρώσι την εναντίον του έχθραν σταθεράν και εξ αιτίας εκείνων τα οποία φοβούνται και εξ αιτίας εκείνων τα οποία έχουν πάθει απ' αυτόν.

Δεν πρέπει λοιπόν, ώ Αθηναίοι, μίαν τοιαύτην ευκαιρίαν—ευκαιρίαν, η οποία τυχαίως και ανελπίστως σας ήλθε — να την αφήσετε, ούτε πρέπει να πάθετε το ίδιον πάθημα, το οποίον πρωτύτερα πολλές φορές έως τώρα έχετε πάθει. Διότι, εάν ημείς —όταν εγυρίσαμεν εις τας Αθήνας, αφού εβοηθήσαμεν τους Ευβοείς, και παρουσιάσθησαν εις τούτο εδώ το βήμα οι Αμφιπολίται Ιέραξ και Στρατοκλής και προέτρεπον ημάς να πλεύσωμεν και να παραλάβωμεν την πόλιν των — εάν τότε εδείχναμε διά τον εαυτόν μας, διά το συμφέρον μας την ιδίαν προθυμίαν, την οποίαν ακριβώς εδείξαμεν διά την σωτηρίαν των Ευβοέων, θα είχετε τότε την Αμφίπολιν και θα ήσθε απηλλαγμένοι όλων των κατόπιν και των σημερινών φροντίδων και περιπλοκών....

λλά και πάλιν, όταν η Πύδνα και η Ποτείδαια, η Μεθώνη και αι Παγασαί και τα άλλα μέρη — παραλείπω τα ονόματα των, ίνα μη χρονοτριβώ αναφέρων αυτά εν προς εν — ανηγγέλ-λετο εις ημάς ότι πολιορκούνται, εάν, λέγω τότε—προθύμως και όπως έπρεπε—ημείς οι ίδιοι και όχι με μισθοφόρους εβοηθούσα-μεν εν εξ αυτών των μερών— το πρώτον τυχόν, αδιάφορον ποίον—, τώρα ασθενέστερον και πολύ ταπεινότερον θα μετεχειριζόμεθα τον Φίλιππον. Τώρα όμως—διότι παραμελούμεν την εκάστοτε πα-ρουσιαζομένην ευκαιρίαν, τα δε μέλλοντα διότι νομίζομεν ότι μόνα των θα πάνε καλά—ημείς αυτοί εκάμαμε μεγάλον τον Φίλιππον, ώ Αθηναίοι— και τον εκάμαμε τόσον μεγάλον, όσος δεν έγινε κανείς έως τώρα βασιλεύς εν Μακεδονία. Αλλά να! Τώρα που παρουσιάζεται εις την πόλιν μας μία σπουδαία ευκαιρία — και παρουσιάζεται μονάχη της! Δεν την ξεύρετε; Να αυτή των Ολυνθίων! Ευκαιρία, η οποία είνε μεγαλύτερα από όλας τας άλλας, τας πρωτυτερινάς εκείνας ευκαιρίας, τας οποίας αδίκως — ναι αδίκως αφήσαμεν να χαθούν....

Και νομίζω, εγώ τουλάχιστον, ώ Αθηναίοι, ότι, εάν κανείς ήθελε γίνει δίκαιος κριτής εκείνων όσα οι θεοί μας έχουν κάμει— αν και πολλά δεν ευρίσκονται—το ομολογώ— εις την κατάστασιν, εις την οποίαν έπρεπε να ευρίσκωνται—, εν τούτοις πρέπει να τους χρεωστή κανείς και δι' αυτά ακόμη μεγάλην χάριν—και ευλόγως! Διότι ναι μεν εχάσαμεν πολλά εις τον πόλεμον της Αμφιπόλεως, αλλ' αυτό θα ημπορούσε κανείς — και δικαίως—να το θεωρήση ως αποτέλεσμα της ιδικής μας μάλλον αμελείας, το δε να μη έχωμεν πάθει το πάθημα αυτό προ πολλού, μήτε να μας έχη ξεφυτρώσει καμμία συμμαχία, αντιστάθμισμα των ζημιών αυτών—αν θέλωμεν να κάμωμεν καλήν χρήσιν και της συμμαχίας αυτής— αι αυτό, αν με ερωτούσαν, εγώ τουλάχιστον θα το εθεω-ρούσα—και δεν θα ήμην υπερβολικός —ως ευεργεσίαν, την οποίαν μας εχάρισεν η εύνοια του θεού!....

Αλλ' αυτό, θαρρώ, ότι είνε σχεδόν όμοιον με εκείνο το οποίον συμβαίνει και περί της αποκτήσεως χρημάτων αν δηλαδή κανένας όχι μόνον λάβη από την τύχην, αλλά και διατήρησις όσα λάβη απ' αυτήν, της χρεωστεί μεγάλην χάριν, εάν όμως τα εξοδιάση —και τα εξοδιάση χωρίς να το καταλάβη, τα εξοδιάση ασκέπτως, αι τότε εξοδεύει συνήθως μαζί με τα χρήματα και την ανάμνησιν της χάριτος—ξεχάνει την χάριν!.... Το ίδιον συμβαίνει και με τας πολιτικάς υποθέσεις, όσοι δεν μετεχειρίσθησαν ορθώς τας περιστάσεις, όχι μόνον δεν ευγνωμονούν, αλλ' ούτε ενθυμούνται, ότι εκ μέρους του θεού τους συνέβη κάτι τι καλόν διότι το τελευταίον συμβάν χρησιμεύει ως πήχυς, με τον οποίον οι άνθρωποι συγκρίνουν και μετρούν εκείνα τα οποία έγιναν πρωτύτερα— τα περασμένα. Διά τον λόγον αυτόν πρέπει—και πρέπει πάρα πολύ, ώ Αθηναίοι, να φροντίσωμεν περί των υποθέσεων της Ολύνθου ίνα, αφού επανορθώσωμεν αυτάς, αποπλύνωμεν την κακοφημίαν μας δι' όσα έχομεν πράξει έως τώρα.

Αν δε εγκαταλείψωμεν, ώ Αθηναίοι, και τους ανθρώπους τούτους εδώ—τους Ολυνθίους, και ύστερον εκείνος υποτάξη την Όλυνθον, τότε ας μου είπη καθένας καθαρά, ποίον θα είνε το εμπόδιον, το οποίον θα εμποδίζη πλέον τον Φίλιππον να βαδίση όπου θέλει; Άρα γε συλλογίζεται κανείς από σας, ώ Αθηναίοι, και εξετάζει τον τρόπον, με τον οποίον ο Φίλιππος έχει γίνει μεγάλος, αν και ήτο αδύνατος κατ' αρχάς; Την πρώτην φοράν κατέλαβε την Αμφίπολιν, κατόπιν την Πύδναν, πάλιν την Ποτείδαιαν, ύστερον πάλιν την Μεθώνην, έπειτα έβαλε το πόδι του εις την Θεσσαλίαν·

ύστερ' απ' αυτά—αφού ετακτοποίησεν όπως ήθελε τας Φεράς, τας Παγασάς και την Μαγνησίαν—ανεχώρησε διευθυνόμενος εις Θράκην έπειτα δε εκεί—αφού άλλους μεν εκ των βασιλέων εξεθρόνισεν, άλλους δε ανέβασεν εις τον θρόνον—ησθένησε· καλλιτερεύσας δε πάλιν δεν έκλινεν εις τεμπελιάν, αλλ' αμέσως έβαλε χέρι κατά των Ολυνθίων—παραλείπω δε και τας εκστρατείας αυτού εναντίον των Ιλλυριών, εναντίον των Παιάνων και εναντίον του ηγεμόνος των Μολοσσών Αρρύβα, και όπου αλλού ημπορεί κανείς να είπη ότι εξεστράτευσεν.

Αλλ' ημπορεί να μου είπη κανείς από σας: και τί μας τα λέγεις αυτά τώρα; Να, διατί σας τα λέγω· σας τα λέγω, διά να γνωρίσετε, ώ Αθηναίοι, και εννοήσετε τα δύο αυτά πράγματα: πρώτον πόσον είνε ανωφελές και επιζήμιον να παραμελώμεν τας περιστάσεις, που παρουσιάζονται κάθε φοράν, ίνα πολεμήσωμεν τον Φίλιππον επιτυχώς και δεύτερον να παραμελώμεν την πολυ-πραγμοσύνην, την οποίαν μεταχειρίζεται και την οποίαν έχει αχώριστον σύντροφον ο Φίλιππος, και ένεκα της οποίας είνε αδύνατον να ησυχάση, αρκεσθείς εις όσα έχει κάμει. Κυττάξατε δε καλά να ιδήτε εις ποίον σημείον υπάρχει ελπίς να φθάση η κατάστασις αυτή, εάν εκείνος μεν είνε αποφασισμένος να προσπαθή να κατορθώνη πάντοτε κάτι τι ανώτερον εκείνων, τα οποία έχει κατορθώσει, σείς δε πάλιν είσθε αποφασισμένοι να μη αναλαμβάνετε καμμίαν υπόθεσιν με δύναμιν, με σθένος!... Πού θα φθάση;

Διά το όνομα των θεών! ποιός από σας είνε τόσον αφελής και απονήρευτος, ώστε να αγνοή, ότι, αν φανώμεν αμελείς, ο εν τη Ολύνθω πόλεμος θα φθάση από εκεί εδώ—εις την Αττικήν; Αλλ' όμως, αν αμελήσωμεν και έτσι φθάση εδώ ο πόλεμος φοβούμαι, ώ Αθηναίοι, μήπως το πάθωμεν απαράλλαχτα καθώς οι δανειζόμενοι απερισκέπτως με τους γνωστούς μεγάλους τόκους, οι οποίοι, αφού επ' ολίγον χρόνον έχουν άφθονα τα μέσα, έπειτα άνουν και τα κεφάλαια των! Έτσι και ημείς—αν προς μεγάλην μας ζημίαν φανώμεν αμελείς χάριν της ησυχίας μας και επειδή τα ζητούμεν όλα προς ευχαρίστησιν—φοβούμαι μήπως ύστερα έλθωμεν εις την ανάγκην να κάμνωμεν πολλά και βαρέα— βαρύτερα εκείνων τα οποία δεν ηθέλαμεν και μήπως κινδυνεύσωμεν ακόμη περί των πραγμάτων της χώρας αυτής—περί της Αττικής!....

Αλλ' ίσως μου είπη πάλιν κανείς από σας, ότι το να επιτιμά κανείς είνε εύκολον πράγμα και ημπορεί να το κάμνη καθένας, το έργον όμως του δημοσίου συμβούλου είνε άλλο· το έργον του συμβούλου είνε τούτο—να δίδη δηλαδή γνώμην τί πρέπει να πράττωμεν περί των εκάστοτε παρουσιαζομένων ζητημάτων.Εγώ δε, ώ Αθηναίοι, αν και ηξεύρω καλώς το εξής, ότι δηλαδή σεις πολλάκις, εάν καμμία υπόθεσις λάβη έκβασιν κακήν, δεν οργίζε-σθε εναντίον των αιτίων, αλλά εναντίον εκείνων, οι οποίοι ωμίλησαν τελευταίοι περί της υποθέσεως εκείνης, εν τούτοις όμως φρονώ, ότι δεν πρέπει, φροντίζων περί της ατομικής μου ασφαλείας, να μαζεύσω την γλώσσαν μου και να κρύψω εκ φόβου την γνώμην μου περί των ζητημάτων εκείνων, τα οποία νομίζω ότι είνε συμφέροντα εις σας.

Υποστηρίζω λοιπόν ότι κατά δύο τρόπους πρέπει να βοηθήσετε την Ολυνθιακήν υπόθεσιν, αφ' ενός μεν προσπαθούντες να διαφυλάξετε τας πόλεις της Χαλκιδικής χερσονήσου—και να τας διαφυλάξετε χάριν των Ολυνθίων, με τους οποίους είνε σύμμαχοι—στέλλοντες προς τον σκοπόν αυτόν τους απαιτουμένους στρατιώτας, όπως κάμωσι το έργον τούτο· αφ' ετέρου δε κακοποιούντες την χώραν του Φιλίππου και διά πολεμικών πλοίων και δι' άλλων στρατιωτών—διαφορετικών από τους πρώτους·

εάν όμως παραμελήσετε εν εκ των δύο τούτων, φοβούμαι μήπως η εκστρατεία σας γίνη αδίκως, αποβή ματαία.... Και ιδού διατί· διότι, εάν μόνον σεις αρκεσθήτε να κακοποιήσετε την χώραν του, αυτός, εάν υπομείνη τούτο, θα κατορθώση να λάβη με το μέρος του την Όλυνθον και έπειτα, αφού έλθη εις την ιδικήν του χώραν, ευκόλως θα σας αποκρούση· εάν πάλιν σεις τρέξετε εις βοήθειαν της Ολύνθου μόνον, τότε ο Φίλιππος, επειδή θα βλέπη ότι τα πράγματα της πατρίδος του δεν διατρέχουσι κανένα κίνδυνον, θα επιμείνη εις την πολιορκίαν της Ολύνθου και θα κάθεται πλησίον της παραφυλάττων μέχρις ότου με τον καιρόν υπερισχύση των πολιορκουμένων και καταβάλη αυτούς. Δι' όλα λοιπόν αυτά πρέπει η βοήθεια, η οποία θα σταλή εις τους Ολυνθίους, να είνε και πολλή και διπλή.

Και όσον μεν αφορά την βοήθειαν, αυτήν την γνώμην έχω — την οποίαν σας εξέθεσα· όσον δε αφορά διά την εξεύρεσιν των απαιτουμένων χρημάτων, έχετε σεις, ώ άνδρες Αθηναίοι, χρήματα στρατιωτικά —, και έχετε τόσα, όσα δεν έχει καμμία άλλη πόλις· τα χρήματα δε αυτά σεις τα παίρνετε έτσι— όπως θέλετε.... Εάν λοιπόν τα χρήματα αυτά τα δώσετε πάλιν εις τους εκστρατεύοντας— εις τους οποίους ανήκον από αρχαίαν εποχήν —, δεν έχετε ανάγκην πλέον άλλων χρημάτων, εάν όμως δεν τα δώσετε, τότε έχετε ανάγκην χρημάτων ή καλύτερα σας λείπει ολόκληρον το ποσόν, το οποίον θα χρειασθή διά την εκστρατείαν.... “Τί μας λέγεις λοιπόν— θα ημπορούσε κανείς να μου είπη— “συ προτείνεις τα θεωρικά να γίνουν στρατιωτικά;” Εις τον θεόν μου όχι! δεν προτείνω τέτοιο πράγμα....

Ναι, εγώ δεν προτείνω, αλλά φρονώ ότι πρέπει να κάμετε στρατιώτας και τα χρήματα αυτά να είνε στρατιωτικά και να ορισθώσι τοιουτοτρόπως τα πράγματα διά νόμου, ώστε όσοι λαμβάνουν χρήματα να κάμνουν ό,τι πρέπει να κάμνουν— το καθήκόν των σείς δε τί φρονείτε; φρονείτε ότι πρέπει να παίρνετε τα χρήματα— τα στρατιωτικά, έτσι χωρίς έργα—στα τυφλά, διά να τα εξοδεύετε εις τας εορτάς; Τότε λοιπόν νομίζω ότι δεν υπολείπεται άλλο τι παρά να συνεισφέρετε όλοι εξ ίδιων το ανάλογον σας— και να συνεισφέρετε πολλά, αν χρειασθούν πολλά ή ολίγα, αν χρειασθούν ολίγα. Δεν ηξεύρω τί θα αποφασίσετε, ώ Αθηναίοι— να συνεισφέρετε σεις, ή να μετατρέψετε τα θεωρικά εις στρατιωτικά, αλλ' ότι δήποτε και αν αποφασίσετε, τούτο μόνον ηξεύρω, ότι έχομεν ανάγκην χρημάτων και χωρίς χρήματα δεν είνε δυνατόν να γίνη τίποτε από όσα χρειάζονται. Άλλοι προτείνουν και άλλα μέσα ευρέσεως χρημάτων· αυτό μου είνε αδιάφορον! Σεις εκλέξατε εκείνο το μέσον, το οποίον φαίνεται ότι σας συμφέρει καλύτερον και φροντίσατε περί των πραγμάτων της Ολύνθου και των Αθηνών συγχρόνως, εφ' όσον υπάρχει καιρός...

Αλλ' αξίζει τον κόπον να βάλετε εις τον νουν σας και να κρίνετε εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκονται την στιγμήν αυτήν αι υπο-θέσεις του Φιλίππου. Αι υποθέσεις αυταί μη νομίσετε ότι ευρίσκονται σήμερον εις τόσον καλήν κατάστασιν, δεν είνε τόσον συ-γυρισμέναι—όσον θα ενόμιζε κανείς ή και όσον θα έλεγεν, εάν δεν τας εξήταζε με ακρίβειαν— αλλ' ούτε και εις καλλίστην κατάστασιν ευρίσκονται· και ούτε θα επεχείρει ποτέ τον εναντίον της Ολύνθου πόλεμον ο Φίλιππος, εάν ενόμιζεν ότι θα ευρίσκετο εις την ανάγκην να πολεμήση, αλλ' ήλπιζεν ο άνθρωπος τότε ότι με πρώτην έφοδον θα την σηκώση από τη μέση— θα γίνη εντελώς κύριος της Ολύνθου! Αλλ' ατυχώς εβγήκεν έπειτα γελασμένος!.. Αυτή λοιπόν είνε η πρώτη αιτία, η οποία τον ταράσσει—και τον ταράσσει, διότι έγινε το εναντίον από ό,τι ήθελε— και του φέρει πολλήν λύπην και στενοχωρίαν, η δε δευτέρα αιτία είνε οι Θεσσαλοί!

Διότι τους ανθρώπους αυτούς δεν ημπορεί κανείς— όπως άλλως τε είνε πασίγνωστον—να τους εμπιστευθή, να τους δώση πίστι — και είνε τοιούτοι εκ φύσεως και πάντοτε και εις όλους τους ανθρώπους· πολύ δε περισσότερον—όπως και ήσαν έτσι— θα είνε τώρα εις αυτόν εδώ τον Φίλιππον. Διότι και τας Παγασάς έχουν αποφασίσει να ζητήσουν πάλιν από αυτόν και την Μαγνησίαν (Cool έχουν εμποδίσει από του να περιτειχίζη· εγώ μάλιστα ήκουσα από μερικούς να λέγουν, ότι δεν θα επιτρέψουν πλέον να εξακολουθήση να καρπούται τα εισοδήματα ούτε των λιμένων ούτε των αγορών αλλ' ότι έπρεπε να χρησιμεύσουν τα χρήματα αυτά εις έξοδα της διοικήσεως του συνδέσμου των Θεσσαλικών πόλεων, και όχι να τα παίρνη ο Φίλιππος. Εαν δε ούτος στερηθή τα χρήματα αυτά, θα ευρεθή εις πολύ στενόχωρον θέσιν— θα δυσχολευθή μεγάλως να συντηρήση τα μισθοφορικά του στρατεύματα.

Αλλ' προς τούτοις και οι Παίονες και οι Ιλλυριοί και εν γένει όλοι οι υπήκοοι του Φιλίππου— Θράκες, Ηπειρώται και άλλοι, δεν πρέπει να νομίζη κανείς ότι ευχαριστότερον θα ήθελον να ζουν με τους νόμους των και να μη υπακούουν εις κανένα, παρά να είνε σκλάβοι, αφού άλλως και ασυνήθιστοι είνε να υπακούουν δουλικώς εις κανένα· ο άνθρωπος αυτός είνε —καθώς λέγουν— αυθάδης και υπερήφανος. Και μα τον θεόν δεν είνε διόλου απίστευτον να είνε τέτοιος· διότι το να ευτυχή κανείς —χωρίς να το αξίζη— γίνεται εις τους ανοήτους ανθρώπους αφορμή να σκέπτωνται όχι λογικά και μέτρια, αλλά να παίρνουν τα μυαλά των αέρα· και δι' αυτό ακριβώς πολλάς φοράς φαίνεται ότι είνε δυσκολώτερον πράγμα να διαφυλάξη κανείς τα αγαθά παρά να αποκτήση νέα....

Πρέπει λοιπόν σεις, ώ Αθηναίοι, την κακήν περίστασιν εκείνου να την θεωρήσετε ευκαιρίαν ιδικήν σας και να αναλάβετε το βάρος του πολέμου μαζί με τους Ολυνθίους και να στείλετε πρέσβεις εις όσα μέρη πρέπει και να εκστρατεύσετε σεις οι ίδιοι— και όχι με ξένους μισθοφόρους—και να παρακινήσετε όλους τους άλλους ανεξαιρέτως —όχι μόνον Θεσσαλούς, Παίονας, Ιλλυριούς, αλλά και όλους τους Έλληνας· και λάβετε υπ' όψιν ότι, εάν ο Φίλιππος ήθελεν επιτύχει τοιαύτην ευκαιρίαν εναντίον μας, οποίαν έχετε σεις τώρα εναντίον εκείνου, και εγίνετο πόλεμος εις την Αττικήν, με πόσην —ω με πόσην προθυμίαν θα ήρχετο αυτός εναντίον σας! Ποιός ημπορεί να το φαντασθή!... Και αφού είνε έτσι δεν εντρέπεσθε, αν, ενώ έχετε καιρόν, δεν θα έχετε την τόλμην— όχι μεγαλύτερα, αλλά τουλάχιστον μήτε αυτά να κάμετε, τα οποία ηθέλατε πάθει, αν θα ημπορούσε εκείνος;

Αλλ' ακόμη μήτε τούτο, ώ άνδρες Αθηναίοι, ας μη σας διαφεύγη, ότι δηλαδή σεις τώρα πρόκειται να εκλέξητε εν εκ των δύο: ή σεις να πολεμήσετε εκεί επάνω, ή εκείνος να πολεμήση πλησίον της ιδικής σας χώρας. Διότι, εάν μεν αντέχουν οι Ολύνθιοι, σεις θα πολεμήσετε εκεί και θα βλάψετε την χώραν του, αφόβως καρπούμενοι τας κτήσεις σας και την πατρικήν ταύτην χώραν σας· αν όμως ο Φίλιππος καταλάβη την Όλυνθον, ποίος θα τον εμποδίση ενώ θα βαδίζη προς τα εδώ; Οι Θηβαίοι θα τον εμποδίσουν;

φοβούμαι μήπως είνε πολύ πικρόν να είπω, ότι όχι μόνον δεν θα τον εμποδίσουν, αλλά και προθύμως θα εισβάλωσι μαζί του εις την χώραν μας! Αλλά οι Φωκείς θα τον εμποδίσουν; οι οποίοι χωρίς την ιδικήν σας βοήθειαν ούτε την πατρίδα των δεν είνε ικανοί να φυλάξουν; Ή κανείς άλλος; Αλλά, φίλε μου, δεν θα θελήση ο Φίλιππος να βαδίση προς τα εδώ. Διότι θα ήτο εν από τα παραλογώτερα πράγματα, εάν ημπορούσε να κατορθώση όσα τώρα διατυμπανίζει και φλυαρεί, αν και με αυτά που λέγει κατακρίνεται ως ανόητος και αλαζών.

Αλλ' όμως πόση είνε η διαφορά του εσωτερικού από τον εξωτερικόν πόλεμον, είνε τόσον το πράγμα φανερόν, ώστε νομίζω ότι ούτε λέξις δεν χρειάζεται να προστεθή. Διότι, αν παραστή ανάγκη σεις οι ίδιοι θα μείνετε στρατοπεδεύοντες έξω από την πόλιν—όχι πολλάς, αλλά τριάκοντα μόνας ημέρας, και να λαμβάνετε εκ των προϊόντων της χώρας όσα χρειάζονται, ζώντες ως στρατιώται, χωρίς δηλαδή να είνε εντός της χώρας κανείς εχθρός, εγώ νομίζω ότι οι γεωργοί και οι κτηματίαι θα ζημιωθούν περισσότερα από όσα έχετε εξοδεύσει εις όλον τον μέχρι της εποχής αυτής χρόνον, Αν δε έλθη δα και κανείς πόλεμος, πόσα σας περνά ιδέα ότι θα ζημιωθήτε; Αλλά μήπως θα είνε μόνη η ζημία ή που θα προστεθή η περιφρόνησις των εχθρών, αλλ' ακόμη και η εντροπή διά τας πράξεις μας—ζημία μεγαλυτέρα από κάθε άλλην, τουλάχιστον διά τους φρονίμους ανθρώπους;

Όλα λοιπόν αυτά, όσα απ' αρχής είπα, αφού όλοι σας λάβετε υπ' όψιν, τρέξατε προς βοήθειαν της Ολύνθου και απομακρύνατε τον πόλεμον εις την Μακεδονίαν και την Χαλκιδικήν— οι μεν πλούσιοι, ίνα χάριν των πολλών χρημάτων, τα οποία έχουν —και καλά κάνουν και τάχουν!—, ολίγα εξοδεύοντες εξακολουθήσουν να καρπούνται αφόβως τα υπόλοιπα· οι δε έχοντες ηλικίαν διά να υπηρετήσωσιν ως στρατιώται, ίνα, αφού αποκτήσουν την πείραν του πολέμου εκεί εις την χώραν του Φιλίππου, γίνουν έπειτα φοβεροί φρουροί της πατρίδος των, η οποία τότε δεν θα έχη πάθη καμμίαν ζημίαν από εισβολήν εχθρικήν, οι δε ρήτορες —οι σύμβουλοί σας, ίνα ημπορούν ευκόλως να δώσουν λόγον διά τας προτάσεις και τας συμβουλάς των, διότι οποιανδήποτε έκβασιν λάβουν αι υποθέσεις σας, τέτοιοι κριταί θα είσθε και σεις διά τας πράξεις των—και θα είσθε επιεικείς, αν γίνουν καλά, θα είσθε δε αυστηροί, αν γίνουν άσχημα. Εν τούτοις εγώ εύχομαι να λάβουν αισίαν έκβασιν διά το καλόν όλων μας!...
_________________
"Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος
ΓΙΑΝΝΗΣΜ



Ένταξη: 03 Ιούλ 2006
Δημοσιεύσεις: 463

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Δευ Ιούλ 09, 2007 6:43 am    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με παράθεση αυτού του μηνύματος
Δημοσθένης

Ολυνθιακός Β΄

Μετάφραση-Σχόλια Νικ. Σ. Γκινόπουλος




Εις πολλάς μεν περιστάσεις, ω Αθηναίοι, μου φαίνεται ότι ημπορεί κανείς να ίδη την προς την πόλιν μας εύνοιαν του θεού, η οποία συχνά, πυκνά γίνεται φανερά— και προ πάντων εις τας σημερινάς μας υποθέσεις. Και ιδού πώς: Το να έχουν δηλαδή εκείνοι, που θα πολεμήσουν τον Φίλιππον, οι Ολύνθιοι, και χώραν γειτονικήν προς την χώραν του και δύναμιν αρκετήν—και το σπουδαιότατον εξ όλων να έχουν τοιαύτην ιδέαν περί του πολέμου, ώστε πάσαν συμφιλίωσιν με τον Φίλιππον να θεωρούν πρώτον μεν αναξίαν εμπιστοσύνης, έπειτα δε αναστάτωσιν και καταστροφήν της πατρίδος των, αι! αυτά δεν ομοιάζουν με κάποιαν υπεράνθρωπον και εντελώς θείαν ευεργεσίαν;

Δι' αυτό λοιπόν πρέπει, ώ Αθηναίοι —αφού ο θεός μας ευεργετεί— να εξετάσωμεν και ημείς το εξής πλέον: πώς δηλαδή να μη φανώμεν απέναντι του εαυτού μας ανάξιοι εκείνων, τα οποία ο θεός μας παρεχώρησε· διότι είνε αισχρόν — ή μάλλον είνε αισχρότατον να φαινώμεθα ότι παραμελούμεν και εγκαταλείπομεν όχι μόνον πόλεις και τόπους, των οποίων ήμεθα κύριοι άλλοτε. αλλ' ακόμη και συμμάχους, ως είνε οι Ολύνθιοι, και καταλλήλους περιστάσεις, ως είνε η σημερινή — πράγματα τα οποία αυτή η τύχη μας προητοίμασεν!...

Τώρα το να κάθωμαι να σας διηγούμαι με λεπτομέρειαν την δύναμιν του Φιλίππου και με τα λόγια αυτά να σας προτρέπω, ώ Αθηναίοι, να κάμνετε το καθήκον σας—αυτό νομίζω ότι δεν είνε σωστόν πράγμα. Αλλά διατί; Να σας το είπω· διότι μου φαίνεται ότι, όσα και αν είπη κανείς δι' αυτά, εις εκείνον μεν προξενούν τιμήν και δόξαν, ενώ εις σας τί προξενούν; Την μομφήν ίσως ότι δεν τα εκάματε καλά — αν όχι τίποτε χειρότερον.... Διότι εκείνος μεν, όσω περισσότερα— περισσότερα από ό,τι αξίζει —έχει κάμει, τόσω περισσότερον αξιοθαύμαστος εις τα μάτια όλων φαίνεται· ενώ σεις όσω χειρότερα από ό,τι έπρεπεν έχετε διευθύνει τας υποθέσεις σας, από τόσω μεγαλυτέραν εντροπήν εσκεπάσθητε!

Αλλ' αυτά θα τα παραλείψω. Και θα τα παραλείψω, διότι εάν κανείς εξετάση τα πράγματα από την αληθινήν των όψιν, ία ίδη ότι αυτός έχει γίνει μεγάλος από εδώ τας Αθήνας— από ημάς και όχι από την ιδικήν του δύναμιν —αφ' εαυτού του! Και δεν θεωρώ τώρα κατάλληλον την περίστασιν να ομιλήσω περί εκείνων, εις τους οποίους ο Φίλιππος χρεωστεί χάριν, διότι εξυπηρέτησαν τα σχέδια του, ενώ σεις πρέπει να τιμωρήσετε αυτούς· αλλά θα προσπαθήσω να σας είπω εκείνα μόνον, τα οποία, είνε δυνατόν να είπω και είνε συμφερώτερον να τα έχετε όλοι ακουσμένα και τα οποία θα εφαίνοντο διά τον Φίλιππον μία μεγάλη—μα μεγάλη κατηγορία—αν θέλετε να τα καλοεξετάσετε!

Το να ονομάζη κανείς τον Φίλιππον άνθρωπον επίορκον και ανάξιον εμπιστοσύνης, χωρίς να δείχνωμεν και τας πράξεις του—ημπορεί να είπη κανείς δικαίως ότι είνε κάποια κατηγορία— αλλά κατηγορία ανίσχυρος, κούφια· το δε να αναφέρη πάντα όσα έως τώρα έπραξε και εις όλα να τον αποδεικνύη τοιούτον— επίορκον και αναξιόπιστον, το πράγμα αυτό ολίγα λόγια χρειάζεται— διότι, όπου φυσικά ομιλούν τα πράγματα, είνε περιττά τα λόγια! Αλλά και διά δύο ακόμη λόγους θεωρώ συμφέρον να αναφερθούν αι πράξεις του, πρώτον μεν, ίνα εκείνος—το οποίον άλλως είνε και αληθινόν — φανή τιποτένιος, δεύτερον δε, ίνα ίδουν και οι καθ' υπερβολήν θαυμάζοντες και φοβούμενοι τον Φίλιππον ότι τάσωσεν όλα τα ψέμματα και τα τεχνάσματα, με τα οποία πρωτύτερα εξαπατών κατώρθωσε να αυξηθή και να γίνη μεγάλος και ότι εις το ίδιον τέλος κοντεύει να φθάση και η δύναμις του!

Αλλά και εγώ ο ίδιος θα εθεώρουν τον Φίλιππον παρά πολύ φοβερόν και αξιοθαύμαστον άνθρωπον, εάν έβλεπον ότι έχει μεγαλώσει με πράξεις δικαίας· τώρα όμως δεν τον θεωρώ τοιούτον, διότι παρατηρών και σκεπτόμενος ευρίσκω ότι κατ' αρχάς μεν εξηπάτησε την αφέλειαν και ευπιστίαν μας —κατά την εποχήν κατά την οποίαν
μερικοί απεδίωκον από του βήματος αυτού ενθυμείσθε;—τους απεσταλμένους των Ολυνθίων, που ήθελον προφορικώς να διαπραγματευθώσι μαζί σας—και μας εξηπάτησε με την ψευδή υπόσχεσιν ότι θα μας παραδώση την Αμφίπολιν και με την εφεύρεσιν του περιφήμου εκείνου και πολυθρύλητου μυστικού·

μας εξηπάτησε δε κατόπιν με την άλωσιν της Ποτειδαίας, η οποία ήτο ιδική σας, και τους μεν πρότερον συμμάχους του—σας ηδίκησε, παρέδωκε δε αυτήν εις τους Ολυνθίους, ίνα προσελκύση εις την συμμαχίαν των. Τους Θεσσαλούς δε τώρα τελευταία εξηπάτησε με την υπόσχεσιν ότι θα παραδώση εις αυτούς την Μαγνησίαν και με την υπόσχεσιν ότι θα αναλάβη υπέρ αυτών τον Φωκικόν πόλεμον. Εν γένει δε δεν υπάρχει κανείς—εξ όσων εσχετίσθησαν με αυτόν—τον οποίον να μη εξηπάτησεν εκείνος· διότι εξαπατών κάθε φοράν την ανοησίαν των λαών και των πόλεων που δεν τον γνωρίζουν και παίρνων αυτούς με το μέρος του εμέγάλωσε τόσον πολύ....

Όπως λοιπόν ο Φίλιππος υψώθη και έγινε μεγάλος δι' εκείνων, οι οποίοι δεν τον ήξευραν και εγελάσθηκαν—διότι καθένας από αυτούς ενόμιζεν ότι αυτός θα κάμη κάτι τι συμφέρον δι' αυτόν—έτσι οφείλει δι' αυτών των ιδίων—αυτών που δεν τον ήξευραν και εγελάσθηκαν, να κρημνισθή πάλιν από την θέσιν, εις την οποίαν είχεν υψώθη, αφού τέλος πάντων έχει τρανώς αποδειχθή ότι κάμνει τα πάντα χάριν του ιδικού του συμφέροντος! Εις τοιαύτην λοιπόν κακήν κατάστασιν κατήντησαν αι υποθέσεις του Φιλίππου· εάν δε όσα λέγω δεν είναι ορθά, τότε ας παρουσιασθή όποιος θέλει εις το βήμα και ας αποδείξη εις εμέ ή καλλίτερα εις σας, ότι τάχα αυτά τα όποια λέγω εγώ δεν είναι αληθινά ή ότι εκείνο που εξηπατήθησαν κατ' αρχάς από τον Φίλιππον εις το
μέλλον θα έχωσιν εμπιστοσύνην εις αυτόν ή ν' αποδείξη ότι οι Θεσσαλοί, οι οποίοι υπεδουλώθησαν, χωρίς να τους αξίζη, τώρα δεν θα εγίνοντο ελεύθεροι—αν ήτο δυνατόν — με πολλήν χαράν και ευχαρίστησιν.

Και όμως, αν κανείς από σας παραδέχεται μεν ότι έτσι είναι —όπως τα λέγω—νομίζη δε ότι διά της βίας ο Φίλιππος θα ημπορέση να συγκράτηση την αρχήν, τας κατακτήσεις και τους συμμάχους, και ότι θα τα συγκράτηση, επειδή έχει προκαταλάβει τα φρούρια και τους λιμένας και τα τοιαύτα, δεν σκέπτεται ορθώς. Διότι όταν οι σύμμαχοι συνδεθώσιν εξ αγάπης αμοιβαίας και όλοι οι συμμετέχοντες εις τον πόλεμον έχωσι τα ίδια συμφέροντα, είνε πρόθυμοι οι άνθρωποι και να κοπιάζουν μαζί και να υποφέρουν τας συμφοράς και να μένουν σταθεροί εις τους συμμάχους των· αλλ' όταν γίνη κανείς ισχυρός από αδικίαν και πλεονεξίαν— όπως αυτός—τότε η πρώτη μικρά αιτία και το παραμικρόν παραπάτημα όλα τα ανατρέπει και τα διαλύει.

Διότι δεν είνε δυνατόν, όχι δεν είνε, ώ Αθηναίοι, με αδικίας και επιορκίας και ψεύδη να αποκτήση κανείς δύναμιν σταθεράν, αλλ' ό,τι δήποτε αποκτάται κατ' αυτόν τον τρόπον διά μίαν φοράν και δι' ολίγον καιρόν διαρκεί, και ημπορεί να ακμάσουν—αν η τύχη τα βοηθήση—, και να ακμάσουν πολύ, τρεφόμενα με ελπίδας, αλλ' όμως με τον καιρόν ανακαλύπτονται και μόνα των καταρρέουν. Διότι όπως —καθώς νομίζω—αι βάσεις της οικίας και του πλοίου και των άλλων τοιούτων πρέπει να είνε δυνατώταται, τοιουτοτρόπως και των πράξεων αι αρχαί και τα θεμέλια πρέπει να είνε αληθή και δίκαια. Αλλά τούτο δεν υπάρχει τώρα εις τας πράξεις του Φιλίππου...

Φρονώ λοιπόν ότι πρέπει σεις να τρέξετε εις βοήθειαν των Ολυνθίων και είμαι ευχαριστημένος να βοηθήτε με τον τρόπον με τον οποίον και οιοσδήποτε άλλος ήθελε προτείνει, αρκεί η βοήθεια να είνε καλλίστη και ταχύτατη· προς δε τους Θεσσαλούς φρονώ ότι πρέπει να στείλετε απεσταλμένους, οι οποίοι εις μεν τους μη γνωρίζοντας τον Φίλιππον να γνωρίσουν τον χαρακτήρα
του και το ετοιμόρροπον του κράτους του, τους δε γνωρίζοντας αυτόν, αλλ' εκ φόβου διστάζοντας, να παροξύνουν και ενθαρρύνουν— διότι άλλως και τώρα έχουν αποφασίσει να ζητήσωσι πάλιν από αυτόν τας Παγασάς—αλλά και περί της Μαγνησίας να κάμουν λόγον.

Αλλά το εξής. ώ Αθηναίοι, να εξετάσετε—πώς δηλαδή οι εκ μέρους μας στελλόμενοι απεσταλμένοι πώς να μη είπωσι λόγια μόνον, αλλά να έχουν και να επιδεικνύουν και έργον τι σπουδαίον—και θα επιδεικνύουν έργον τι σπουδαίον, αν ημείς εκστρατεύσωμεν σύμφωνα με την αξίαν της πόλεως—αυτοπροσώπως δηλαδή και με σπουδαίας δυνάμεις — και όταν είμεθα παρόντες εις τα έργα, διότι κάθε λόγος, όταν λείπουν τα έργα, φαίνεται πράγμα κούφιο και ανωφελές—και προ πάντων ο εκ μέρους της πόλεως μας λόγος· διότι, με όσω μεγαλυτέραν ευκολίαν φαινόμεθα ότι τον μεταχειριζόμεθα, τόσω περισσότερον όλοι δυσπιστούσι προς αυτόν.

Πρέπει λοιπόν να δείξωμεν ότι πολύ εγκατελείψαμεν τας παλαιάς μεθόδους και συνήθειας και ότι μεγάλως μετεβλήθημεν — και να το δείξωμεν συνεισφέροντες, εκστρατεύοντες, προθύμως κάμνοντες ό,τι πρέπει—αν βέβαια θέλετε να σας δώσουν προσοχήν και να προσέξουν εις όσα θα τους είπητε. Και αν θελήσετε να τα εκτελέσετε αυτά—και να τα εκτελέσετε αμέσως και όπως πρέπει—αι τότε θα φανερωθούν ότι όχι μόνον οι σύμμαχοι του Φιλίππου συνδέονται ασθενώς με αυτόν και δεν έχουν εμπιστοσύνην, αλλά και η ιδική του εξουσία και δύναμις θα αποδειχθή ότι ευρίσκεται εις κακήν κατάστασιν, ότι είναι ετοιμόρροπος....

Διότι εν γένει μεν η Μακεδόνικη δύναμις και εξουσία προσθετομένη εις άλλην δύναμιν, είνε κάποια δύναμις μεγάλη, όπως υπήρξε μίαν φοράν εις σας—επί Τιμοθέου, εναντίον των Ολυνθίων· όπως πάλιν έπειτα εις τους Ολυνθίους κατά της Ποτειδαίας (3)· και μετά των δύο τούτων συμμαχήσασα εφάνη όντως δύναμις αξιόλογος· και τώρα τελευταίως, που έτρεξεν εις βοήθειαν των Θεσσαλών—ευρισκομένων εις εμφυλίους έριδας και ταραχάς— εναντίον των τυράννων Λυκόφρονος και Πυθολάου· άλλως τε όπου και αν προσθέση κανείς δύναμιν, έστω και μικράν, πάντα ωφέλειαν, καθώς εγώ φρονώ, προξενεί· μόνη της όπως και χωρίς σύμμαχον η Μακεδονική δύναμις και εξουσία είνε αδύνατη και γεμάτη από πολλά κακά.

Διότι και αυτός με όλα εκείνα — ένεκα των οποίων θα ημπορούσε κανείς να τον νομίση μεγάλον—τους πολέμους και τας εκστρατείας—την έκαμε ακόμη περισσότερον αδύνατον από ό,τι φυσικά ήτο. Διότι νομίζετε, ώ Αθηναίοι, ότι ευρίσκουν ευχαρίστησιν εις τα ίδια πράγματα και ο Φίλιππος και οι υπήκοοί του; Κάθε άλλο· αλλ' αυτός μεν επιθυμεί δόξαν—και την επιζητεί με θέρμην, με ζήλον—και έχει λάβει μίαν απόφασιν —εργαζόμενος και ριψοκινδυνεύων—να πάθη ό,τι δήποτε κακόν και αν συμβή— και τούτο, διότι επροτίμησεν, αντί της ησύχου και ασφαλούς ζωής, να αποκτήση την δόξαν: ότι αυτός μόνος κατώρθωσεν εκείνα, τα οποία κανείς άλλος βασιλεύς της Μακεδονίας δεν κατώρθωσεν έως τώρα!...

Οι υπήκοοι του όμως δεν λαμβάνουν μερίδιον από την δόξαν των κατορθωμάτων αυτών, αλλά ταλαιπωρούμενοι με τας ατελείωτους αυτάς εκστρατείας—εκστρατείας που γίνονται άνω και κάτω—πάσχουν και βασανίζονται ακαταπαύστως, διότι ούτε εις τας γεωργικάς των εργασίας ημπορούν να καταγίνουν ούτε εις τας οικιακάς των υποθέσεις, ούτε όσα —όπως-όπως παράγουν—ημπορούν να τα πωλήσουν, διότι είνε κεκλεισμένοι οι λιμένες του τόπου ένεκα του πολέμου.

Τώρα πως διάκειται ο Μακεδονικός λαός προς τον Φίλιππον ευκόλως ημπορεί κανείς να εννοήση από όσα παραπάνω είπα· αλλά και αυτοί οι μισθοφόροι και σωματοφυλακές του—οι οποίοι φημίζονται ότι είνε αξιοθαύμαστοι και γυμνασμένοι εις τα πολεμικά—καθώς εγώ έμαθον από κάποιον, ο οποίος έζησεν εις την
Μακεδονίαν και είνε άνθρωπος ανίκανος να είπη ψεύματα, δεν είνε και αυτοί καλύτεροι από κανένα εκ των άλλων, αλλά χειρότεροι.

Διότι, και αν υπάρχη μεταξύ αυτών κανείς ολίγον έμπειρος του πολέμου και των μαχών, όλους αυτούς—μου είπεν ο άνθρωπος εκείνος—τους παραγκωνίζει ο Φίλιππος ένεκα της μεγάλης του φιλοδοξίας, διότι θέλει όλα τα έργα να νομίζωνται ιδικά του— επειδή εκτός των άλλων και κατά την φιλοπρωτίαν είνε άφθαστος και ανυπέρβλητος ο άνθρωπος αυτός· εάν δε είνε πάλιν κανένας άλλος μεταξύ αυτών από άλλην έποψιν εγκρατής ή δίκαιος, ο οποίος να μη ημπορή να υποφέρη την καθημερινήν του βίου ασωτίαν και την μέθην και τους ασέμνους χορούς,—μου έλεγεν—ότι και ο τοιούτος περιφρονείται και δεν λογαριάζεται διά τίποτε.

Τότε ποίοι υπολείπονται εις αυτόν; Υπολείπονται οι άτακτοι στρατιώται—οι πλιατσικολόγοι και οι κόλακες και άλλοι τοιούτοι, οι οποίοι, αφού μεθύσουν, χορεύουν τέτοιους χορούς, τους οποίους εγώ τώρα εντρέπομαι να σας τους ονομάσω!... Αυτά μου έλεγεν ο άνθρωπος εκείνος—και είνε φανερόν ότι αυτά είνε αληθινά. Διότι εκείνους τους οποίους πάντες εξεδίωκον απ' εδώ—επειδή ήσαν πολύ αχρειότεροι των αγυρτών, π. χ. τον Καλλίαν τον περήφημον δημόσιον υπηρέτην και άλλους τοιούτους ανθρώπους— γελωτοποιούς και ποιητάς αισχρών ασμάτων, τα οποία συνθέτουν διά να κινώσι τον γέλωτα των παρευρισκομένων—αυτούς αγαπά ο Φίλιππος και αυτούς έχει κοντά του!...

Αυτά δεν είνε σπουδαία; αλλά και αν κανείς τα θεωρή μικρά, ω Αθηναίοι, διά τους φρονίμους ανθρώπους όμως είνε μεγάλαι αποδείξεις της κακογνωμίας και της κακομοιριάς εκείνου. Αλλά τώρα, καθώς φρονώ, τα επισκοτίζουν και τα σκεπάζουν αι επιτυχίαι του—διότι αι τυχηραί επιτυχίαι είνε φοβεραί εις το να συγκρύπτουν τα τοιαύτα αίσχη! Αν όμως ο Φίλιππος πάθη καμμίαν αποτυχίαν, τότε θα αποκαλυφθούν τα πάντα με ακρίβειαν και θα ιδήτε ότι είνε τοιαύτα. Και μου φαίνεται, ώ Αθηναίοι, ότι αυτό εντός ολίγου θα φανή, αν θελήση ο θεός και σεις έχητε απόφασιν να δράσετε.

Διότι όπως συμβαίνει και εις τα σώματα των ανθρώπων—εφ' όσον δηλαδή είνε κανείς υγιής και δυνατός, δεν αισθάνεται αν κανέν από τα μέλη του είνε ασθενικόν, όταν όμως συμβή καμμία αρρώστια, τότε όλα εξεγείρονται, είτε διάρρηξις αγγείου είνε, είτε στραγγάλισμα, είτε και άλλο τι εκ των μελών του, είνε σεσαθρωμένον—το ίδιον συμβαίνει και με τα κακά των πόλεων και των τυράννων— εφ' όσον δηλαδή ούτοι πολεμούσιν εκτός της χώρας των, είνε αφανή εις τον λαόν, όταν όμως γίνη κανένας πόλεμος γειτονικός, αι τότε αυτός όλα τα ξεσκεπάζει.

Εάν δε κανείς από σας, ώ Αθηναίοι, βλέπων τον Φίλιππον ευτυχούντα νομίζη ότι διά τον λόγον αυτόν είνε και δυσκολοπολέμητος, μεταχειρίζεται,—δεν λέγω όχι, σκέψιν φρονίμου ανθρώπου—διότι έχει τω όντι μεγάλην δύναμιν η τύχη εις τα ανθρώπινα πράγματα, ή μάλλον αυτή είνε το πάν, αυτή εξουσιάζει και διευθύνει τα πάντα· βεβαίως τον ευνοεί η τύχη, αλλ' όμως εγώ — εάν μου έδιδε κανείς το δικαίωμα να εκλέξω, θα επροτιμούσα από την τύχην εκείνου την τύχην της ιδικής μας πόλεως, αρκεί και λιγάκι να θέλετε σεις να κάμνετε όσα επιβάλλονται υπό της αξιοπρεπείας· διότι βλέπω ότι σεις έχετε περισσοτέρους λόγους εις το να έχετε την εύνοιαν του θεού, παρ' δ,τι έχει εκείνος.

Αλλά καθήμεθα—νομίζω—ακίνητοι· χωρίς να κάμνωμεν τίποτε. Και δεν είνε βέβαια δυνατόν, εν ω ένας άνθρωπος μένει αργός, ούτε εις τους φίλους του να επιβάλλη να κάμνουν κάτι τι διά λογαριασμόν του, πολύ δε ολιγώτερον δεν είνε δυνατόν να το επιβάλλη εις τον θεόν. Ό Φίλιππος εκστρατεύει, κοπιάζει και είνε πανταχού παρών, ούτε κατάλληλον περίστασιν αφήνει ούτε καμμίαν εποχήν του έτους, καθ' όν χρόνον ημείς αναβάλλομεν και αποφασίζομεν και ζητούμεν να μάθωμεν νέα. Διατί να θαυμάζωμεν ό,τι μας υπερτερεί; Εγώ δεν θαυμάζω διά τούτο· τουναντίον θα εθαύμαζα περισσότερον, αν ημείς—χωρίς να κάμνωμεν τίποτε — υπερτερούσαμεν εκείνον, ο οποίος κάμνει παν ό,τι πρέπει.

Αλλ' εν άλλο θαυμάζω — το εξής: ότι σεις μίαν φοράν,
ώ Αθηναίοι, επήρατε τα όπλα εναντίον των Λακεδαιμονίων χάριν της αυτονομίας και της ελευθερίας των ελληνικών πόλεων και εν ω πολλά πολλάς φοράς θα ημπορούσατε να ωφεληθήτε ιδιαιτέρως, δεν ηθελήσατε να το κάμετε· αλλά διά να εύρωσιν οι άλλοι το δίκαιον των εξωδεύσατε τα ιδικά σας χρήματα συνεισφέροντες, και εκστρατεύοντες εξετίθεσθε πρώτοι εις τον κίνδυνον και
σήμερον — τί παράξενον! — διστάζετε να εκστρατεύσετε και βραδύνετε να συνεισφέρετε, αφού πρόκειται χάριν των εν Θράκη και Μακεδονία κτήσεων σας, και τους μεν άλλους έχετε σώσει πολλάς φοράς — και όλους μαζί και καθένα εξ αυτών χωριστά — τώρα δε χάνοντες τα ιδικά σας μένετε με σταυρωμένα χέρια!

Αυτά εγώ θαυμάζω, αλλά και το εξής ακόμη: ότι κανείς από σας δεν θέλει, ώ Αθηναίοι, να συλλογισθή πόσον χρόνον πολεμείτε με τον Φίλιππον — εννέα χρόνια τώρα! — και πως εξωδεύθη ο καιρός αυτός. Διότι ηξεύρετε βέβαια πως επέρασεν όλος αυτός ο καιρός — επέρασεν, εν ω ανεβάλλετε να ενεργήσετε, εν ώ ηλπίζετε ότι άλλοι θα σας τα κάμουν, εν ω ο ένας κατηγορούσε τον άλλον, ενώ εδικάζετε τους στρατηγούς ως ανικάνους, εν ώ πάλιν ηλπίζετε από αυτούς ότι θα κάμουν το καθήκον των και εν ω σχεδόν εκάμνετε τα ίδια, τα οποία τώρα δα κάμνετε!...

Έπειτα είσθε τόσον ασυλλόγιστοι, ώ Αθηναίοι, ώστε ελπίζετε ότι αι υποθέσεις της πατρίδος θα γίνουν από ελεειναί καλαί και ωφέλιμοι με την ιδίαν — την τεμπέλικην τακτικήν σας, διά της οποίας από καλαί και ωφέλιμοι έγιναν ελεειναί; Αλλ' αυτό ούτε εύλογον είνε, ούτε φυσικόν διότι εκ φύσεως είνε πολύ ευκολώτερον να διαφυλάττη κανείς κάθε πράγμα, όταν το έχη, παρά να το αποκτήση. Τώρα όμως ένεκα του πολέμου τίποτε δεν μας υπολείπεται εκ των πρωτυτερινών μας κτήσεων, το οποίον να φυλάξωμεν, αλλά πρέπει πάλιν να τας αποκτήσωμεν. Και τούτο είνε έργον ημών των ιδίων τώρα πλέον!...

Φρονώ λοιπόν ότι πρέπει να συνεισφέρετε χρήματα, και να εκστρατεύσετε προθύμως σεις οι ίδιοι—και όχι διά μισθοφόρων— πρέπει να μη κατηγορήτε κανένα προτού νικήσετε, αλλ' εκείνην την στιγμήν να κρίνετε τους άνδρας επί τη βάσει των πράξεών των. και να τιμήσετε τους αξίους επαίνου και να τιμωρήσετε όσους δεν έκαμαν το καθήκόν των, πρέπει ακόμη να αφαιρέσετε τας προφάσεις των στρατηγών και τα εκ μέρους σας καθυστερήσματα· διότι δεν είνε δυνατόν—ούτε δίκαιον—να εξετάζη κανείς αυστηρώς τας πράξεις των άλλων, εάν πρωτύτερα δεν παραχωρηθώσιν από σας όσα χρειάζονται.

Διότι διά ποίον λόγον, ώ Αθηναίοι, νομίζετε ότι αποφεύγουν τον εναντίον του Φιλίππου πόλεμον πάντες οι στρατηγοί, τους οποίους ηθέλετε στείλει και εφευρίσκουν ιδιωτικούς πολέμους— διά να είπω ολίγην μαύρην αλήθειαν και διά τους στρατηγούς; Ιδού διατί· διότι εδώ μεν εις τον εναντίον του Φιλίππου πόλεμον τα κέρδη θα είνε ιδικά σας —διότι χάριν υμών γίνεται ο πόλεμος — και αν καταληφθή η Αμφίπολις σεις θα την πάρετε αμέσως, ενώ οι στρατηγοί έχουν ως κέρδος τους κινδύνους και αυτούς χωρίς κανένα μισθόν! Εκεί δε εις τους ιδιωτικούς πολέμους οι κίνδυνοι μεν είνε ολιγώτεροι, τα δε λάφυρα ανήκουν εις τους στρατηγούς και στρατιώτας —η Λάμψακος, το Σίγειον και τα πλοία τα οποία γυμνώνουν. Έκαστος λοιπόν επιδιώκει, βλέπετε, το συμφέρον του....

Σεις δε, όταν ρίψετε βλέμμα εις την κατάστασιν των υποθέσεων σας και ιδήτε ότι είνε κακή, αμέσως κατηγορείτε τους στρατηγούς και τους φέρετε εις το δικαστήριον, έπειτα δε, όταν τους επιτρέψετε να απολογηθώσι και ακούσετε ότι όσα έγιναν έγιναν διότι δεν εστέλλετε μισθόν διά τους στρατιώτας, τότε τους αθωώνετε... Ποία ωφέλεια απομένει τότε εις σας; Ποία άλλη παρά αι μεταξύ σας φιλονεικίαι και διχόνοιαι, διότι οι μεν έχετε πεισθή περί της ενοχής των στρατηγών, οι δε περί της αθωώτητός των; αι δε υποθέσεις της πολιτείας εξακολουθούν τον κακόν δρόμον... Διότι πρωτύτερα μεν, ώ Αθηναίοι, ήσθε διηρημένοι εις συμμορίας προς
ευκολωτέραν είσπραξιν των συνεισφορών· τώρα δε: τώρα διοικείσθε με συμμορίας —με κόμματα! Ρήτωρ είνε ο ηγεμών και ο στρατηγός και είνε παρόντες οι έτοιμοι να επευφημήσωσι τριακόσιοι! Όλοι οι άλλοι έχετε διαμοιρασθή οι μεν με το ένα κόμμα, οι δε με το άλλο!....

Πρέπει λοιπόν να αφήσετε τας φιλονεικίας και τα κόμματα και αφού γίνετε κύριοι, κύριοι του εαυτού σας —έστω και τώρα, και αφού παύσετε να παρασύρεσθε από τους ρήτορας, αφήσατε ελεύθερον και το σκέπτεσθαι και το ομιλείν και το πράττειν. Εάν όμως εις μεν τους ρήτορας αφήσετε το δικαίωμα να σας διατάσσωσι, σαν να ήσαν τύραννοι σας, τους δε πλουσίους αναγκάσετε να τριηραρχώσι, να συνεισφέρωσι και να υπηρετώσιν ως στρατιώται, εις δε τους απόρους —τον λαόν επιτρέψετε μόνον ψηφίσματα να εκδίδωσι κατά των πλουσίων, να μη κοπιάζωσι δε και αυτοί εις τίποτε άλλο καθ' ολοκληρίαν, αι τότε δεν θα γίνη από σας τίποτε—μα τίποτε από όσα πρέπει εγκαίρως· διότι οι αδικούμενοι κάθε φοράν δεν θα εκπληρώνωσι δεόντως το καθήκον των και τότε θα σας μείνη η ωφέλεια—να τιμωρήτε αυτούς·—ναι αυτούς αντί των εχθρών!

Προτείνω λοιπόν εν συντόμω να συνεισφέρωσι πάντες—έκαστος αναλόγως της περιουσίας του· πάντες να υπηρετήτε ως στρατιώται κατά σειράν, μέχρις ου υπηρετήσετε όλοι· εις όλους τους αναβαίνοντας εις το βήμα να επιτρέψετε να ομιλώσιν ελευθέρως και να εκλέγετε τα άριστα εξ όσων θα ακούσετε και όχι όσα θα είπη ο δείνα ή ο δείνα. Και αν κάμνετε ταύτα — να είσθε βέβαιοι —ότι δεν θα επαινέσετε αμέσως μόνον τον ρήτορα δια τους ωραίους του λόγους, αλλά και τους εαυτούς σας ύστερον θα επαινέσετε διά τας καλάς σας αποφάσεις, διότι δι' αυτών ολόκληρος η πολιτεία ασφαλώς θα έχη καλυτερεύση....
_________________
"Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος
ΓΙΑΝΝΗΣΜ



Ένταξη: 03 Ιούλ 2006
Δημοσιεύσεις: 463

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Σαβ Ιούλ 14, 2007 7:34 am    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με παράθεση αυτού του μηνύματος
Δημοσθένης

Ολυνθιακός Γ΄

Μετάφραση-Σχόλια Νικ. Σ. Γκινόπουλος


Δεν μου έρχεται εις τον νουν, ώ Αθηναίοι, να έχω τας ιδίας σκέψεις, τας ιδίας εντυπώσεις, και όταν προσέξω εις τα πράγματα και όταν προσέξω εις τους λόγους, τους οποίους ακούω· διότι τα πράγματα δεν συμφωνούσιν εντελώς με τους λόγους. Και παρατηρώ ότι οι μεν λόγοι στρέφονται εις το ζήτημα: Πώς να τιμωρήσωμεν τον Φίλιππον, ενώ τα πράγματα παρατηρώ ότι κατήντησαν εις τοιούτο σημείον, ώστε να παρίσταται ανάγκη να σκεφθώμεν, όχι πώς να τιμωρήσωμεν τον Φίλιππον, αλλά πώς να μη κακοποιηθώμεν ημείς πρωτύτερα από αυτόν. Όσοι λοιπόν σας λέγουν τέτοια πράγματα μου φαίνεται, ότι δεν κάμνουν τίποτε άλλο, παρά ότι πλανώνται, επειδή σας παριστάνουν όχι την αληθινήν κατάστασιν της υποθέσεως, περί της οποίας σκέπτεσθε.

Μάλιστα, υπήρξεν εποχή, κατά την οποίαν η πόλις μας ήτο ικανή, όχι μόνον τας κτήσεις της ασφαλώς να διατηρή, αλλά και τον Φίλιππον να τιμωρήση—αυτό το ηξεύρω, και το ηξεύρω πολύ καλά· διότι επί των ημερών μου και ουχί προ πολλού χρόνου ήσαν δυνατά και τα δύο αυτά· τόρα όμως είμαι πεπεισμένος ότι είνε αρκετόν εις ημάς να προλάβωμεν κατ' αρχάς το εξής: πώς να σώσωμεν τους συμμάχους μας—πριν τιμωρήσωμεν τον Φίλιππον! Διότι, αν τούτο ασφαλώς επιτύχωμεν, τότε θα είνε δυνατόν να σκεπτώμεθα ποίον θα τιμωρήσωμεν και με ποίον τρόπον· πριν δε θέσωμεν ορθώς την βάσιν του ζητήματος—την σωτηρίαν των συμμάχων, νομίζω ότι είνε μάταιον να κάμνωμεν οιονδήποτε λόγον περί του τέλους αυτού—πώς δηλαδή να τιμωρήσωμεν τον Φίλιππον...

Αι παρούσαι περιστάσεις —τόρα περισσότερον από άλλοτε — έχουν τω όντι, ανάγκην μεγάλης σκέψεως και συνεχούς φροντίδος· αλλ' εγώ δεν θεωρώ δυσκολώτατον πράγμα το να συμβουλεύσω τί απαιτούν αι σημεριναί περιστάσεις, αλλά δεν ηξεύρω το εξής: με ποίον τρόπον πρέπει, ώ Αθηναίοι, να σας ομιλήσω περί αυτών. Διότι είμαι πεπεισμένος—εξ όσων όχι μόνον εγώ, αλλά μαζί με άλλους θετικώς γνωρίζω και εξ ιδίας αντιλήψεως και εξ ακοής—αι περισσότεραι περιστάσεις μας έφυγαν από τα χέρια, μάλλον διότι δεν θέλετε να κάμνετε ό,τι πρέπει, παρά διότι δεν εννοείτε. Αλλά νομίζω δίκαιον, εάν ομιλώ με κάποιαν ελευθεροστομίαν, να υποφέρετε τούτο, εξετάζοντες μόνον αν λέγω την αλήθειαν και αν ομιλώ διά τον λόγον αυτόν, ίνα και αι άλλαι υποθέσεις σας πάρουν καλύτερον δρόμον διότι βλέπετε ότι με το να ομιλώσι μερικοί —γνωστοί προδόται— προς ευχαρίστησιν των ακροατών, η παρούσα κατάστασις έφθασεν εις κάθε είδος αθλιότητος.

Αλλ' αναγκαίον θεωρώ να σας υπενθυμίσω πρώτον ολίγα γεγονότα. Ενθυμείσθε βέβαια, ώ Αθηναίοι, ότε σας ήλθεν η αγγελία ότι ο Φίλιππος ήτο εν Θράκη —είνε τόρα τρία η τέσσαρα χρόνια — και επολιόρκει το Ηραίον τείχος· τότε λοιπόν—ήτο ο μην Μαιμακτηριών και επειδή εγίνοντο πολλαί συζητήσεις και ο θόρυβος μεταξύ σας ήτο ισχυρός και διαρκής—απεφασίσατε να αποστείλετε τεσσαράκοντα πολεμικά πλοία και να εισέλθετε εις αυτά οι ίδιοι οι πολίται, οι έχοντες ηλικίαν έως τεσσαράκοντα πέντε ετών, και να γίνη συνεισφορά από εξήκοντα τάλαντα.

Και μετά ταύτα επέρασε το έτος εκείνο, επέρασαν και του επομένου οι μήνες Εκατομβαιών, Μεταγειτνιών και Βοηδρομιών και μόλις κατά τον μήνα αυτόν και μετά τα Ελευσίνια μυστήρια απεστείλατε τον Χαρίδημον με τί; με δέκα μόνον πλοία, κενά πολιτών—διά να τα γεμίση αυτός από μισθοφόρους— και με πέντε μόνον τάλαντα αργυρών νομισμάτων!..... Διότι μόλις σας ήλθεν η είδησις ότι ο Φίλιππος αληθώς ησθένει ή ότι απέθανε — διότι και αι δύο ειδήσεις ήλθον— νομίσαντες ότι δεν ήτο πλέον κατάλληλος περίστασις να στείλετε βοήθειαν, εγκαταλείψατε, ω Αθηναίοι, την αποστολήν των πλοίων. Και εν τούτοις η περίστασις εκείνη, την οποίαν σεις παρημελήσατε, ήτο η καθαυτό κατάλληλος περίστασις να τρέξωμεν εις βοήθειαν διότι, εάν τότε με προθυμίαν ετρέχομεν εις την Θράκην— όπως είχομεν αποφασίσει—, δεν θα μας ηνώχλει σήμερον ο Φίλιππος, αλλ' ημείς—ναι ημείς με την αμέλειαν μας τον εσώσαμεν!..

Αλλά τα γενόμενα δεν είνε τόρα δυνατόν να μεταβληθώσιν—ό,τι έγινεν—έγινε· σήμερον μας ήλθε μία ευκαιρία άλλου πολέμου, χάριν της οποίας ανέφερα τα ανωτέρω, ίνα μη πάθετε τα ίδια, τα οποία επάθετε και τότε· πώς λοιπόν θα μεταχειρισθώμεν την ευκαιρίαν αυτήν, ω Αθηναίοι; πρέπει να τρέξετε εις βοήθειαν διότι, εάν δεν τρέξετε εις βοήθειαν και μάλιστα με όλην σας την δύναμιν, κυττάξετε να ιδήτε κατά ποίον τρόπον σεις θα διεξαγάγετε όλον τον πόλεμον προς ωφέλειαν του Φιλίππου, σαν να είσθε στρατηγοί του.

Υπήρχον οι Ολύνθιοι κάτοχοι αρκετής δυνάμεως, και τα πράγματα ευρίσκοντο εις μίαν κατάστασιν, κατά την οποίαν και ο Φίλιππος εφοβείτο αυτούς και ούτοι τον Φίλιππον. Ημείς λοιπόν ενηργήσαμεν και με κόπον κατωρθώσαμεν να συνάψωμεν ειρήνην προς εκείνους και εκείνοι συνήψαν με ημάς, αλλά τούτο ήτο, σαν ένα μεγάλο εμπόδιον εις τον Φίλιππον και σαν μεγάλη δυσκολία— μία πόλις δηλαδή μεγάλη, σαν την Όλυνθον, να είνε συμφιλιωμένη με ημάς και να τον παραμονεύη εις τα ατυχήματα του, περιμένουσα ευκαιρίαν όπως επιπέση κατ' αυτού. Εσκεπτόμεθα ότι έπρεπε με κάθε τρόπον να κάμωμεν εχθρούς του Φιλίππου τους ανθρώπους αυτούς· και εκείνο, το οποίον προ ολίγου πάντες επεθύμουν και εψιθύριζον, κατωρθώθη — δεν εξετάζω πως· αρκεί ότι κατωρθώθη....

Τί άλλο λοιπόν υπολείπεται να κάμωμεν, ώ Αθηναίοι, παρά να βοηθήσωμεν τους Ολυνθίους—και να τους βοηθήσωμεν με δύναμιν και προθυμίαν; Εγώ βεβαίως δεν βλέπω άλλο τι· διότι εκτός της αδοξίας, η οποία θα εσκέπαζεν, εάν εχαλαρώναμε κατά τι την προσοχήν μας, βλέπω ότι ούτε και ο φόβος, τον οποίον μας επιφυλάσσει το μέλλον, θα είνε μικρός, διότι οι μεν Θηβαίοι διάκεινται προς ημάς εχθρικώς, οι δε Φωκείς απέκαμαν από τα έξοδα των χρημάτων και επομένως δέν υπάρχει κανένα εμπόδιον εις τον Φίλιππον —αφ' ου λάβη με το μέρος του την Όλυνθον και τας άλλας Χαλκιδικάς πόλεις—να στραφή προς την Αττικήν!...

Αλλ' όμως, εάν κανείς από σας αναβάλλη να κάμη ό,τι πρέπει μέχρι της στιγμής, κατά την οποίαν θα μας επιτεθή, θέλει—χωρίς άλλο—να ίδει εκ του πλησίον τα φοβερά, ενώ του είνε δυνατόν να ακούη ότι γίνονται αλλού—εις την Μακεδονίαν και την Χαλκιδικήν, και θέλει να ζητή διά τον εαυτόν του βοηθούς, ενώ του είνε δυνατόν να βοηθή και αυτός τους άλλους· ότι δε εις αυτό το σημείον θα καταντήσωσι σιγά-σιγά τα πράγματα—, εάν εγκαταλείψωμεν αχρησιμοποίητον την παρούσαν περίστασιν —, σχεδόν όλοι βέβαια το ηξεύρομεν.

Μάλιστα! πρέπει να βοηθήσωμεν τους Ολυνθίους—ημπορεί να είπη κανείς· αυτό όλοι το ηξεύρομεν και θα βοηθήσωμεν. Αλλά με ποίον τρόπον; Αυτό ειπέ μας. Αί καλά· μη απορήσετε λοιπόν, ώ Αθηναίοι, αν είπω κάτι τι παράξενον —κατά την κρίσιν των περισσοτέρων σας: Διορίσατε νομοθέτας· και δι' αυτών μη κάμετε κανένα νόμον —διότι έχετε αρκετούς νόμους!— αλλά καταργήσατε εκείνους, οι οποίοι εις την παρούσαν περίστασιν σας είνε επιβλαβείς...

Λέγω τους νόμους περί των θεωρικών—και το λέγω καθαρά, όπως βλέπετε!—και μερικούς εξ εκείνων, οι οποίοι αφορώσι εις την στρατιωτικήν υπηρεσίαν, διότι εξ αυτών οι μεν τα στρατιωτικά χρήματα διαμοιράζουν ως θεωρικά, οι δε τους λιποτακτούντας τους αφήνουν ατιμωρήτους, και φυσικά τούτο κάμνει απροθυμοτέρους εκείνους, οι οποίοι θέλουν να κάμουν το καθήκον των. Όταν δε καταργήσετε τους νόμους τούτους και έτσι δύναται κανείς αφόβως να αναβαίνη εις το βήμα και να λέγη τα συμφερώτατα, τότε προσπαθήσατε να εύρετε τον πολίτην, ο οποίος θα σας προτείνη να ψηφίσετε, όσα πάντες γνωρίζετε ότι είνε ωφέλιμα.

Πριν δε κάμετε αυτά μην κυττάτε να εύρετε εκείνον, που θα θελήση να καταστραφή από σας, αφού προτείνη τα ωφελιμώτατα διά σας· διότι δεν θα εύρετε τοιούτον! Και μάλιστα, αφού τούτο μόνον θα κερδίση—να πάθη κάτι κακόν αδίκως, εκείνος ο οποίος θα είπη και θα τα προτείνη εγγράφως, και ακόμη να μη προσφέρη καμμίαν ωφέλειαν εις την πόλιν, αλλά και να κάμη εις το μέλλον την συμβουλήν των ωφελίμων περισσότερον φοβερωτέραν από ό,τι είνε τόρα! Και πρέπει να απαιτήσετε, ώ Αθηναίοι, να καταργήσουν τους νόμους τούτους εκείνοι ακριβώς, οι οποίοι και τους ενομοθέτησαν.

Διότι δεν είνε δίκαιον η μεν αγάπη του λαού—αγάπη, η οποία έβλαπτε διαρκώς ολόκληρον την πόλιν, να είνε μαζί με εκείνους, οι οποίοι ενομοθέτησαν τότε τους νόμους αυτούς, το δε μίσος—το οποίον θα προέλθη εκ της καταργήσεως των νόμων και διά του οποίου ηθέλομεν ευτυχήσει, να γίνη τόρα αιτία βλάβης εις εκείνον, ο οποίος ήθελεν είπει τα ωφελημώτατα. Προτού δε τακτοποιήσετε ταύτα μη πιστεύετε ότι θα ευρεθή κανείς ο οποίος να είνε τόσον μεγάλος και ισχυρός πλησίον σας, ώστε να κατορθώση να μη τιμωρηθή, αφού προτείνη την κατάργησιν των θεωρικών, ούτε τόσον ανόητος, ώστε να ρίψη τον εαυτόν του εις προφανή κίνδυνον.

Και το εξής βέβαια δεν πρέπει να αγνοήτε, ω Αθηναίοι, ότι η απόφασις μόνον δεν αξίζει τίποτε, εάν δεν προστεθή εις αυτό η θέλησις και η προθυμία να εκτελήτε, αν όχι όσα οφείλετε, τουλάχιστον όσα αποφασίσετε. Διότι αν αι αποφάσεις ήσαν μόναι των ικαναί, ή να σας αναγκάζουν να κάμνετε όσα πρέπει, ή να εκτελή τε εκείνα, διά τα οποία κάθε φοράν θα ελαμβάνοντο, ούτε σεις—ενώ πολλά αποφασίζετε—ολίγα, ή μάλλον τίποτε δεν θα εκάμνετε εξ αυτών, ούτε ο Φίλιππος θα εφέρετο αυθαδώς επί τόσον χρόνον· διότι προ πολλού θα είχε τιμωρηθή, αν εξηρτάτο, αν ήρκουν μόνον αι αποφάσεις...

Αλλά —δυστυχώς—δεν είνε έτσί· διότι η ενέργεια, αν και είνε πράγμα υστερώτερον κατά την τάξιν από την ομιλίαν και την απόφασιν, εν τούτοις κατά την δύναμιν είνε ανώτερον και αποτελεσματικώτερον και από τα δυό αυτά. Η ενέργεια λοιπόν πρέπει να προστεθή, διότι όλα τα άλλα υπάρχουν διότι και άνθρωποι, ώ Αθηναίοι, υπάρχουν, οι οποίοι ημπορούν να σας προτείνουν όσα πρέπει και σεις πάλιν είσθε ικανώτατοι να αποφασίσετε περί των προταθέντων και έργα θα ημπορέσετε να κάμετε τόρα εις τον πόλεμον αυτόν, εάν κάμετε το καθήκόν σας—εάν καταργήσετε τα θεωρικά.

Διότι ποίον χρόνον ή ποίαν ευκαιρίαν, ώ Αθηναίοι, καλυτέραν από την σημερινήν, ζητείτε; Ή πότε θα κάμετε ό,τι πρέπει, αν δεν το κάμετε τόρα; Δεν μας επήρεν ο άνθρωπος αυτός όλα τα οχυρά μέρη μας, εάν δε τόρα γίνη κύριος και της Ολύνθου, δεν θα πάθωμεν τα αισχρότατα από όλους τους ανθρώπους; Δεν ευρίσκονται εις πόλεμον εκείνοι, τους οποίους θα υπεσχόμεθα προθύμως να σώσωμεν, αν ήθελον κάμει πόλεμον;

Δεν είνε εχθρός ο Φίλιππος; Δεν κατακρατεί τα ιδικά μας μέρη; Δεν είνε βάρβαρος; Ό,τι κι' αν του πη κανείς, δεν του ταιριάζει; Αλλά, δι' όνομα του θεού, αφού τα παραμελήσωμεν όλα— όσα ήρπασεν ή αρπάζει, και αφού γίνωμεν σχεδόν συνεργοί του— με την αμέλειαν μας, άρα γε τότε θα ζητήσωμεν να εύρωμεν ποίοι είνε οι αίτιοι της παραμελήσεως και της συνεργείας; Διότι ημείς οι ίδιοι ποτέ δεν θα παραδεχθώμεν—αυτό το ξέρω πολύ καλά εγώ—ότι είμεθα οι αίτιοι. Διότι ούτε και από τους λιποτάκτας του πολέμου κανείς δεν κατηγορεί τον εαυτόν του, αλλά περισσότερον κατηγορεί τον στρατηγόν και τους πλησίον του και όλους τους άλλους παρά τον εαυτόν του· και εν τούτοις ενικήθησαν εξ αιτίας βεβαίως όλων των λιποτακτησάντων. Διότι ήτο εις την εξουσίαν του κατηγορούντος τους άλλους να μείνη εις την θέσιν του· και, εάν καθένας το έκαμνεν αυτό, θα ενίκων—βεβαίως θα ενίκων!

Έτσι και τώρα· δεν λέγει κανείς ωφέλιμα; ας σηκωθή άλλος και ας τα είπη· αλλ' όμως ας μη κατηγορή τον πρώτον. Λέγει κανείς άλλος ωφελιμώτερα; κάμετε αυτά — και κάμετε τα με την ευχήν του θεού!... Δεν είνε ευχάριστα όσα προτείνει; Δεν πταίει πλέον δι' αυτό ο ρήτωρ. Ναι, αλλά κάμνει αδικίαν—θα είπη κανείς, διότι παραλείπει να ευχηθή εις τον θεόν, αν και είνε πρέπον! Να ευχηθή κανείς, ώ Αθηναίοι, είνε εύκολον, αφού συναθροίση εις μίαν και την αυτήν ευχήν όσας ευχάς θέλει χωρίς κόπον—με δύο λέξεις· αλλά να κάμη όμως κανείς εκλογήν μεταξύ ευχαρίστων και ωφελίμων —όταν πρόκειται να σκεφθή περί δημοσίων υποθέσεων, δεν είνε πλέον εξ ίσου εύκολον, ως όταν επρόκειτο περί των ευχών —αλλά πρέπει να προτιμά κανείς τα ωφελιμώτατα αντί των ευχαρίστων—αν δεν είνε δυνατόν να παίρνη και τα δύο μαζί—ευχάριστα και ωφέλιμα...

Εάν δε δύναται κανείς και τα θεωρικά να μας αφήση και άλλα μέσα προς προμήθειαν χρημάτων διά τας στρατιωτικάς ανάγκας να προτείνη, αυτός δεν είνε καλύτερος; ημπορεί να μου ειπή κανένας. Βεβαίως, το παραδέχομαι —θα απαντήσω—ότι αυτός είνε καλύτερος — αν ημπορή να ευρεθή, ώ Αθηναίοι, τέτοιος άνθρωπος· αλλά μου φαίνεται παράξενον, αν ποτέ συνέβη εις κανένα άνθρωπον ή θα συμβή η ευτυχία αυτή: να εξοδεύση εκεί όπου δεν πρέπει τα υπάρχοντα χρήματα του και έπειτα να έχη αφθονίαν χρημάτων, εκεί όπου πρέπει—και μάλιστα από μέσα μέλλοντα, αβέβαια, ανύπαρκτα! Αλλά, καθώς φρονώ, μεγάλως βοηθεί και ενισχύει τους τοιούτους λόγους —το ότι είνε δυνατόν και τα θεωρικά να αφήσουν και άλλους πόρους να εύρουν—του καθενός η επιθυμία—διότι ποιος δεν το θέλει αυτό;—και διά τον λόγον αυτόν καταντά το μόνον εύκολον πράγμα να εξαπατήση κανείς τον εαυτόν του· διότι εκείνο το οποίον καθείς επιθυμεί, τούτο και πιστεύει ότι είνε δυνατόν, αλλά τα πράγματα πολλάκις δεν είνε εκ φύσεως τοιαύτα, ώστε να ακολουθούν τας επιθυμίας και να γίνωνται όπως τα θέλομεν.

Εξετάσατε λοιπόν, ώ Αθηναίοι, όσα σας επρότεινα ανωτέρω—και εξετάσατε τα με τον τρόπον, τον οποίον εκ φύσεως τα πράγματα επιδέχονται, και τότε θα ημπορέσετε να κάμετε την εκστρατείαν και μισθόν θα έχετε. Δεν αρμόζει βέβαια εις ανθρώπους φρονίμους και ευγενείς—όταν ένεκα ελλείψεως χρημάτων παραλείπωσί τι των εις τον πόλεμον αναγκαίων—να υποφέρωσιν αναισθήτως τας τοιαύτας κατηγορίας· ουδέ αρμόζει εις ανθρώπους φρονίμους και ευγενείς εναντίον μεν των Κορινθίων και των Μεγαρέων — οι οποίοι είνε Έλληνες— αρπάζοντες τα όπλα να εκστρατεύωσι, τον δε Φίλιππον — ένα βάρβαρον! — να αφήνουν να υποδουλώνη πόλεις ελληνικάς, ένεκα ελλείψεως εξόδων προς συντήρησιν των στρατιωτών!...

Και ταύτα επροτίμησα να είπω, όχι διά να γίνωμαι μισητός εις μερικούς από σας· διότι εγώ δεν είμαι τόσον ανόητος ούτε τόσον απερίσκεπτος, ώστε να θέλω να με μισούν, νομίζων ότι δεν ωφελώ καθόλου, αλλά νομίζω ότι είνε καθήκον του δικαίου πολίτου να προτιμά την σωτηρίαν της πατρίδος από τα ευχάριστα λόγια. Διότι όχι μόνον εγώ έχω αυτήν την ιδέαν, αλλ' έχω ακούσει —και θα το έχετε βέβαια ακούσει και σεις, όπως εγώ—ότι και οι επί της εποχής των προγόνων μας ρήτορες —τους οποίους επαινούσι μεν όλοι ανεξαιρέτως οι αναβαίνοντες εις το βήμα, αλλ' ουδόλως μιμούνται—τοιαύτην συνήθειαν και συμπεριφοράν είχον—να προτιμούν την σωτηρίαν της πατρίδος από τας ευχαρίστους ομιλίας—ο περίφημος Αριστείδης ο δίκαιος, ο Νικίας ο υιός του Νικηράτου, ο συνονόματός μου Δημοσθένης και ο Περικλής.

Αφ' ότου δε εξεφύτρωσαν οι ρήτορες, οι οποίοι σας συχνοερωτούν: “τί επιθυμείτε; τί να προτείνω; τί να είπω διά να ευχαριστηθήτε;”, από τότε έχουν προδοθή τα συμφέροντα της πατρίδος χάριν της στιγμιαίας ευχαριστήσεως και συμβαίνουν τέτοια πράγματα, οποία βλέπετε, και αι μεν υποθέσεις των τοιούτων ρητόρων πηγαίνουν όλαι καλά, ενώ αι ιδικαί σας πηγαίνουν κατά διαβόλου....

Αλλά προς τούτοις σκεφθήτε, ώ Αθηναίοι, ποίαν περίληψιν, ποίαν εικόνα ημπορεί κανείς να δώση των έργων, τα οποία έγιναν επί της εποχής των προγόνων, και των έργων, τα οποία έγιναν επί της εποχής σας. Θα είνε δε σύντομος η ομιλία και γνωστή σας· διότι δύνασθε να ευτυχήσετε όχι ξένα παραδείγματα, ώ Αθηναίοι, μεταχειριζόμενοι, αλλ' ιδικά σας.

Εκείνοι λοιπόν—προς ευχαρίστησιν των οποίων δεν ωμίλουν οι ρήτορες ούτε ηγάπων αυτούς, όπως δα ούτοι αγαπώσι σας!—επί τεσσαράκοντα πέντε έτη είχαν την ηγεμονίαν των Ελλήνων—και την είχαν με την θέλησίν των, περισσότερα δε από δέκα χιλιάδας τάλαντα ανεβίβασαν και απεταμίευσαν εν τη Ακροπόλει, ήτο δε υπήκοος αυτών ο βασιλεύς της Μακεδονίας—όπως είνε πρέπον εις τον βάρβαρον να υπακούη εις τους Έλληνας—πολλά δε και ωραία τρόπαια έστησαν κατά ξηράν και κατά θάλασσαν εκστρατεύοντες ατοί τους και όχι στέλλοντες μισθοφόρους, και μόνοι εξ όλων των ανθρώπων αφήκαν δόξαν επί των έργων στηριζομένην μεγάλην— δόξαν ανωτέραν παντός φθόνου διά το μέγεθος της!

Επί μεν των Ελληνικών πραγμάτων—των εξωτερικών ήσαν τοιούτοι· εις δε τα εσωτερικά παρατηρήσατε οποίοι ήσαν και εις τα κοινά και εις τα ιδιωτικά πράγματα. Και δημοσία μεν λοιπόν τοιαύτα και τοσαύτα αριστουργήματα ναών και αγαλμάτων αφήκαν, ώστε να μην ημπορούν να τους περάσουν οι μεταγενέστεροι! Ιδιωτικώς δε ήσαν τόσον μετριόφρονες και τόσον σταθεροί εις το δημοκρατικόν πολίτευμα,
ώστε η οικία του Αριστείδου και Μιλτιάδου και των άλλων της εποχής εκείνης επισήμων—αν κανείς από σας γνωρίζη τί λογής τάχα είνε—βλέπω ότι δεν είνε καθόλου μεγαλοπρεπεστέρα από την οικίαν του γείτονος· διότι εκείναι εδιοικούσαν την πατρίδα, όχι διά να πλουτήσουν, αλλά καθένας τους ενόμιζε καθήκον του να αυξήση αυτήν. Και επειδή εδιοικούσαν τα ελληνικά πράγματα με τέτοιον τρόπον, ώστε οι Ελληνες να έχωσιν εμπιστοσύνην εις αυτούς, τα των θεών δε με ευσέβειαν, τα δε αναμεταξύ των με ισότητα, διά τούτο απέκτησαν μεγάλην ευτυχίαν—και δικαίως!

Εις τοιαύτην λοιπόν κατάστασιν ευρίσκοντο τότε τα πράγματα επί της εποχής των προγόνων μας, οι οποίοι μετεχειρίζοντο προστάτας τοιούτους, τους οποίους ανέφερα—τον Αριστείδην, τον Νικίαν, τον Δημοσθένη και τον Περικλέα· αλλά σήμερον εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκονται τα πράγματα της πατρίδος υπό την διεύθυνσιν των τιμίων και ικανών αυτών ανθρώπων; Άρα γε μήπως ευρίσκονται εις την ιδίαν ή σχεδόν ομοίαν κατάστασιν; Οι οποίοι—τα μεν άλλα, όσα ημπορεί να είπη κανείς· περί της σημερινής καταστάσεως, παραλείπω, ενώ πολλά θα ημπορούσα να είπω, αλλ' ενώ έχομεν τόσην έλλειψιν αντιζήλων, όσην βλέπετε—διότι οι μεν Λακεδαιμόνιοι είνε νικημένοι, οι δε Θηβαίοι είνε απησχολημένοι και κανείς εκ των άλλων Ελλήνων δεν είνε ικανός να αντιπαραταχθή προς ημάς περί των πρωτείων—και ενώ ημπορούσαμεν και τα ιδικά μας μέρη με ασφάλειαν να κατέχωμεν και τους άλλους Έλληνας να διοικώμεν,εν τούτοις έχομεν χάσει με όλ' αυτά χώραν ιδικήν μας—τας εν Θράκη και Μακεδονία κτήσεις μας, έχομεν εξοδεύσει περισσότερα από χίλια πεντακόσια τάλαντα αδίκως εις τον πόλεμον της Αμφιπόλεως, τους συμμάχους δε, τους οποίους απεκτήσαμεν κατά τον Βοιωτικόν πόλεμον, αυτοί οι τωρινοί πολιτικαί μας τους έχουν χάσει, ενώ είνε ειρήνη, και τέλος τόσον μέγαν εχθρόν—τον Φίλιππον εναντίον μας έχομεν εξασκήσει, έχομεν προετοιμάσει!... !... Ή ας αναβή όποιος θέλει εις το βήμα και ας μου αποδείξη από που αλλού, αν όχι από ημάς τους ιδίους, έχει γίνει ισχυρός ο Φίλιππος. Ποίος θα τολμήση ή ποίος θα ημπορέση!

Αλλά, ω φίλε μου—ημπορεί κανείς να μου είπη—αν τα εξωτερικά μας πράγματα ευρίσκονται εις κακήν κατάστασιν, τα εντός της πόλεώς μας όμως είνε εις καλυτέραν κατάστασιν τόρα. Και τί ημπορούσε να είπη κανείς, εάν ήθελε; Τας πολεμίστρας, τας οποίας ασβεστώνομεν και τους δρόμους, τους οποίους επιδιορθώνομεν και τας βρύσεις και τας άλλας φλυαρίας; Στρέψατε λοιπόν τα βλέμματα σας προς εκείνους, όσοι πολιτευόμενοι κάμνουν αυτά, των οποίων άλλοι μεν από πτωχοί που ήσαν έγιναν πλούσιοι, άλλοι δε εξ αδόξων έντιμοι, άλλοι δε έχουσι κατασκευάσει τας ιδιωτικάς των οικίας μεγαλοπρεπεστέρας των δημοσίων οικοδομημάτων, διότι, όσω τα της πόλεως ηλαττώθησαν, τόσω τα ιδικά των ηυξήθησαν και αυξάνονται!...

Τί λοιπόν είνε το αίτιον όλων αυτών; και διατί τάχα τότε όλα ανεξαιρέτως ευρίσκοντο εις καλήν κατάστασιν και τόρα όχι; Ιδού διατί· διότι πρότερον ο λαός, επειδή είχε την τόλμην να εκστρατεύη μόνος του και όχι διά μισθοφόρων, όπως τόρα, και επειδή οι πόλεμοι εμβάλλουσι φρόνημα εις τας ψυχάς , και την συναίσθησιν της αξίας, διά τούτο ήτο δεσπότης και κύριος όλων των αγαθών και καθείς εκτός των πολιτικών ήτο ευχαριστημένος να λάβη μέρος παρά του λαού—ακούετε; παρά του λαού!—και εις καμμίαν τιμήν και εις καμμίαν εξουσίαν και εν γένει εις κανένα αγαθόν, τόρα δε το εναντίον έχει συμβή: κύριοι των αγαθών είνε οι πολιτικοί και δι' αυτών όλα ανεξαιρέτως γίνονται! Σεις δε ο λαός, επειδή και το φρόνημα και το σθένος της ψυχής σας έχει παραλύσει και έχετε γυμνωθή από χρήματα και συμμάχους, έχετε καταντήσει σαν υπηρέται και σαν ένα πράγμα πρόσθετον, πάρεργον, αρκούμενοι, αν σας μοιράζουν ολίγα θεωρικά ή αν θα εορτάσουν ούτοι οι πολιτευόμενοι σας με πομπήν και φαγοπότια τα Βοηδρόμια— την γνωστήν του Απόλλωνος εορτήν. Και εκείνο το οποίον προ πάντων αποδεικνύει ότι είσθε άνδρες είνε το εξής: ότι και χάριν τους γνωρίζετε—τους ευγνωμονείτε, διατί; διά τα ιδικά σας πράγματα! Οι δε πολιτικοί, αφού σας έκλεισαν —διά της ειρηνικής των πολιτικής, εντός της πόλεως ως εντός κλωβού, όπως οι θηριοτρόφοι τα θηρία, σας σύρουσιν εις ταύτα—τα θεωρικά και τας εορτάς και τα δημόσια συμπόσια — και σας εξημερώνουν—ίνα ημερευόμενοι κάθησθε εις τα σπίτια σας και τους επιτρέπετε να σας διοικούν—και σας κάνουν του χεριού των!...

Αλλά ποτέ δεν είνε δυνατόν, καθώς φρονώ, να αποκτήσουν μέγα και γενναίαν φρόνημα οι άνθρωποι, οι οποίοι καταγίνονται εις μικρά και πρόστυχα πράγματα· διότι όποια είνε τα επαγγέλματα και ο τρόπος της ζωής των ανθρώπων, τοιούτον κατ' ανάγκην είνε και το φρόνημα των! Και μα τον θεόν δεν θα παραξενευθώ καθόλου, αν αυτά που σας είπα, βλάψουν περισσότερον εμέ, που τα είπα, παρά εκείνους που τα έκαμαν διότι και ελευθερία λόγου δεν υπάρχει περί όλων των πραγμάτων και πάντοτε ενώπιον σας—και μάλιστα εγώ τουλάχιστον παραξενεύομαι πώς και τόρα έως τόρα εδόθη τοιαύτη εις εμέ!..

Αφού λοιπόν αυτά έχουν τοιουτοτρόπως, εάν—όχι πρωτύτερα, αλλά τουλάχιστον τόρα— θελήσετε να εκστρατεύσετε και να κάμετε ότι η αξιοπρέπεια σας επιβάλλει και τα περισσεύματα του προϋπολογισμού σας—τα θεωρικά—μεταχειρισθήτε ως μέσα προς απόκτησιν των εκτός της Αττικής αγαθών, ίσως, και ίσως τότε, ώ Αθηναίοι, αποκτήσετε κάποιο αγαθόν μέγα και διαρκές και απαλλαγήτε των τοιούτων αθέμιτων απολαυών απολαυών, που ομοιάζουν προς τροφάς, αι οποίαι δίδονται υπό των ιατρών προς τους ασθενείς. Διότι, όπως και εκείναι ούτε καμμίαν δύναμιν δίδουν εις τον ασθενή ούτε και να αποθάνη τον αφήνουν, έτσι και αυτά, τα οποία σεις τόρα μοιράζεσθε αναμεταξύ σας· ούτε είνε τόσα πολλά, ώστε να παρέχουν κάποιαν ωφέλειαν διαρκή, ούτε σας αφήνουν πάλιν να κάμετε τίποτε άλλο—σπουδαιότερον, αφού αλλάξετε γνώμην και παύσετε να τα μοιράζεσθε· αλλ' όμως είνε αρκετά, ώστε να επαυξάνουν την οκνηρίαν του καθενός σας.

Λοιπόν συ—θα είπη κανείς—προτείνεις τα θεωρικά να γίνουν μισθός στρατιωτικός; Μάλιστα! αυτό προτείνω· αλλά συγχρόνως προτείνω και εν άλλο: να κανονισθούν όλα ανεξαιρέτως όπως τα στρατιωτικά, ώ Αθηναίοι, ίνα παίρνων καθένας εκ των χρημάτων του δημοσίου ό,τι του πέφτει εις το μερίδιόν του να είνε συγχρόνως ό,τι τον χρειάζεται η πατρίς. Δηλαδή είνε επιτετραμμένον να ζώμεν εν ειρήνη; Εάν μένη εν τη πατρίδι, να ζη ευτυχής, διότι λαμβάνων το μερίδιόν του θα είνε απηλλαγμένος από την ανάγκην του να κάμνη τίποτε αισχρόν ένεκα ενδείας—διότι με αυτά θα ημπορή να εξοικονομή τα της πρώτης ανάγκης. Συμβαίνει πόλεμος, όπως τώρα; Εάν έχη στρατεύσιμον ηλικίαν να λαμβάνη και αυτός το μερίδιόν του, αλλά με τα ίδια χρήματα. που θα λαμβάνη, να υπηρετή ως στρατιώτης την πατρίδα, όπως άλλως τε είνε και δίκαιον. Έχει κανείς από σας περάσει την στρατεύσιμον ηλικίαν—είνε άνω των 60 ετών; Να παίρνη και αυτός το μερίδιόν του, αλλ' όσα παίρνει τόρα χωρίς να προσφέρη καμμίαν υπηρεσίαν ή ωφέλειαν εις την πατρίδα, να τα παίρνη εις το εξής—και μάλιστα να παίρνη το ίδιον ποσόν με τον στρατιώτην—αλλ' επιβλέπων και διευθύνων τα της πατρίδος—ως βουλευτής, — εκκλησιαστής, δικαστής κλπ.

Εν γένει δε με τον τρόπον αυτόν χωρίς να αφαιρέσω ούτε να προσθέσω τίποτε, αλλ' ολίγον μόνον διορθώσας την αταξίαν της διανομής, κατορθώνω να φέρω μίαν τάξιν εις την πόλιν του να λαμβάνη καθένας εκ των θεωρικών μισθόν διά την στρατιωτικήν του υπηρεσίαν, διά την δικαστικήν και εν γένει διά πάσαν υπηρεσίαν, την οποίαν αναλόγως της ηλικίας και αναλόγως των περιστάσεων προσφέρει εις την πατρίδα. Είνε ολίγον αυτό; Αλλ' εις την πρότασιν μου αυτήν δεν ανέφερα, νομίζω, εις κανέν μέρος, ότι πρέπει να διαμοιράζωνται τα χρήματα εκείνων οι οποίοι υπηρετούν την πατρίδα εις ανθρώπους που δεν κάμνουν τίποτε, ούτε ότι αυτοί μεν να μένουν αργοί και να μη φροντίζωσι διά τίποτε και να στερώνται ένεκα της μικράς απολαυής των δύο οβολών, ενώ ημπορούν να πλουτούν από τον πόλεμον, και να μανθάνουν ότι οι μισθωτοί στρατιώται του δείνα νικούν· διότι αυτά συμβαίνουν τόρα. Και δεν κατηγορώ, όχι, πάντα όστις σας υπηρετεί, αλλά και από σας απαιτώ να ενεργήτε χάριν του εαυτού σας εκείνα διά τα οποία άλλους εκτιμάτε και να μη εγκαταλείπετε εις άλλους, ω Αθηναίοι, την ηγεμονίαν της Ελλάδος, την οποίαν οι πρόγονοι σάς αφήκαν, αποκτήσαντες αυτήν με πολλούς και ένδοξους αγώνας και κινδύνους!.. Είπα σχεδόν όσα νομίζω ότι είνε συμφέροντα· σεις δε είθε να εκλέξητε εκείνο, το οποίον θα είνε ωφέλιμον και εις την πόλιν εν γένει και εις καθένα από σας ιδιαιτέρως!.. Είθε!..
_________________
"Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος
ΓΙΑΝΝΗΣΜ



Ένταξη: 03 Ιούλ 2006
Δημοσιεύσεις: 463

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Σαβ Ιούλ 14, 2007 7:49 am    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με παράθεση αυτού του μηνύματος
Ο, κατα Μάρξ και όχι μόνον, γίγας της σκέψης Αριστοτέλης, ακολουθεί. Αργά αργά θα παραθέσω όλα τα κεφάλαια και των οκτώ πραγματειών των "Μικρών Φυσικών".



ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ


ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ

ΠΕΡΙ ΑΙΣΘΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΩΝ



Μετάφραση Π. Γρατσιάτου (εκδόσεις Φέξη 1912)


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.


Αντικείμενοv της πραγματείας. —Δυνάμεις και ενέργειαι ψυχής — Η αίσθησις ουσιώδες χαρακτηριστικόν των ζώωv.— Αι διάφοροι αισθήσεις.— Όψις και ακοή.


1. Επειδή έχομεν ήδη πραγματευθή περί της ψυχής καθ' εαυτήν και περί των δυνάμεων, τας οποίας έχει έκαστον των μερών αυτής, επόμενον τώρα είναι να εξετάσωμεν περί των ζώων και περί πάντων των εχόντων ζωήν (και περί των φυτών) και να προσδιορίσωμεν ποίαι είναι αι ιδιαίτεραι και ποίαι αι κοιναί ενέργειαι αυτών. Ας υπόκεινται λοιπόν ως βάσις όσα είπομεν περί ψυχής και ας ομιλήσωμεν περί των λοιπών και πρώτον περί των φύσει πρώτων.
2. Φαίνεται δε ότι τα σπουδαιότερα των ζωικών τούτων φαινομένων, και εκ των κοινών και εκ των ιδιαιτέρων, είναι τα όντα κοινά και της ψυχής και του σώματος. Τοιαύτα είναι η αίσθησις και η μνήμη 5 και ο θυμός και η επιθυμία και εν γένει η όρεξις και εκτός τούτων και η ηδονή και η λύπη. Διότι ταύτα σχεδόν υπάρχουσιν εις όλα τα ζώα. Προς τούτοις άλλα μεν είναι κοινά εις πάντα τα έχοντα ζωήν, άλλα δε είς τινα μόνον ζώα. 3. Τα. αξιολογώτερα τούτων, αποτελούντα τέσσαρα ζεύγη είναι εγρήγορσις και ύπνος, νεότης και γήρας, αναπνοή και εκπνοή, ζωή και θάνατος. 4. Περί τούτων πρέπει να εξετάσωμεν, τί είναι έκαστον αυτών και διά ποίας αιτίας συμβαίνει.
5. Εις τον φυσικόν ανήκει να εξετάση και περί υγιείας και νόσου, τίνες είναι αι πρώται αρχαί αυτών. Διότι ούτε υγιεία ούτε νόσος είναι δυνατόν να συμβαίνει εις τα όντα, τα όποια είναι υστερημένα ζωής.
Διά τούτο σχεδόν οι πλείστοι των φιλοσοφούντων περί της φύσεως, και εκ των ιατρών εκείνοι, οίτινες αντιλαμβάνονται την τέχνην αυτών κατά τρόπον φιλοσοφικώτερον, εκείνοι μεν εκ της μελέτης της φύσεως καταντώσι τέλος εις την ιατρικήν, οι άλλοι δε αρχίζουσι την τέχνην εκ των νόμων της φύσεως και της εφαρμογής αυτών εις την ιατρικήν. 6. Ότι δε αι ρηθείσαι λειτουργίαι πάσαι είναι κοιναί και της ψυχής και του σώματος, είναι φανερόν. Διότι πάσαι συμβαίνουσιν, άλλαι ομού με την αίσθησιν άλλαι δε διά της αισθήσεως. Άλλαι μεν είναι παθήσεις της αισθήσεως, άλλαι δε είναι διαρκείς καταστάσεις αυτής, άλλαι είναι λειτουργίαι προς φύλαξιν και συντήρησιν αυτής και άλλαι είναι φθοραί και στερήσεις αυτής. Ότι δε η αίσθησις συμβαίνει εις την ψυχήν διά μέσου του σώματος, τούτο γίνεται φανερόν και διά του λόγου και άνευ του λόγου (διά της πείρας). 7. Αλλ' έχομεν είπει εν τη περί ψυχής πραγματεία τας θεωρίας ημών περί αισθήσεως και περί του αισθάνεσθαι και διατί συμβαίνει εις τα ζώα τούτο το πάθος. Έκαστον ζώον, καθό ζώον, πρέπει κατ' ανάγκην να έχη αίσθησιν· διά ταύτης διακρίνομεν το ζώον από παντός όπερ δεν είναι ζώον. 8. Πάντα δε τα ζώα, ατομικώς έκαστον έχουσιν εξ ανάγκης την αφήν και την γεύσιν, την μεν αφήν, διά την αιτίαν την οποίαν είπομεν εις την περί ψυχής πραγματείαν, την δε γεύσιν δια την τροφήν. Διότι διά της γεύσεως διακρίνει το ευάρεστον και το δυσάρεστον εις τας τροφάς το ζώον, και ούτως αποφεύγει τας δυσαρέστους τροφάς, επιζητεί δε τας ευαρέστους, και εν γένει ο χυμός είναι πάθος του θρεπτικού μέρους της ψυχής. 9. Αι δε αισθήσεις αι διεγειρόμεναι υπό των εξωτερικών πραγμάτων π. χ. η όσφρησις, η ακοή και η όψις, εις πάντα τα πορευτικά (κινούμενα) ζώα, τα έχοντα αυτάς, υπάρχουσι χάριν της συντηρήσεώς των, όπως προαισθανόμενα την τροφήν επιδιώκωσιν αυτήν, φεύγωσι δε τα κακά και επιβλαβή. Εις δε τα ζώα, τα οποία έχουσι και νόησιν, αι αισθήσεις αύται υπάρχουσι χάριν της ευζωίας· διότι γνωστοποιούσιν εις αυτά πολλάς διαφοράς των πραγμάτων, εξ ων προέρχεται η γνώσις εκείνων τα οποία δύνανται να νοηθώσι και εκείνων τα οποία πρέπει να πραχθώσι (των νοητών και των πρακτικών ιδεών).

10. Εξ αυτών δε τούτων των αισθήσεων η σπουδαιοτέρα και ως προς τας ανάγκας του ζώου και καθ' εαυτήν είναι η όψις,αλλ' ως προς τον νουν σημαντικωτέρα είναι, κατά συμβεβηκός όμως, η ακοή. Η μεν όψις μας φανερώνει πολλάς και ποικίλας διαφοράς των πραγμάτων, διότι πάντα τα σώματα έχουσι χρώμα· ώστε υπέρ πάσας τας άλλας δια της αισθήσίως ταύτης αισθανόμεθα και τας κοινάς ιδιότητας των σωμάτων, λέγω δε κοινά το σχήμα, το μέγεθος, την κίνησιν, την στάσιν και τον αριθμόν. Η ακοή δε γνωστοποιεί μόνον τας διαφοράς του ήχου, είς τινα δε ζώα και τας της φωνής. Αλλ' η ακοή συντελεί τα μέγιστα εις την νόησιν κατά συμβεβηκός, διότι αίτιος της γνώσεως είναι ο προφορικός λόγος, όστις είναι αντιληπτός υπό της ακοής, ουχί όμως καθ' εαυτόν, αλλά κατά συμβεβηκός. Διότι ο λόγος αποτελείται εκ λέξεων εκάστη δε λέξις είναι σημείον (εννοίας). Διά τούτο, εκ των ανθρώπων οίτινες είναι εκ γενετής εστερημένοι της μιας ή της άλλης των αισθήσεων τούτων, οι τυφλοί είναι νοημονέστεροι των κωφαλάλων.

Περί δε της λειτουργίας εκάστης των αισθήσεων έγινε λόγος πρότερον (εν τω περί ψυχής).

_________________
"Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος
ΓΙΑΝΝΗΣΜ



Ένταξη: 03 Ιούλ 2006
Δημοσιεύσεις: 463

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Δευ Ιούλ 16, 2007 6:47 am    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με παράθεση αυτού του μηνύματος
ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ


ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ


ΠΕΡΙ ΑΙΣΘΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΩΝ


Μετάφραση Π. Γρατσιάτου (εκδόσεις Φέξη 1912)


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.

Αναφοραί των αισθήσεων προς τα στοιχεία των σωμάτων. — Εξήγησις του φαινομένου εν τοις οφθαλμοίς, όταν τρίβωνται. — Η όψις δεν είναι, εκ πυρός αλλ' εξ ύδατος. — Γνώμαι αρχαιοτέρων. — Αποτέλεσμα πληγών επί των οφθαλμών. Η ακοή συνδέεται με τον αέρα, η όσφρησις με το πυρ, η αφή και η γεύσις με την γηv.


1. Περί της λειτουργίας των διαφόρων ειδικών αισθήσεων επραγματεύθημεν πρότερον. Σήμερον φιλόσοφοί τινες ζητούσι σχέσεις των αισθήσεων προς τα στοιχεία των σωμάτων, νομίζοντες ότι ταύτα ευρίσκονται εις τα μέλη του σώματος, εις τα οποία έχουσι την φυσικήν ανάπτυξίν των τα αισθητήρια. Μη δυνάμενοι δε να συνδέσωσι τας αισθήσεις, αίτινες είναι πέντε, με τα στοιχεία, τα οποία είναι τέσσαρα, ευρίσκονται εις αμηχανίαν περί της πέμπτης.

2. Πάντες δε λέγουσιν, ότι η όψις είναι εκ πυρός ένεκα φαινονου (sic), ου αγνοούσι την αιτίαν. Όταν δηλ. πιέζηται και κινήται ο οφθαλμός, φαίνεται ότι σπινθηροβολεί. Αλλά τούτο φυσικώς συμβαίνει εις το σκότος, ή όταν κλείωνται τα βλέφαρα, διότι και τότε γίνεται σκότος. Αλλά τούτο έχει και άλλην δυσκολίαν· εαν δηλαδή δεν είναι δυνατόν, όταν τις αισθάνηται και βλέπη, να μη αντιλαμβάνηται το ορώμενον αντικείμενον, αναγκαίως ο οφθαλμός αυτού πρέπει να βλέπη αυτός εαυτόν. Διατί λοιπόν τούτο δεν συμβαίνει εις τον οφθαλμόν όταν ηρεμή; 3. Τα αίτια τούτου και την λύσιν των αποριών και του φαινομενικού γεγονότος ότι η όψις είναι εκ πυρός, δυνάμεθα να εύρωμεν δια των εξής: Τα λεία δηλαδή σώματα φυσικώς λάμπουσιν εις το σκότος, αλλ' όμως δεν παράγουσι φως, το δε μέρος του οφθαλμού το λεγόμενον μέσον και μέλαν βλέπομεν ότι είναι λείον. Φαίνεται δε πυρ, όταν τρίβηται το όμμα, διότι τότε συμβαίνει το έv όμμα να γίνηται τρόπον τινά δύο. Η ταχύτης της κινήσεως φέρει το αποτέλεσμα τούτο, ώστε φαίνεται άλλο το ορών και άλλο το ορώμενον. Διό και το φαινόμενον δεν γίνεται, εάν δεν τριφθή ταχέως το όμμα και αν δεν συμβαίνη τούτο εις το σκότος. Διότι το λείον μόνον εις το σκότος λάμπει φυσικώς, ως αι κεφαλαί ιχθύων τινών και το μέλαν της σηπίας (θολός). Επομένως, όταν ο οφθαλμός τρίβηται βραδέως, δεν γίνεται η αίσθησις ούτως, ώστε να νομίζη τις ότι το ορών και το ορώμενον είναι συγχρόνως δύο πράγματα και εν μόνον. Αλλά κατά τον τρόπον εκείνον ο οφθαλμός ορά αυτός εαυτόν, όπως εις κάτοπτρον, όπερ αντανακλά αυτόν. 4. Εάν όμως ο οφθαλμός ήτο πυρ, καθώς λέγει ο Εμπεδοκλής και εγράφη εν τω Τιμαίω, και εάν εγίνετο η όρασις, διότι το φως εξέρχεται εκ του οφθαλμού ως έκ τινος φανού, διατί η όρασις δεν βλέπει και εις το σκότος; Το να λέγη τις, ως ο Τίμαιος, ότι το φως σβύννεται εις το σκότος, αφού εξέλθη εκ του όμματος, είναι παντελής κενολογία. Διότι τί σημαίνει απόσβεσις φωτός; Το θερμόν και το ξηρόν αληθώς μηδενίζονται διά του ψυχρού και του υγρού, καθώς φαίνεται εις το πυρ των ανημμένων ανθράκων και εις την φλόγα. Αλλά ούτε το έν, ούτε το άλλο εκ των στοιχείων τούτων φαίνεται ότι υπάρχει εις το φως. Εάν δε υπάρχη μεν, αλλά ένεκα της σμικρότητός του διαφεύγη την αντίληψιν μας, έπρεπε κατά την ημέραν, όταν βρέχη, να σβύννεται το φως, κατά τους παγετούς δε να γίνηται περισσότερον σκότος. Η φλόξ λοιπόν και τα πεπυρωμένα σώματα πάσχουσι ταύτα, αλλ' εις το φως ουδέν τοιούτον συμβαίνει. 5. Ο Εμπεδοκλής φαίνεται πιστεύων άλλοτε μεν ότι η όψις βλέπει, ως προείπομεν, διότι εξέρχεται το φως εκ του οφθαλμού. Λέγει π. χ. ταύτα:

“Καθώς, ότε σκοπεύων τις να οδοιπορήση κατά χειμερινήν νύκτα, προετοιμάζει λύχνον, λάμψιν πυρός φλεγομένου, κλείσας αυτόν εις φανόν αποκρούοντα τους διαφόρους ανέμους, και ούτος μεν το φύσημα των πνεόντων ανέμων διασκορπίζει, το δε φως πηδών έξω του φανού, μακρότατα εκτείνεται και λάμπει με φωτεινότατας ακτίνας υπέρ το κατώφλιον (εις τον ουρανόν), ούτω και το στοιχειώδες (προαιώνιον) πυρ, εγκεκλεισμένον εις τους υμένας του οφθαλμού και φυλαττόμενον εντός λεπτών χιτώνων, χύνεται εις την κυκλικήν κόρην. Οι δε χιτώνες αποκλείουσι μεν το βαθύ περιρρέον ύδωρ· αλλά το πυρ εκπηδών, εκτείνεται μακρότατα·”.

Ο Εμπεδοκλής λοιπόν άλλοτε μεν ούτως εξηγεί την όψιν, άλλοτε δε δια των απορροών των αντικειμένων τα οποία βλέπομεν.

6. Ο Δημόκριτος δε, ισχυριζόμενος ότι η όψις είναι ύδωρ, λέγει ορθώς, αλλά κακώς νομίζει ότι η όψις είναι αντανάκλασις του αντικειμένου. Διότι η εικών παράγεται, επειδή το όμμα είναι λείον, όμως δεν είναι εις την λείαν επιφάνειαν, αλλά εις το ον, όπερ βλέπει, διότι το πάθος τούτο είναι ανάκλασις φωτός. Αλλά γενικώς τα περί των εικόνων και της ανακλάσεως, ως φαίνεται, δεν είχον ακόμη σαφώς γνωσθή τότε. Παράδοξον δε είναι και το ότι δεν επήλθεν εις αυτόν να ερωτήση, διατί μόνος ο οφθαλμός βλέπει και ουδέν εκ των άλλων σωμάτων, εις τα οποία αντανακλώνται αι εικόνες. 7. Το ότι λοιπόν η όψις είναι εξ ύδατος, είναι αληθές, αλλ' όμως βλέπομεν ουχί διότι αύτη είναι ύδωρ, αλλά διότι είναι διαφανές, και το διαφανές είναι ιδιότης κοινή εις αυτό και εις τον αέρα. Αλλά το ύδωρ φυλάττεται ευκολώτερον και είναι πυκνότερον του αέρος, και διά τούτο η κόρη και το όμμα είναι εξ ύδατος. Τούτο δε είναι φανερόν και εξ αυτών των γεγονότων. Διότι εκείνο όπερ εκρέει εκ των οφθαλμών, όταν καταστρέφωνται, είναι ύδωρ· και εις τα αρτιγενή ζώα η κόρη έχει υπερβολικήν λαμπρότητα και στιλπνότητα, ενώ το λευκόν του όμματος εις τα έχοντα αίμα ζώα είναι πυκνόν και παχύ. Τούτο δε υπάρχει προς τον σκοπόν να διαμένη η υγρότης, χωρίς να πήγνυται. και διά ταύτα ο οφθαλμός είναι το μέρος του σώματος το μάλλον ανθιστάμενον εις το ψύχος. Διότι ουδείς ακόμη ησθάνθη ρίγος εντός των βλεφάρων· των δε ζώων τα οποία δεν έχουσιν αίμα οι οφθαλμοί είναι σκληρόδερμοι, και το δέρμα τούτο είναι η σκέπη των οφθαλμών.

8. Είναι δε όλως παράλογον το λεγόμενον, ότι η όψις βλέπει διά τινος, όπερ εξέρχεται εξ αυτής και ότι εκτείνεται μέχρι των άστρων, ή ότι έξελθουσα εκ του οφθαλμού μέχρι διαστήματος τινός συνενούται (με το εξωτερικόν φως), καθώς λέγουσί τινες, διότι καλύτερον θα ήτο (αν έλεγον) ότι γίνεται απ' αρχής η ένωσις εντός του όμματος με το αντικείμενόν του. Αλλά και τούτο είναι μωρολογία. Τω όντι, τί είναι η ένωσις φωτός με φως; Πώς δύναται να γείνη τούτο; Διότι βέβαια δεν συνενούται το τυχόν σώμα με τυχόν σώμα. Πώς δε ενούται το εσωτερικόν φώς με το εξωτερικόν, αφού η μεμβράνη παρεμβάλλεται μεταξύ αυτών;

9. Ότι λοιπόν η όψις δεν είναι δυνατόν να γίνηται χωρίς φωτός, είπομεν αλλαχού. Αλλά είτε φως, είτε αήρ είναι το μεσολαβούν μεταξύ του πράγματος, το οποίον οράται, και του όμματος, πάντως η κίνησις ήτις διέρχεται δι' αυτού του μεσολαβούντος είναι η παράγουσα την όψιν. 10. και ορθώς λέγεται ότι το εσωτερικόν είναι εξ ύδατος, διότι το ύδωρ είναι διαφανές· και όπως ουδέν γίνεται ορατόν εκτός, ούτω και εντός του οφθαλμού ουδέν άνευ φωτός οράται. Πρέπει λοιπόν το εσωτερικόν να είναι διαφανές και ανάγκη να είναι ύδωρ, αφού δεν είναι αήρ. Διότι δεν είναι εις to άκρον του όμματος η ψυχή ή το αισθητικόν της ψυχής, άλλα είναι φανερόν ότι είναι εντός. Αναγκαίως λοιπόν το εσωτερικόν του όμματος πρέπει να είναι διαφανές και ικανόν να δέχηται το φως. Τούτο δε μαρτυρούσι και τα γεγονότα. Τινές δηλαδή κτυπηθέντες κατά τον κρόταφον εν τω πολέμω τόσον, ώστε να αποκοπώσιν οι πόροι του όμματος, ενόμισαν ότι έγινε σκότος, ως όταν λύχνος σβύνεται, διότι απεκόπη το διαφανές, ήτοι η λεγομένη κόρη, ώς τις λαμπτήρ.

11. Ώστε εάν εις τας περιπτώσεις ταύτας συμβαίνωσι τα πράγματα σχεδόν καθώς είπομεν, είναι φανερόν ότι πρέπει κατά τον αυτόν τρόπον να εξηγώμεν αυτά και να συνάπτωμεν έκαστον των αισθητηρίων με έν εκ των στοιχείων. Του μεν όμματος το μέρος, όπερ βλέπει, πρέπει να δεχθώμεν ότι είναι εξ ύδατος, το δε αισθανόμενον τους ήχους ότι είναι εξ αέρος και ότι η όσφρησις είναι εκ πυρός. 12. Τω όντι, ό,τι η όσφρησις είναι εν ενεργεία, τούτο είναι δυνάμει το οσφραντήριον όργανον, διότι το αισθητόν πράγμα κάμνει την αίσθησιν να είναι ενεργός, ούτως ώστε αναγκαίως η αίσθησις είναι πρότερον εν δυνάμει. Η οσμή είναι αναθυμίασις ομοία με καπνόν, η δε αναθυμίασις η καπνώδης προέρχεται εκ του πυρός. Διά τούτο και το αισθητήριον όργανον της οσφρήσεως κειται ιδίως εις τον πέριξ του εγκεφάλου τόπον, διότι η ύλη του ψυχρού είναι δυνάμει θερμή. Και η του όμματος γένεσις είναι ομοία με την του οσφραντικού. Διότι το όμμα αποτελείται εκ μέρους του εγκεφάλου, όστις είναι το υγρότατον και ψυχρότατον των εν τω σώματι μερών. 13. Η δε αφή είναι εκ γης, και η γεύσις είναι είδός τι αφής. Και διά τούτο τα αισθητήρια της γεύσεως και της αφής κείνται προς την καρδίαν, διότι αύτη είναι το αντίθετον του εγκεφάλου, ως ούσα το θερμότατον των μερών του σώματος.

Και περί μεν των αισθητικών μερών του σώματος αρκούσι οι διορισμοί ούτοι.
_________________
"Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος
ΓΙΑΝΝΗΣΜ



Ένταξη: 03 Ιούλ 2006
Δημοσιεύσεις: 463

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Δευ Ιούλ 16, 2007 6:54 am    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με παράθεση αυτού του μηνύματος
ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ


ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ


ΠΕΡΙ ΑΙΣΘΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΩΝ

Μετάφραση Π. Γρατσιάτου (εκδόσεις Φέξη 1912)


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.


Περί χρώματος. — Αναφορά χρώματος προς το φως και το διαφανές. —Γένεσις των χρωμάτων Αρχικά χρώματα το λευκόv και το μέλαν. — Αριθμητικαί αναφοραί χρωμάτων (και ήχων).—Το χρώμα αποτέλεσμα ουχί απορροιών αλλά κινήσεως. —Μίξις των σωμάτων.

1. Περί δε τωv αισθητών αντικειμένων, τα οποία είναι αντιληπτά υπό εκάστου των αισθητηρίων οργάνων, λέγω δηλαδή το χρώμα και τον ήχον και την δομήν και τον χυμόν και την αφήν, γενικώς εξετέθη εν τω περί Ψυχής τί είναι το έργον αυτών και πως ταύτα ενεργούσι σχετικώς προς έκαστον των αισθητηρίων. Δέον να εξετάσωμεν τώρα τι πρέπει να εννοώμεν οιονδήποτε αυτών, δήλα δη τι είναι το χρώμα ή τί ο ήχος, τι η οσμή, ή ο χυμός, ομοίως δε και το απτόν. Και πρώτον περί χρώματος. 2. Έκαστον πράγμα δύναται να νοήται κατά δύο τρόπους, είτε ενεργεία, είτε, δυνάμει. Πως δε το εν ενεργεία χρώμα και ο εν ενεργεία ήχος είναι ο αυτός ή διάφορος από τας κατ' ενέργειαν αισθήσεις, την όρασιν και την άκουσιν, είπομεν εις τα περί Ψυχής. Τι δε πρέπει να είναι έκαστον αυτών, ίνα παραγάγη την αίσθησιν και την ενέργειαν αυτής, ας είπωμεν τώρα. 3. Καθώς λοιπόν είπομεν εκεί, το φως είναι το χρώμα του διαφανούς, παραγόμενον κατά συμβεβηκός. Διότι όταν υπάρχη σώμα πεπυρωμένον εις το διαφανές (του αέρος) η παρουσία του αποτελεί φως, η δε απουσία του ποιεί σκότος. Ό,τι δε ονομάζομεν διαφανές δεν είναι ιδιότης μόνου του αέρος ή του ύδατος, ούτε άλλου τινός εκ των σωμάτων των λαμβανόντων το όνομα τούτο (το διαφανές), αλλ' είναι κοινή φύσις και δύναμις, ήτις δεν υπάρχει μεν χωριστή, αλλ' είναι εις ταύτα και ακόμη και εις άλλα σώματα, εις άλλα περισσότερον και εις άλλα ολιγώτερον. 4. Όπως δε αναγκαίως υπάρχει τι τελευταίον άκρον (επιφάνεια) των (στερεών) σωμάτων, ούτω υπάρχει και ταύτης της δυνάμεως. 5. Λοιπόν το φως ευρίσκεται εις αδιόριστον διαφανές. Ότι όμως το άκρον όριον του διαφανούς υπάρχει εις τα σώματα (έχει επιφάνειαν) είναι φανερόν. 6. και προσέτι είναι φανερόν εκ των γεγονότων, ότι τούτο είναι το χρώμα. Διότι το χρώμα ή είναι εις το άκρον των σωμάτων ή είναι αυτό το άκρον. Διά τούτο και οι Πυθαγόρειοι ωνόμαζον χρώμα την επιφάνειαν διότι το χρώμα είναι εις το άκρον του σώματος, αλλά δεν είναι το άκρον του σώματος. Πρέπει, τουναντίον, να νομίζωμεν, ότι η αυτή ποσότης χρώματος, ήτις παρατηρείται εκτός, η αυτή υπάρχει και εντός. 7. Φαίνεται δε ότι και ο αήρ και το ύδωρ χρωματίζονται, διότι χρώμα είναι και η υπόλαμψις αυτών. Αλλ' εδώ μεν επειδή το χρώμα είναι εις αδιόριστον σώμα, ούτε ο αήρ ούτε η θάλασσα έχουσι το αυτό χρώμα, όταν τα βλέπωμεν εγγύθεν πλησιάζοντες, και όταν μακρόθεν. Αλλά εις τα (στερεά) σώματα, εάν το περιέχον δεν τα κάμνη να μεταβάλλωσι χρώμα, είναι προσδιωρισμένη η όψις του χρώματος. Είναι άρα πρόδηλον ότι και εκεί και εδώ το αυτό ον δέχεται (αισθάνεται) το χρώμα, το διαφανές δε είναι εκείνο, όπερ καθ' όσον υπάρχει εις τα σώματα (και υπάρχει ολιγώτερον ή περισσότερον εις όλα) κάμνει πάντα να έχωσι χρώμα. 8. Επειδή δε το χρώμα είναι εις το άκρον, θα είναι και εις το άκρον της διαφανούς ουσίας. Ώστε το χρώμα είναι το άκρον του διαφανους εν προσδιωρισμένω σώματι. Ομοίως δε υπάρχει το χρώμα και εις αυτά τα (εξόχως) διαφανή, οία είναι το ύδωρ και ό,τι άλλο τοιούτον και εις όσα φαίνεται ότι υπάρχει εις την επιφάνειαν χρώμα ιδιαίτερον.

9. Δύναται λοιπόν να υπάρχη και εις το διαφανές (των ωρισμένων σωμάτων) εκείνο όπερ παράγει το φως εν τω αέρι, δύναται δε να μη υπάρχη και να είναι εστερημένον αυτού το διαφανές. Και καθώς εν τω αέρι άλλοτε μεν υπάρχει φως και άλλοτε σκότος, ούτως εις τα σώματα γίνεται το λευκον και το μέλαν.

10. Περί δε των άλλων χρωμάτων πρέττει νυν να είπωμεν, αφού κάμωμεν διακρίσεις τινάς, κατά πόσους τρόπους δύνανται να γίνωνται. Διότι είναι δυνατόν να τεθώσι πλησίον αλλήλων το λευκόν και το μέλαν, ούτως ώστε και το εν και το άλλο να είναι αόρατα ένεκα της σμικρότητας αυτών, το εξ αμφοτέρων όμως προκύπτον να είναι ορατόν. Τούτο δεν εivαι δυνατόν να είναι ούτε μέλαν ούτε λευκόν· αλλ' επειδή εξ ανάγκης πρέπει να έχη χρώμά τι, όπερ όμως δεν δύναται vα είναι κανέν εκ των δύο εκείνων, κατ' ανάγκην πρέπει να είναι μικτόν τι και άλλου είδους χρώμα. Ούτω λοιπόν δυνάμεθα να εξηγήσωμεν πώς υπάρχουσι χρώματα περισσότερα παρά το λευκόν και το μέλαν. 11. Την πολλότητα δε δυνάμεθα να εξηγήσωμεν διά της αναλογίας των μερών. Διότι δύνανται να ενωθώσι τρία μέρη του ενός με δύο του άλλου, ή τρία με τέσσαρα, ή και κατ' άλλους αριθμούς δύνανται να συντίθενται το εν μετά του άλλου. Άλλα δε μέρη ουδεμίαν έχουσιν ωρισμένην αναφοράν, άλλα είτε ένεκεν υπερβολής, είτε ένεκεν ελλείψεως είναι ασύμμετρα. Την αυτήν σχέσιν έχουσι και αι συμφωνίαι των ήχων. Διότι τα χρώματα, τα οποία δύνανται να εκφρασθώσι δι' αριθμητικών αναλογιών, όπως και αι συμφωνίαι, φαίνονται ότι είναι τα γλυκύτατα των χρωμάτων, οία είναι το αλουργόν (άλικον) και το πορφυρούν και άλλα τοιαύτα, τα οποία είναι ολίγα διά την αυτήν αιτίαν, διά την οποίαν ολίγαι είναι αι συμφωνίαι των ήχων. Τα άλλα δε χρώματα είναι τα μη έχοντα αριθμητικάς αναλογίας ή είναι δυνατόν και πάντα τα χρώματα να εκφρασθώσι δι' αριθμών, άλλα τα μεν έχουσι τάξιν, άλλα δε είναι άτακτα, αυτά δε ταύτα (τα άτακτα), όταν δεν είναι καθαρά, γίνονται τοιαύτα (άτακτα), διότι δεν έχουσιν αριθμητικάς σχέσεις. Εις λοιπόν τρόπος γενέσεως των χρωμάτων είναι ούτος.

12. Άλλος δε τρόπος είναι το να φαίνωνται τα χρώματα άλλα διά μέσου άλλων, ως κάμνουσιν ενίοτε οι ζωγράφοι, επαλείφοντες δεύτερον χρώμα επί χρώματος λαμπροτέρου, ως όταν λ. χ. θέλωσι να παραστήσωσι πράγμα τι, ότι φαίνεται εντός του ύδατος ή του αέρος. Ούτως ο ήλιος καθ' εαυτόν μεν φαίνεται λευκός, διά μέσου δε νεφέλης ή καπνού φαίνεται ερυθρός. Και ούτω δε χρώματα θα είναι πολλά καθ' ον τρόπον και ανωτέρω είπομεν, διότι θα υπάρχη αναλογία των επί της επιφανείας χρωμάτων προς τα εις το βάθος κείμενα, άλλα δε ουδεμίαν θα έχωσιν ωρισμένην αναλογίαν.

13. Το να ισχυρίζηταί τις λοιπόν, καθώς οι αρχαίοι, ότι τα χρώματα είναι απόρροιαι των σωμάτων και ότι διά την αιτίαν ταύτην ορώνται, είναι άτοπον. Διότι πάντως κατ' αυτούς πάσαι αι αισθήσεις πρέπει αναγκαίως να γίνωνται δια της αφής, ώστε είναι καλύτερον να λέγωμεν ευθύς, ότι γίνεται η αίσθησις ένεκα της κινήσεως του μεσολαβούντος σώματος, ην τούτο λαμβάνει υπό του αισθητού αντικειμένου, διά της αφής και ουχί διά των απορροιών.

14. Εις τα χρώματα λοιπόν τα τιθέμενα πλησίον αλλήλων 61, καθώς ταύτα λαμβάνουσι μέγεθος αόρατον, ούτως ανάγκη να υποθέση τις ότι έχουσι και χρόνον ανεπαίσθητον, ώστε αι κινήσεις των δύο χρωμάτων να μας διαφεύγωσι και να φαίνωνται ότι είναι εν, διότι γίνονται συγχρόνως αντιληπταί. 15. Ενταύθα όμως 62 ουδεμία τοιαύτη ανάγκη υπάρχει, αλλά το επί της επιφανείας χρώμα, όταν είναι ακίνητον και όταν κινήται υπό του υποκειμένου εις αυτό, δεν θα παραγάγη κίνησιν ομοίαν (με εκείνην, την οποίαν θα παρήγε μόνον). Διά τούτο και άλλο φαίνεται (το χρώμα τούτο) και ούτε λευκόν ούτε μέλαν. 16. Ώστε εάν δεν είναι δυνατόν να είναι κανέν μέγεθος αόρατον, αλλά παν μέγεθος είναι ορατόν εξ αποστάσεώς τινος, θα είναι και ενταύθα μίξίς τις χρωμάτων, και ούτω τίποτε δεν εμποδίζει να φαίνηταί τι χρώμα κοινόν εις τους μακρόθεν βλέποντας. 17. Ότι δε ουδέν υπάρχει μέγεθος αόρατον, περί τούτου θα εξετάσωμεν ύστερον. 18. Εάν δε υπάρχη μίξις των σωμάτων, αύτη δεν είναι απλώς καθ' όν τρόπον νομίζουσί τινες, ότι δηλαδή τίθενται πλησίον αλλήλων τα ελάχιστα και διαφεύγοντα την αίσθησιν ημών, αλλά τα σώματα δύνανται να ενώνται ολόκληρα προς άλληλα, ως είπομεν γενικώς περί πάντων των σωμάτων εν τη περί Μίξεως πραγματεία. Διότι κατά τον πρώτον τρόπον μιγνύονται εκείνα μόνον, όσα δύνανται να διαιρεθώσι και αναχθώσιν εις τα ελάχιστα μέρη αυτών, λ. χ. άνθρωποι, ίπποι ή σπέρματα, διότι των ανθρώπων η ελαχίστη μορφή είναι άνθρωπος (άτομον), των δε ίππων ίππος, ώστε διά της παραθέσεως τούτων πλησίον αλλήλων σχηματίζεται το πλήθος των δύο τούτων γενών. Αλλά δεν λέγομεν, ότι είς άνθρωπος ανεμίχθη με ένα ίππον. Όσα δε πράγματα δεν διαιρούνται εις τας ελαχίστας μορφάς αυτών, δεν δύναται να γίνη μίξις τούτων κατά τον ειρημένον τρόπον, αλλά ολόκληρα μιγνύονται, και ταύτα τα μάλιστα φυσικώς μιγνύονται. Πώς δε τούτο είναι δυνατόν να γίνηται, είπομεν πρότερον εις τα περί Μίξεως.

19. Αλλ' είναι φανερον ότι, όταν μιγνύωνται τα σώματα, πρέπει κατ' ανάγκην και τα χρώματα αυτών να μιγνύωνται, και ότι αύτη είναι η κυρία αιτία της υπάρξεως πολλών χρωμάτων, και όχι η επίθεσις αυτών επ' αλλήλων ή η παράθεσις πλησίον αλλήλων. Διότι ουχί μακρόθεν μόνον φαίνεται έν το χρώμα των μιγνυομένων, αλλά και εγγύθεν και πάντοθεν. Υπάρχουσι δε πολλά τα χρώματα, διότι τα μιγνυόμενα μεταξύ των δύνανται κατά πολλάς αναλογίας να μιγνύωνται, άλλα μεν κατ' αριθμητικάς αναλογίας, άλλα δε μόνον κατά την διαφοράν της υπεροχής και της ελλείψεως. Προσέτι δυνατόν να λέγωμεν περί των μιγνυομένων τα αυτά, άπερ ελέγομεν και περί των μιγνυομένων χρωμάτων, τιθεμένων είτε πλησίον αλλήλων, είτε του ενός επί του άλλου. Διά ποίαν δε αιτίαν τα είδη των χρωμάτων και των χυμών και των ήχων είναι ωρισμένα και ουχί άπειρα, θα είπωμεν ύστερον.
_________________
"Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος
ΓΙΑΝΝΗΣΜ



Ένταξη: 03 Ιούλ 2006
Δημοσιεύσεις: 463

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Δευ Ιούλ 16, 2007 6:59 am    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με παράθεση αυτού του μηνύματος
ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ


ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ


ΠΕΡΙ ΑΙΣΘΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΩΝ


Μετάφραση Π. Γρατσιάτου (εκδόσεις Φέξη 1912)


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.

Περί οσμής και χυμού. Οι χυμοί κάλλιον γινώσκονται παρά τας οσμάς. Δεν προέρχονται πάντες εκ του ύδατος μόνον. Γνώμαι φιλοσόφων. Αίτια χυμών τρία: γη, ξηρόν και υγρόν.Ο χυμός είναι πάθος του θρεπτικού ξηρού. Δύο οι αρχικοί χυμοί, γλυκύ και πικρόv. Αναφορά των επτά χυμών προς τα επτά χρώματα. Γνώμαι Δημοκρίτου.

1. Τί λοιπόν είναι το χρώμα και διά ποίαν αιτίαν είναι πολλά χρώματα εξηγήσαμεν ήδη. Περί δε του ήχου και της φωνής είπομεν πρότερον εις τα περί Ψυχής. 2. Τώρα πρέπει να πραγματευθώμεν περί οσμής και χυμού, τα οποία δηλούσι το αυτό σχεδόν πάθος (αίσθημα), αλλά δεν γίνονται και τα δύο εις τα αυτά όργανα. Μας είναι δε φανερωτέρα η φύσις του χυμού παρά την της οσμής. και το αίτιον τούτου είναι, ότι την αίσθησιν της οσμής έχομεν χειροτέραν παρά τα άλλα ζώα·' και εξ όλων των αισθήσεων, ας έχομεν, αύτή είναι η κατωτάτη. Την αφήν όμως έχομεν τελειοτάτην υπέρ πάντα τα άλλα ζώα. Η δε γευσις είναι είδος αφής.

3. Η φύσις του ύδατος 66 είναι να μη έχη χυμόν, αναγκαίως όμως πρέπει ή το ύδωρ να έχη εν εαυτώ όλους τους χυμούς, ανεπαισθήτους όμως εις ημάς διά την άδυναμίαν των, όπως λέγει ο Εμπεδοκλής, ή να έχη ύλην, ήτις είναι ως το σπέρμα πάντων των χυμών, και ούτω άπαντες οι χυμοί να γίνωνται εκ του ύδατος άλλοι εξ άλλου μέρους, ή τέλος να μη έχη μεν το ύδωρ εν εαυτώ καμμίαν διαφοράν χυμών, αλλά το ποιητικόν αίτιον των χυμών να είναι άλλο τι, λ.χ. η θερμότης και ο ήλιος.

4. Αλλ' εις εκείνα, τα οποία δοξάζει ο Εμπεδοκλής, είναι εύκολον να ίδη τις το ψεύδος· διότι βλέπομεν ότι οι χυμοί των καρπών μεταβάλλονται υπό της θερμότητας, λ. χ. όταν οι καρποί αποσπώνται εκ του περικαρπίου καί ξηραίνονται εις τον ήλιον ή θερμαίνονται εις το πύρ. Καί γίνονται τοιούτοι, ουχί διότι έλκουσί τι εκ του ύδατος, αλλά διότι μεταβάλλονται διά της αφαιρέσεως του περικαρπίου. Καί όταν ξηραίνωνται καί αποθηκεύωνται, με τον καιρόν γίνονται δριμείς, καί πικροί, ενώ ήσαν γλυκείς, καί κατά πολλούς τρόπους αλλοιούνται, καί όταν ψήνωνται, μεταβάλλονται, ούτως ειπείν, πάντα τα είδη των χυμών αποκτώντες.

5. Ομοίως αδύνατον είναι καί το ότι το ύδωρ είναι ύλη έχουσα τά σπέρματα πάντων των χυμών διότι βλέπομεν ότι εκ του αυτού ύδατος, ως εκ της αυτής τροφής, γεννώνται χυμοί διάφοροι 67.

6. Υπολείπεται λοιπόν η γνώμη ότι ο χυμός μεταβάλλεται, διότι το ύδωρ υφίσταται έξωθεν πάθημα τι 68. Αλλ' είναι πρόδηλον ότι το ύδωρ δεν λαμβάνει υπό μόνης της δυνάμεως του θερμού την δύναμιν ταύτην, την οποίαν καλούμεν χυμόν. Διότι το ύδωρ είναι το λεπτότερον πάντων των υγρών καί αυτού του ελαίου ελαφρότερον. Αλλά το έλαιον εκτείνεται μάλλον και επιπλέει του ύδατος διά το γλοιώδες αυτού, ενώ το ύδωρ είναι ρευστόν καί διά τούτο είναι δυσκολώτερον να κρατηθή υπό της χειρός παρά το έλαιον 69. Αλλ' επειδή το ύδωρ είναι το μόνον υγρόν, όπερ θερμαινόμενον ουδόλως φαίνεται ότι πυκνούται, φανερόν ότι άλλη είναι η αιτία του χυμού, διότι πάντες οι χυμοί 70 είναι μάλλον πυκνοί (θερμαινόμενοι). Η θερμότης λοιπόν είναι αίτιον ομού με άλλα αίτια (συναίτιον).

7. Πάντες δε οι χυμοί, όσοι είναι εις τους καρπούς, φαίνονται ότι υπάρχουσι καί εις την γήν. Διά τούτο καί πολλοί εκ των αρχαίων φυσιολόγων λέγουσιν, ότι το ύδωρ είναι τοιούτον, οποία είναι η γη διά της οποίας διέρχεται. Και τούτο είναι φανερόν προ πάντων εις τα αλμυρά ύδατα· διότι τα άλατα είναι είδος τι γης. Διά τούτο καί τα ύδατα, τα οποία διηθούνται (φιλτράρονται) διά της στάκτης, η οποία είναι πικρά, αποκτώσι γεύσιν πικράν. (Ομοίως δε καί περί των άλλων, δι' ων διέρχονται τα ύδατα). Καί πηγαί πολλαί υπάρχουσιν, αίτινες είναι άλλαι μεν πικραί, άλλαι δε οξείαι, άλλαι δε έχουσιν άλλους διαφόρους χυμούς. 8. Διά τούτο ορθώς λέγεται, ότι εις τα φυτά προ πάντων σχηματίζονται οί διάφοροι χυμοί. Διότι το υγρόν, καθώς και τα άλλα πράγματα φυσικώς υφίσταται την επίδρασιν του εναντίου του, το εναντίον δε του υγρού είναι το ξηρόν 71. Διά τούτο καί υπό του πυρός πάσχει (μεταβολάς) το υγρόν, διότι το πυρ είναι φύσει ξηρόν· αλλά το ίδιον του πυρός είναι η θερμότης, της γης όμως ιδιάζον είναι το ξηρόν, ως είπομεν εις την πραγματείαν περί των στοιχείων, το πυρ όμως καί η γη, ως πυρ καί γη, δεν δύνανται να ποιήσωσι ή να πάθωσί τι, ούτε άλλο κανέν εκ των στοιχείων, μόνον δε καθ' όσον υπάρχει εις αυτά αντίθεσις εναντίων πάντα ποιούσι και πάσχουσιν. 9. Όπως λοιπόν οι αποπλύνοντες και διαλύοντες εντός υγρού τα χρώματα καί τους χυμούς κάμνουσι καί το ύδωρ να αποκτά το αυτό χρώμα και τον αυτόν χυμόν, ούτω καί η φύσις κάμνει εις το ξηρόν καί το γεώδες στοιχείον· διηθούσα το υγρόν δια του ξηρού καί του γεώδους στοιχείου καί κινούσα αυτό (το υγρόν) διά της θερμότητος κάμνει αυτό να είναι τοιούτον η τοιούτον 72. 10. Καί το πάθος (η μεταβολή) τούτο, το οποίον γίνεται εν τω υγρώ υπό του ειρημένου ξηρού στοιχείου, είναι ο χυμός και μετάβαλλει την αίσθησιν της γεύσεως εκ δυνάμει γεύσεως εις ενέργειαν· διότι φέρει το αισθητικόν όργανον εις την κατάστασιν ταύτην, όπερ πρότερον ήτο δυνάμει τοιούτο. Διότι το αισθάνεσθαι δεν είναι ανάλογον προς το μανθάνειν, αλλά μάλλον προς το θεωρείν (περί ψυχής ΙΙ 1, 5).

11. Ότι δε οι χυμοί είναι πάθος ή στέρησις 73 ουχί παντός ξηρού, αλλά του ξηρού, όπερ δύναται να τρέφη 74, πρέπει να συμπεράνωμεν εκ τούτου, ότι δεν υπάρχει ούτε το ξηρόν άνευ του υγρού ούτε το υγρόν άνευ του ξηρού 75. Διότι ουχί έν μόνον εκ των δύο τούτων στοιχείων δύναται να γείνη τροφή εις τα ζώα και εις αυτά τα φυτά, αλλά το μίγμα αυτών τρέφει. Καί εκ της τροφής, την οποίαν λαμβάνουσι τα ζώα, μόνον τα μέρη τα αισθητά υπό της αφής παράγουσιν αύξησιν και θάνατον, αίτιον δε τούτων είναι της λαμβανομένης τροφής η θερμότης ή η ψυχρότης. Διότι το θερμόν και το ψυχρόν είναι τα ποιούντα την αύξησιν και την φθοράν. Τρέφει δε η αφομοιουμένη τροφή μόνον καθ' όσον είναι αισθητή υπό της γεύσεως, διότι πάντα τα ζώντα τρέφονται δι' εκείνου, όπερ είναι γλυκύ καθ' εαυτό ή διά μίξεως γίνεται γλυκύ. Περί τούτων όμως δέον να πραγματευθώμεν εις τα περί Γενέσεως, ενταύθα δε μόνον θίγομεν αυτά όσον είναι αναγκαίον. Η θερμότης λοιπόν αυξάνει το τρεφόμενον και επεξεργάζεται την τροφήν, έλκει το ελαφρόν μέρος αυτής καί εγκαταλείπει το αλμυρόν και το πικρόν 76, διότι είναι βαρέα. 12. Ό,τι δε η εξωτερική θερμότης ποιεί εις τα εξωτερικά σώματα, τούτο ποιεί η θερμότης η εσωτερική εις την φύσιν των ζώων καί των φυτών· ένεκα αυτής τρέφονται ταύτα διά μόνου του γλυκέος 77. Οι δε άλλοι χυμοί, όπως αναμιγνύονται εις την τροφήν με το γλυκύ, ούτως αναμιγνύονται με το αλμυρόν καί το οξύ, δηλ. προς γλυκασμόν. Ταύτα δε ίνα γίνωσιν αντίρροπον, διότι είναι λίαν θρεπτικόν το γλυκύ και επιπλέει επί του στομάχου.

13. Όπως δε τα χρώματα γίνονται εκ της μίξεως του λευκού και του μέλανος, ούτως οι χυμοί γίνονται εκ του γλυκέος καί του πικρού. Καί οι χυμοί έκαστοι είναι ανάλογοι της μείζονος ή ελάσσονος ποσότητος του γλυκέος καί του υγρού, είτε κατ' αριθμούς καί κινήσεις ωρισμένας της μίξεως, είτε καί αορίστως. Οι χυμοί, οίτινες προξενούσιν ηδονήν διά της μίξεώς των, ούτοι μόνοι έχουσιν αριθμητικάς αναφοράς. Ούτως ο λιπαρός είναι ο χυμός του γλυκέος, ο δε αλμυρός καί ο πικρός είναι σχεδόν ο αυτός χυμός 78, ο δε δριμύς καί αυστηρός καί ο στρυφνός καί ο οξύς χυμός είναι χυμοί διάμεσοι· ούτω τα είδη των χυμών και τα των χρωμάτων είναι σχεδόν ισάριθμα. Διότι έξ είναι τα είδη καί των μεν καί των δε, αν τις υποθέση, ως είναι εύλογον, ότι το φαιόν είναι είδος μέλανος. Υπολείπεται το ξανθόν, όπερ έχει αναφοράν προς το λευκόν, όπως ο λιπαρός χυμός σχετίζεται με τον γλυκύν. Το ερυθρόν καί το ιοειδές καί το πράσινον καί το κυανούν κείνται μεταξύ του λευκού καί του μέλανος, τα δε λοιπά χρώματα είναι μίγματα τούτων. Καί όπως το μέλαν είναι η στέρησις του λευκού είς τι διαφανές μέσον, ούτω το αλμυρόν και το πικρόν είναι η στέρησις του γλυκέος εν θρεπτική υγρά ουσία· διό και η τέφρα πάντων των καιομένων πραγμάτων είναι πικρά, διότι το πόσιμον μέρος κατηναλώθη εξ αυτής.

14. Ο Δημόκριτος και οι πλείστοι των φυσιολόγων, όσοι πραγματεύονται περί αίσθήσεως, κάμνουσί τι λίαν άτοπον· πάντα τα αισθητά θεωρούσιν, ότι είναι αισθητά υπό της αφής (απτά). Αλλ' εάν τούτο έχει ούτως, φανερόν είναι ότι καί εκάστη των άλλων αισθήσεων είναι είδος αφής. Αλλ' ότι τούτο είναι αδύνατον, εύκολον να πεισθή τις. 15. Προσέτι τα κοινά όλων των αισθήσεων εκλαμβάνουσιν ως ίδια εκάστης αυτών. Διότι το μέγεθος καί το σχήμα, καί το τραχύ και το λείον, προσέτι δε το οξύ καί το αμβλύ εις τα στερεά σώματα είναι αντιληπτά κοινώς υπό όλων των αισθήσεων, ή αν όχι υπό όλων, τουλάχιστον υπό της όψεως καί της αφής. Διό καί περί τούτων μεν απατώνται αι αισθήσεις, περί των ιδίων όμως δεν απατώνται. Η όψις λ. χ. δεν απατάται περί του χρώματος, ούτε η ακοή περί των ήχων. Οι δε φυσιολόγοι εκείνοι, ως ο Δημόκριτος, τα ίδια ανάγουσιν εις τα κοινά· διότι λέγει ότι το λευκόν είναι τραχύ καί το μέλαν λείον 79. 16. Εις δε τα ατομικά σχήματα ανάγει τους χυμούς· καί όμως ή εις καμμιάν αίσθησιν ή μάλλον εις την όψιν ανήκει να γνωρίζη τα κοινά. Εάν όμως εις την γεύσιν 80 μάλλον ανήκεν η γνώσις αύτη, επειδή καί αυτά τα ελάχιστα εις έκαστον γένος πράγματα πρέπει να διακρίνη η λεπτοτάτη των αισθήσεων, έπρεπεν η γεύσις περισσότερον των άλλων αισθήσεων να αισθάνηται τα κοινά πάντα και να δύναται να κρίνη κάλλιστα καί τα ατομικά σχήματα. Προσέτι πάντα τα αισθητά έχουσιν εναντία 81· ούτως εις το χρώμα το μέλαν είναι το εναντίον του λευκού καί εις τους χυμούς το γλυκύ είναι το εναντίον του πικρού· αλλά σχήμα δεν φαίνεται να είναι το εναντίον σχήματος· διότι τίνος πολυγώνου είναι το εναντίον ο κύκλος; Προσέτι, επειδή τα σχήματα είναι άπειρα 82, αναγκαίως καί οι χυμοί θα είναι άπειροι 83. Διότι διά τί άλλος μεν εκ των χυμών προξενεί αίσθησιν, άλλος δε δεν προξενεί αυτήν;

17. Καί περί μεν του χυμού καί του γευστού είπομεν. Τα δε άλλα πάθη των χυμών δέον να εξετασθώσιν εις το περί των φυτών μέρος της φυσιολογίας.


_________________
"Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος

 
Μετάβαση στη:  
Μπορείτε να δημοσιεύσετε νέο Θέμα σ' αυτή τη Δ.Συζήτηση
Μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
Δεν μπορείτε να επεξεργασθείτε τις δημοσιεύσεις σας σ' αυτή τη Δ.Συζήτηση
Δεν μπορείτε να διαγράψετε τις δημοσιεύσεις σας σ' αυτή τη Δ.Συζήτηση
Δεν έχετε δικαίωμα ψήφου στα δημοψηφίσματα αυτής της Δ.Συζήτησης

Όλες οι Ώρες είναι GMT + 2 Ώρες